Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΧΕΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΣΥΜΒΑΛΛΕΙ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ;
Εισαγωγή
Άρχισαν και πάλι τα σχολεία, μέσα στην αγωνία και τους προβληματισμούς εξ’ αιτίας της πανδημίας που ταλαιπωρεί την Πατρίδα μας και ολόκληρο τον κόσμο. Είναι χρήσιμο, με την ευκαιρία αυτή, να θυμηθούμε μερικές αρχές από τη διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας σχετικά με τα σχολεία και γενικά για την εκπαίδευση. Πολύ περισσότερο που η Καθολική Εκκλησία, στην Πατρίδα μας, έχει μια ένδοξη παρουσία στην εκπαίδευση με τα σχολεία της, από τα οποία πέρασαν ολόκληρες γενεές από παιδιά, πολλά από τα οποία, από αυτά τα σχολεία άντλησαν πολύτιμη εκπαίδευση που τους βοήθησε να γίνουν επιστήμονες, αλλά κυρίως ώριμοι και συνειδητοποιημένοι πολίτες.
Είναι γεγονός, πως μια από τις σπουδαιότερες δραστηριότητες της Καθολικής Εκκλησίας υπήρξε πάντοτε η μέριμνα για τη μόρφωση των ανθρώπων. Και αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι το γεγονός ότι η Εκκλησία σ’ αυτή την προσπάθεια της δεν περιορίσθηκε μόνο στη χριστιανική μόρφωση, αλλά στην εκπαίδευση και στην καλλιέργεια του ανθρώπου στην ολότητά του, αναπτύσσοντας όλες του τις διαστάσεις. Και αυτό είναι προφανές από τη στιγμή που η πίστη δεν μπορεί να βασιστεί πάνω στην αμάθεια, αλλά εισχωρεί σε ένα φωτισμένο νου, ως ώριμη απάντηση στο Θεό που κοινωνεί το είναι Του στον άνθρωπο, για να τον καλέσει να μπει σε κοινωνία μαζί Του. Δεν μπορεί να ευαγγελιστεί ένα πρόσωπο αν δεν έχει πρώτα προαχθεί η ολοκλήρωση του ως άνθρωπος.
Να γιατί οι μεγάλοι ιεραπόστολοι πριν ακόμη να κτίσουν την εκκλησία, το ναό, οικοδομούσαν ένα σχολείο, και να επίσης γιατί πριν ακόμη το Κράτος μεριμνήσει για τη μόρφωση των πολιτών του η Εκκλησία υπήρξε ο μοναδικός δημόσιος θεσμός με σχολεία, κυρίως στα μοναστήρια των Βενεδικτίνων μοναχών και στους καθεδρικούς ναούς. Και τα πρώτα πανεπιστήμια (αναφέρω ενδεικτικά το Παρίσι και την Μπολόνια) εμφανίστηκαν ως συσπειρώσεις νέων που ήθελαν να αποκτήσουν εξειδικευμένες γνώσεις και δασκάλων που αποζητούσαν περιβάλλον έρευνας και μελέτης για να εμβαθύνουν την πίστη τους. Αυτή η συνεύρεση διδασκόντων και μαθητευομένων ανάβλυσε μέσα στους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας. Και αυτό ήδη από τα χρόνια του Μεσαίωνα, αυτής της μεγαλειώδους ιστορικής περιόδου που ακόμη μερικοί ανιστόρητοι επιμένουν να την αποκαλούν περίοδο σκοταδισμού.
Ήδη από εκείνη την περίοδο, στη Καθολική Εκκλησία υπάρχουν μοναχικά τάγματα που ως πρωταρχικό σκοπό έχουν τη διαπαιδαγώγηση των νέων, κυρίως των φτωχών, για τους οποίους η ιδιωτική παιδεία ήταν αδύνατη. Δεν είναι χωρίς νόημα το γεγονός ότι ανέκαθεν τα καθολικά σχολεία υπήρξαν από τα καλύτερα για τη μέθοδο, το περιεχόμενο της διδασκαλίας και τη σφαιρική διαπαιδαγώγηση. Το σχολείο για την Εκκλησία αποτελεί αποστολή όχι κερδοσκοπία. Είναι σε όλους γνωστά και στην Πατρίδα υπάρχουν πρωτότυπα σχολεία που ανήκουν σε μοναχικά τάγματα, σχολεία που εμπνέονται από τα πρωτοποριακά παιδαγωγικά συστήματα των ιδρυτών τους, όπως οι σχολές των Μαριανών Αδελφών, των Αδελφών των Χριστιανικών Σχολών, των Ουρσουλινών, των Αδ. του Αγίου Ιωσήφ της Εμφανίσεως κ.α.
Παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο τα σχολεία στη συνείδηση της Καθολικής Εκκλησίας ώστε συχνά η Αγία Έδρα αφιέρωσε γι’ αυτά βαρυσήμαντα κείμενα. Αρκεί να θυμηθούμε την Αποστολική Επιστολή του Πάπα Βενέδικτου ΙΕ΄ Communes Littera της 10ης Απριλίου 1919 και την Εγκύκλιο Divini Illius Magistri της 31ης Δεκεμβρίου 1929 του Πάπα Πίου ΙΑ΄. Ο Πάπας Πίος ΙΒ΄ αφιέρωσε στα καθολικά σχολεία περισσότερο από είκοσι ομιλίες, ο Πάπας ο Ιωάννης ΚΓ΄ άλλες πέντε και ο Πάπας Παύλος Στ΄ δέκα ομιλίες. Ο Ιωάννης Παύλος ο Β’ αναφέρθηκε στα καθολικά σχολεία περισσότερο από 40 φορές. Την ίδια φροντίδα είχαν για τα Καθολικά σχολεία, αλλά γενικά για την εκπαίδευση και οι τελευταίοι δύο Ποντίφικές. Ένα από τα ωραιότερα κείμενα της Αγίας Έδρας για τα σχολεία είναι αυτό που εξέδωσε η Ιερά Σύνοδος για τη Χριστιανική Εκπαίδευση, στις 28 Δεκεμβρίου 1997 και που τιτλοφορείται «Το Καθολικό Σχολείο στο κατώφλι της τρίτης Χιλιετίας». Πρόκειται για ένα κείμενο που έχετε ήδη μελετήσει.
Υπάρχουν όμως και άλλα σπουδαία κείμενα της Αγίας Έδρας που αφορούν την εκπαίδευση, αλλά θα αναφερθώ στο πιο επίσημο στην Δήλωση των Συνοδικών Πατέρων της Β΄ Συνόδου του Βατικανού «Η μέγιστη σπουδαιότητα της παιδείας» (Gravissimum Educationis Momentum) (= GEM), που αφορά τη χριστιανική παιδεία, η οποία εγκρίθηκε στις 28 Οκτωβρίου 1965. Η αναφορά στη Δήλωση της Β΄ Συνόδου του Βατικανού για τη χριστιανική παιδεία καθίσταται υποχρεωτική διότι είναι εκείνη που εμπνέει όλα τα υπόλοιπα μετέπειτα κείμενα της Αγίας Έδρας περί εκπαίδευσης.
«Η μέγιστη σπουδαιότητα της παιδείας», Δήλωση της Β΄ Βατικανής Συνόδου
Στις 28 Οκτωβρίου 1965 οι Επίσκοποι της Β΄ Συνόδου του Βατικανού ενέκριναν με 2.290 ψήφους υπέρ και 35 κατά, ένα σπουδαίο κείμενο-δήλωση που αφορούσε τη χριστιανική παιδεία. Η Δήλωση αρχίζει με τη διαπίστωση της σπουδαιότητας της παιδείας εν γένει: «Η μέγιστη σπουδαιότητα της εκπαίδευσης στη ζωή του ανθρώπου και η όλο και αυξανόμενη επίδραση της στη σύγχρονη κοινωνική πρόοδο, είναι αντικείμενο προσεκτικής μελέτης της Αγίας και Οικουμενικής αυτής Συνόδου. Πραγματικά, η διαπαιδαγώγηση των νέων, όπως και κάποια διαρκής επιμόρφωση των ενηλίκων, καθίστανται πιο εύκολες αλλά και πιο επιτακτικές για τις σημερινές συνθήκες» (GEM Προοίμιο).
