Νυχτερινή Προσευχή

Νυχτερινή Προσευχή

Ήταν ήδη αργά, όταν βγήκα απ’ τον τόπο διαμονής μου. Ο ήλιος κουρασμένος έριχτε τις τελευταίες αδύνατες ακτίνες στο απέναντι βουνό κι ο ανταγωνιστής του, η νύχτα, ανέβαινε άγρια και αυστηρή να σκεπάσει με το μαύρο της πέπλο βουνά, σπίτια και πεδιάδες!

        Λίγα αμυδρά φώτα φώτιζαν τους άδειους δρόμους που όλη τη μέρα είχαν ποδοπατήσει χιλιάδες επισκέπτες. Τα γειτονικά σπίτια το ένα κοντά στο άλλο, αγκαλιασμένα, έπαιρναν δύναμη για να διώξουν το φόβο που φέρνει η νύκτα. Κάποιες αδύνατες λάμπες, λίγες κι αυτές, μαρτυρούσαν την ύπαρξη ζωής ηλικιωμένων σε λιγοστές κατοικίες.

        Σαν διαβάτης, χωρίς προσανατολισμό, περπάτησα για λίγο στη γνωστή μικρή γειτονιά μου, λες και κάποιος άγνωστος, αόρατος οδηγός με έφερε σ’ ένα στενό τυφλό δρομάκι. Χωρίς προσπάθεια, μηχανικά, άνοιξα μια δίφυλλη, βαριά, ξύλινη πόρτα. Βρέθηκα μέσα σε μια μεγάλη, μακρόστενη αίθουσα. Η σιωπή και το σκοτάδι ήταν οι κάτοικοί της. Σε λίγα δευτερόλεπτα, λες και μεγάλωσαν οι κόρες των ματιών μου, διέκρινα στο βάθος, ένα μικρό καντηλάκι που η φλόγα του άλλαζε σχήμα και κατεύθυνση, με το νεύμα ενός μαέστρου μιας αόρατης ορχήστρας. Δειλά – δειλά, σαν να πατούσα σε ναρκοθετημένο έδαφος, έκανα τα πρώτα, μικρά ελαφρά βήματά μου. Ένας γρύλος άρχισε το μονότονο, επίμονο και δυνατό γρύλισμά του, σαν διαμαρτυρία, αλλά με ειδοποιούσε επίσης ότι ήμουν ανεπιθύμητος επισκέπτης.

        Ένα ελαφρύ τρίξιμο από ξύλινο έπιπλο συνόδεψε για δευτερόλεπτα τη φωνή του εντόμου. Μηχανικά είχα κάνει λίγα βήματα. Τα μάτια μου συνήθισαν στο σκοτάδι λες και είχα φορέσει κιάλια νυκτός! Μεγάλωσε κι η φλόγα στο καντήλι, διέκρινα, αχνά κάποια αντικείμενα. Ήταν οι πάγκοι μιας εκκλησίας. Στη σειρά, σαν στρατιώτες σε ανάπαυση, ήσυχοι και ακίνητοι λες και περίμεναν την επίσκεψή μου.

        Βάδισα προσεκτικά στο άγνωστο έδαφος με δείκτη το καντήλι, σαν φάρο για το πλοίο που μπαίνει στο λιμάνι. Φάνηκε να μεγαλώνει η φλόγα του για να βοηθήσει την πορεία μου. Τώρα, θολά, διέκρινα όχι μόνο τους πάγκους, αλλά πιο πολύ τον μαρμάρινο, χιλιοπερπατημένο, κεντρικό διάδρομο. Το λιγοστό φως της σελήνης κι αυτό φοβισμένο περνούσε απ’ τον απάνω φεγγίτη κι ανίχνευε μαζί μου και μού ‘δειχνε το χώρο, τους τοίχους και την οροφή!

