Η συνάντηση με τον Ιησού δεν ξεχνιέται ποτέ
«Κάθε κάλεσμα του Θεού είναι μια πρωτοβουλία της αγάπης του». Στην προσευχή του Angelus, που απαγγέλθηκε από την Βιβλιοθήκη του Αποστολικού Παλατιού, ο Πάπας θυμάται τη συνάντηση του Ιησού με τους πρώτους μαθητές του. Η σκηνή λαμβάνει χώρα κοντά στον ποταμό Ιορδάνη, μια μέρα μετά το βάπτισμα του Ιησού. «Ελάτε και θα δείτε», είναι η απάντηση του Μεσσία στο ερώτημα των δύο που ρώτησαν που ήταν το σπίτι του.
Δεν τους δίνει μια επαγγελματική κάρτα, αλλά μια πρόσκληση σε συνάντηση. Οι δύο τον ακολουθούν και εκείνο το απόγευμα παραμένουν μαζί του. Δεν είναι δύσκολο να τους φανταστεί κανείς να κάθονται να του κάνουν ερωτήσεις και πάνω απ’ όλα να τον ακούνε, νιώθοντας ότι οι καρδιές τους ζεσταίνονται όλο και περισσότερο καθώς ο Δάσκαλος μιλάει.
Η απάντηση στην ελπίδα των μαθητών
«Οι μαθητές», εξηγεί ο Πάπας αναλύοντας το Ευαγγέλιο της δεύτερης Κυριακής της κοινής περιόδου του έτους,«νιώθουν την ομορφιά των λέξεων οι οποίες ανταποκρίνονται στη μεγαλύτερη ελπίδα τους. Και ξαφνικά ανακαλύπτουν ότι, καθώς γίνεται σκοτάδι γύρω τους, το φως λάμπει μέσα τους και αυτό το φώς μόνο ο Θεός μπορεί να το δώσει. Όταν βγαίνουν έξω και επιστρέφουν στους αδελφούς τους» συνεχίζει «αυτή τη χαρά, αυτό το φως που ξεχειλίζει από τις καρδιές τους, είναι σαν ένα ποτάμι που είναι γεμάτο από νερό και με μεγάλη ορμή».
Η συνάντηση με τον Ιησού παραμένει πάντα.
Στη συνέχεια, ο Ποντίφικας εφιστά την προσοχή στο ανεξίτηλο σημάδι που αφήνει η συνάντηση με τον Ιησού: «Ένας από αυτούς, λίγο πολύ εξήντα χρόνια αργότερα, έγραψε στο Ευαγγέλιο: Ήταν περίπου τέσσερις το απόγευμα. Δηλαδή, ανέφερε την ώρα. Και αυτό», συνεχίζει, «είναι κάτι που μας κάνει να σκεφτόμαστε: κάθε αυθεντική συνάντηση με τον Ιησού παραμένει στη ζωντανή μνήμη, δεν ξεχνιέται ποτέ.
Πολλές συναντήσεις έχουν ξεχαστεί, όμως εκείνη με τον Ιησού πάντα παραμένει.
Οι τρεις κλήσεις του Θεού
Ο Πάπας Φραγκίσκος προσκαλεί σ’ ένα ένα βαθύτερο προβληματισμό σχετικά με αυτήν την εμπειρία της συνάντησης με τον Χριστό διότι «κάθε κλήση του Θεού είναι μια πρωτοβουλία της αγάπης του». Και το κάλεσμα του Κυρίου αφορά τη ζωή, την πίστη και μια συγκεκριμένη κατάσταση ζωής.
Η πρώτη, η οποία μας καθορίζει ως πρόσωπα, είναι μια ατομική κλήση, διότι ο Θεός ενεργεί με τάξη. Στη συνέχεια ο Θεός μας καλεί στην πίστη για να γίνουμε μέλη της οικογένειάς του, ως παιδιά του Θεού. Τέλος, ο Θεός μας καλεί σε μια ιδιαίτερη αποστολή ζωής: να δωρίσουμε τον εαυτό μας στην οδό του γάμου ή σε εκείνη του ιερατείου και της αφιερωμένης ζωής.
Η χαρά του να δώσεις τον εαυτό σου
Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι εκτέλεσης του σχεδίου που έχει ο Θεός για τον καθέναν από εμάς, λέει ο Πάπας, υπογραμμίζοντας ότι είναι πάντα ένα «σχέδιο αγάπης» και η μεγαλύτερη χαρά για κάθε πιστό είναι να ανταποκριθεί σ’ αυτό το κάλεσμα και να «προσφέρει όλον τον εαυτό του» στην υπηρεσία του Θεού και των αδελφών».
Απέναντι στο κάλεσμα του Κυρίου, «που μπορεί να μας φτάσει με χίλιους τρόπους και μέσω ανθρώπων, ή μέσω χαρούμενων και λυπημένων γεγονότων», ο Πάπας Φραγκίσκος σημειώνει: «μερικές φορές η στάση μας μπορεί να είναι η απόρριψη, διότι μας φαίνεται αντίθετο με τις φιλοδοξίες μας, ή φόβος, διότι το θεωρούμε πολύ απαιτητικό και άβολο. Αλλά το κάλεσμα του Θεού είναι αγάπη, και απαντάται μόνο με αγάπη».
Στην αρχή υπάρχει μια συνάντηση, καλύτερα, υπάρχει μια συνάντηση με τον Ιησού, ο οποίος μας μιλάει για τον Πατέρα, μας κάνει να γνωρίσουμε την αγάπη του. Και έπειτα η επιθυμία να το κοινοποιήσουμε στους ανθρώπους που αγαπάμε, αυθόρμητα εμφανίζεται και σε εμάς: «Έχω γνωρίσει την Αγάπη;» «Έχω βρει το νόημα της ζωής μου;» Με μια λέξη: «Βρήκα τον Θεό;».
Η μνήμη της συνάντησης
Στη συνέχεια, η προσευχή προς την Παναγία ώστε «να μας βοηθήσει να κάνουμε τις ζωές μας δοξαστικό ύμνο προς τον Θεό, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του και στην ταπεινή και χαρούμενη εκπλήρωση της θέλησής του». Ο Πάπας τελειώνει με μια προτροπή: «Στη ζωή του καθενός από εμάς ο Θεός έχει παρουσιαστεί δυνατά με μια κλήση. Είθε η μνήμη αυτής της στιγμής να μας ανανεώνει πάντα στη συνάντηση μας με τον Ιησού».
Μετάφραση: Π. Ιωαν. Σκλ.