Στην συνέχεια, η Δήλωση υπογραμμίζει το δικαίωμα όλων στη Παιδεία και τη σημασία της: «Όλοι οι άνθρωποι, σ’ οποιαδήποτε φυλή, κοινωνική κατάσταση η ηλικία κι αν ανήκουν, δυνάμει της αξιοπρέπειάς τους ως πρόσωπα, έχουν αναφαίρετο δικαίωμα στην παιδεία, που ανταποκρίνεται στην κλήση τους και συνάδει με το χαρακτήρα τους, με τη διαφορά φύλου, πολιτισμού και παραδόσεων της χώρας τους, και ταυτόχρονα είναι ανοικτή σε μία αδελφική συμβίωση με τους άλλους λαούς, για να διευκολύνει την αληθινή ενότητα και την ειρήνη πάνω στη γη. Η πραγματική παιδεία επιδιώκει να προάγει τη μόρφωση του ανθρώπου σχετικά με τον τελικό σκοπό του και ταυτόχρονα το καλό των διαφόρων κοινωνιών, των οποίων ο άνθρωπος είναι μέλος και μέσα στις οποίες, όταν ενηλικιωθεί, θα αναλάβει τις ευθύνες του» (GEM 1).
Ο χριστιανός έχει το δικαίωμα σε μια ειδική παιδεία: «Όλοι οι χριστιανοί, αναγεννημένοι από νερό και Πνεύμα Άγιο, έγιναν μία καινούργια δημιουργία, επομένως ονομάζονται και είναι πραγματικά παιδιά του Θεού, έχουν το δικαίωμα σε μία χριστιανική παιδεία. Αυτή δε στοχεύει μόνο στο να εγγυηθεί την ωριμότητα του ανθρώπου, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω, αλλ’ αποβλέπει κυρίως στους βαπτισμένους, ώστε αυτοί, εμβαθύνοντας βαθμιαία στη γνώση του μυστηρίου της σωτηρίας, να έχουν ολοένα και μεγαλύτερη επίγνωση του δώρου της πίστης πού έλαβαν και να μαθαίνουν να λατρεύουν τον Θεό Πατέρα με πνεύμα και αλήθεια» (GEM 2).
Οι γονείς είναι οι πρώτοι και αναντικατάστατοι υπεύθυνοι για τη μόρφωση των παιδιών τους. «Ο εκπαιδευτικός αυτός ρόλος τους είναι τόσο σημαντικός, ώστε εάν λείψει δύσκολα μπορεί να αναπληρωθεί» (GEM 3α). Σε καμιά περίπτωση τα σχολεία δεν μπορούν να αγνοήσουν τους γονείς των παιδιών: «Οι γονείς, που έχουν το πρώτο και απαράγραπτο καθήκον και δικαίωμα να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδία τους, πρέπει να χαίρουν και πραγματική ελευθερία στην επιλογή του σχολείου. Γι’ αυτό οι δημόσιες αρχές στις οποίες ανήκει η προστασία και η προάσπιση της ελευθερίας των πολιτών, οφείλει να σέβεται τη διανεμητική δικαιοσύνη, διανέμοντας τις επιχορηγήσεις του δημοσίου έτσι ώστε να μπορούν οι γονείς να επιλέξουν σχολεία για τα παιδία τους με πλήρη ελευθερία, σύμφωνα με τη συνείδηση τους» (GEM 6).
Ωστόσο «το καθήκον διαπαιδαγώγησης, πού ανήκει πρωταρχικά στην οικογένεια, απαιτεί τη βοήθεια όλης της κοινωνίας. Γι’ αυτό, πέρα από τα δικαιώματα των γονέων και των παιδαγωγών, στους όποιους εμπιστεύονται ένα μέρος από το εκπαιδευτικό τους καθήκον, υπάρχουν συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις που ανήκουν στην πολιτική κοινωνία, επειδή αυτή οφείλει να ρυθμίζει όσα απαιτούνται για το επίγειο κοινό καλό» (GEM 3β). Η πολιτεία, βασιζόμενη στην αρχή της επικουρίας, πρέπει να σέβεται την επιθυμία και της αρχές της οικογένειας.