        Με τις κόρες των ματιών μου, στο μάξιμουμ, κοίταζα δεξιά, ζερβά, πάνω, κάτω. Όλα γνωστά και άγνωστα συνάμα σαν βιβλίο που το ξαναδιάβαζα. Διέκρινα αγάλματα, εικονίσματα και ζωγραφιές που όλα με κοίταζαν φοβισμένα, μήπως τους προξενήσω κανένα κακό! Και γνωρίζοντας ότι είναι άψυχα και άκακα, τα κοίταζα με κατανόηση, λες και συναντούσα γνωστά μου συγγενικά μου πρόσωπα και με χαμόγελο τους έλεγα: «μη φοβάστε… είμαστε φίλοι!

        Κάθισα σ’ ένα πάγκο. Ακίνητος, αμίλητος. Στ’ αυτιά μου ερχόταν η ασταμάτητη, ενοχλητική φωνή του γρύλου που σπούσε την απόλυτη ησυχία του χώρου. Η φαντασία μου άρχισε να ζωντανεύει, να φέρνει μπροστά μου όσους είχαν περάσει απ’ τη θέση που βρίσκομαι, ιερείς, μοναχούς, άρχοντες και απλούς ανθρώπους, σαν ταινία που είχε καταγράψει τις προσευχές τους, τα δάκρυά, τον πόνο και όλα τα βάσανα που είχαν αποθέσει σ’ αυτόν τον Ναό!

        Προσευχηθήκαμε, ψάλλαμε, ενωθήκαμε όλοι μαζί, γίναμε ένα, έφυγε ο φόβος, μας σκέπασε η χάρη του Θεού. Ο γρύλος σταμάτησε να φωνάζει, φοβήθηκε και προσευχόταν μαζί μας και η σελήνη τέλεψε το καθήκον της, πήρε το φως της κι έφυγε! Τώρα, αισθανόμουν σα να ‘μουν στο σπίτι του πατέρα. Έβλεπα καθαρά την παρουσία των Αγίων αδελφών μου, ζωγραφισμένων πάνω στα εικονίσματα να λειτουργούν πάνω στην αγία Τράπεζα, να διασχίζουν το διάδρομο, να μπαίνουν στα καθίσματα. Δεν ξέρω πόσο κράτησε αυτό το ζωντανό όνειρο. Το ρολόι του μυαλού μου είχε διαφορετική πορεία από εκείνο του χεριού μου. Ψάλλοντας – στα λατινικά – σα βραδινή προσευχή στην Παναγία το «Χαίρε Δέσποινα», έφτασα στην πόρτα. Την άνοιξα, γύρισα το κεφάλι μου προς τα μέσα, έκανα μια υπόκλιση σαν να ‘λεγα «καληνύχτα» και βγήκα!

        Στον πλαϊνό τοίχο διάβασα σε μια πινακίδα «Παρεκκλήσιο του Δούκα Σανούδου» – Κάστρο – Νάξος. Υποσχέθηκα σ’ όσους άφησα μέσα, ότι θα ξαναπάω. Μ’ άρεσε η παρέα τους. Ελπίζω μια μέρα να εκπληρώσω το τάμα μου.

π. Μ. Βιδάλης

κοινοποίηση άρθρου:

Περισσότερα

Διαβάστε ακόμη

14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ μνήμη της Αγίας Ανθούσας

Κόρη του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε’ του Κοπρώνυμου γεννήθηκε γύρω στο 750 στην Κωνσταντινούπολη. Ο Κοπρώνυμος με την πολιτική του ενδυνάμωσε κατά πολύ την αυτοκρατορία, ήρθε

Γενική Ακρόαση του Πάπα Φραγκίσκου, 17 Απριλίου 2024

ΠΑΠΑΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΓΕΝΙΚΗ ΑΚΡΟΑΣΗ                                                                           Πλατεία Αγίου Πέτρου Τετάρτη, 17 Απριλίου 2024     Κατήχηση. Τα πάθη και οι αρετές. 15. Η εγκράτεια Αγαπητοί αδελφοί

Mελέτη του Ευαγγελίου της ημέρας

ΠΕΜΠΤΗ  ΤΗΣ 4ης  ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΤΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 17 Απριλίου 2024   Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.  Αμήν Επικαλούμαι το 

Καθολική Αρχιεπισκοπή Νάξου-Τήνου-Μυκόνου-Άνδρου και Μητρόπολη παντός Αιγαίου