Η «υποχρέωση της παιδείας αφορά με ιδιαίτερο τρόπο την Εκκλησία, όχι μόνον επειδή ήδη ως κοινωνία ανθρώπινη πρέπει να αναγνωριστεί ως ικανή να διαπαιδαγωγήσει, αλλά πάνω απ’ όλα επειδή έχει καθήκον της να αναγγέλλει σ’ όλους τούς ανθρώπους την οδό της σωτηρίας, να κοινωνήσει στους πιστούς τη ζωή του Χριστού και να τους βοηθάει με ακατάπαυστη μέριμνα να φτάσουν στην πληρότητα της ζωής αυτής» (GEM 3γ). Μέσα σ’ αυτή τη λογική η Σύνοδος τοποθετεί το καθολικό σχολείο και περιγράφει την ιδιαιτερότητά του: «Η παρουσία της Εκκλησίας στο σχολικό τομέα εκδηλώνεται ιδιαίτερα με το Καθολικό σχολείο. Όπως και τα αλλά σχολεία, επιδιώκει τους πολιτιστικούς σκοπούς του σχολείου και την ανθρώπινη κατάρτιση των νέων. Αλλά χαρακτηριστικό του στοιχείο είναι ότι δημιουργεί στο σχολικό περιβάλλον μια ατμόσφαιρα που εμψυχώνεται από το ευαγγελικό Πνεύμα ελευθερίας και αγάπης, βοηθάει τους νέους στην ανάπτυξη της προσωπικότητας τους ώστε να μεγαλώσουν σύμφωνα με τη νέα δημιουργία, που έγιναν με το βάπτισμα, και συντονίζει το σύνολο της ανθρώπινης μόρφωσης με το μήνυμα της σωτηρίας, έτσι ώστε η γνώση του κόσμου, της ζωής, του ανθρώπου, που αποκτούν σιγά σιγά οι μαθητές, να φωτίζεται από την πίστη» (GEM 8). Η Σύνοδος μάλιστα διακηρύττει με δύναμη το δικαίωμα της Εκκλησίας να ιδρύει σχολεία: «Γι’ αυτό η Αγία τούτη Σύνοδος επαναλαμβάνει το δικαίωμα της Εκκλησίας να ιδρύει ελευθέρα. και να διευθύνει σχολεία κάθε βαθμίδας, δικαίωμα που ήδη διακηρύττεται σε πολλά κείμενα του διδακτικού σώματος της Εκκλησίας και θυμίζει ότι η εξάσκηση αυτού του δικαιώματος συμβάλλει πολύ και στην προστασία της ελευθερίας της συνείδησης και των δικαιωμάτων των γονέων, όπως και στην ίδια την πολιτισμική πρόοδο» (GEM 8β). Στην επίτευξη ενός τέτοιου παιδαγωγικού στόχου, η δήλωση καλεί σε ευαισθητοποίηση τους εκπαιδευτικούς: «Οι εκπαιδευτικοί ας μη ξεχνούν ότι απ’ αυτούς ουσιαστικά εξαρτάται το Καθολικό σχολείο να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει τους σκοπούς του και τις πρωτοβουλίες του. Πρέπει λοιπόν να προετοιμάζονται ενδελεχώς για να είναι εφοδιασμένοι τόσο με την εγκόσμια όσο και με τη θρησκευτική γνώση, βεβαιωμένη από τους σχετικούς τίτλους σπουδών, και να είναι ευρύτατα ειδήμονες στην παιδαγωγική τέχνη, προσαρμοσμένη στις νεώτερες ανακαλύψεις της σύγχρονης προόδου. Συνδεδεμένοι μεταξύ τους και με τους μαθητές τους με τους δεσμούς της αγάπης και εμπλουτισμένοι με ιεραποστολικό Πνεύμα, οφείλουν να δίνουν μαρτυρία, τόσο με τη ζωή όσο και με τη διδασκαλία τους για το μοναδικό Διδάσκαλο, που είναι ο Χριστός» (GEM 8γ).
Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί, γνωρίζοντας τον παιδαγωγικό σχεδιασμό του καθολικού σχολείου, γνωρίζουν ότι όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας υποστηρίζει τα καθολικά σχολεία: «Η Αγία Σύνοδος προτρέπει ολόθερμα τους Ποιμένες της Εκκλησίας και όλους τους πιστούς, να μη λυπηθούν καμία θυσία για να βοηθήσουν τα Καθολικά σχολεία να εκπληρώνουν πάντα καλύτερα την Αποστόλη τους και να φροντίζουν ιδιαίτερα για όσους είναι φτωχοί σε οικονομικά μέσα ή στερούνται τη βοήθεια και την αγάπη της οικογένειας ή είναι ξένοι προς το Δώρο της πίστης». Η Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας της χώρας μας έχει επανεκλεγμένα δείξει το ενδιαφέρον της προς αυτή την κατεύθυνση και σε συνεργασία με την Ένωση των μοναχών επιδιώκει να γίνει κοινή συνείδηση των εμπλεκομένων θεσμών και προσώπων ότι τα Καθολικά Σχολεία στην Ελλάδα είναι τόπος και τρόπος διακονίας μέσα στην ελληνική κοινωνία.
Η Δήλωση της Συνόδου, αφού υπογράμμισε την σπουδαιότητα της παιδείας και τους φορείς της, κάνει λόγο για το σχολείο ως τον πλέον κοινό χώρο υλοποίησης της εκπαίδευσης του ανθρώπου: «Ανάμεσα σ’ όλα τα εκπαιδευτικά εργαλεία ιδιαίτερη σημασία έχει το σχολείο, που χάρη στην αποστολή του, είναι ο κυριότερος παράγοντας στην ανάπτυξη των διανοητικών ικανοτήτων, γυμνάζει την κρίση, εισάγει στη μορφωτική κληρονομιά των περασμένων γενεών, προάγει το αίσθημα των Αξιών, προετοιμάζει την επαγγελματική ζωή, γεννά σύνδεσμο φιλίας μεταξύ μαθητών με διαφορετικό χαρακτήρα και κοινωνική προέλευση, ευνοεί και προδιαθέτει την αμοιβαία διάθεση για συνεννόηση. Επιπλέον το σχολείο αποτελεί ένα κέντρο, στη δραστηριότητα και στην πρόοδο του οποίου πρέπει να συμμετέχουν μαζί οι οικογένειες, οι εκπαιδευτικοί, οι διάφορου είδους οργανώσεις με πολιτιστικούς, κοινωνικούς και θρησκευτικούς σκοπούς, η πολιτεία και όλη η ανθρώπινη κοινότητα» (GEM 5).
Πράγματι το Καθολικό Σχολείο προσφέρει τη γνώση και την αυθεντικότητά του και σε μη καθολικούς και ακόμη σε μη χριστιανούς χωρίς διάκριση, με απόλυτο σεβασμό στις κοινωνικές – πολιτισμικές αξίες του κάθε ανθρώπου μέσα στη διαφορετικότητά του. Με τα πνευματικά εργαλεία που διαθέτουν οι εκπαιδευτικοί προσαρμόζονται στις απαιτήσεις του κάθε μαθητή προσφέροντάς του τη γνώση και τις παραδοσιακές αξίες που χρειάζεται. Η Εκκλησία δεν σταματά να επαναλαμβάνει στους λειτουργούς και στους εκπαιδευτικούς της ότι πρέπει να συντηρούν με γενναιότητα και γενναιοδωρία τις αξίες της Εκκλησίας, μεταλαμπαδεύοντας τις στους μαθητές τους. Με αυτό τον τρόπο όχι μόνο βοηθούν την Εκκλησία να ανανεώσει τις εσωτερικές της δομές, αλλά και να ενδυναμώσει την πολιτιστική της παρουσία στο σύγχρονο κόσμο.
Πρέπει να γίνει και πάλι γνωστό, και στον τόπο μας, πως το Καθολικό Σχολείο αποτελεί δείγμα και παράδειγμα της ελευθερίας που κάθε άνθρωπος οφείλει να σέβεται και να υπερασπίζεται.
+Ιωάννης Σπιτέρης
Καθολικός Επίσκοπος