Για μια Εκκλησία Ευαγγελίου και Πνεύματος
Στην εφημερίδα «L’Osservatore Romano», δημοσιεύεται η συνέντευξη με τον Αργεντινό Επίσκοπο, Σεβασμιότατο Εδουάρδο García, σχετικά με τις διάφορες πτυχές της τρέχουσας πανδημίας και τις μελλοντικές προοπτικές: το σταδιακό άνοιγμα των χώρων λατρείας θα έχει ελάχιστη χρησιμότητα, εάν δεν υπάρξει ένα ριζικό άνοιγμα της Εκκλησίας απέναντι στην πραγματικότητα.
«Οι πιο ευάλωτες χώρες αντιμετωπίζουν το δίλημμα του θανάτου από τον covid-19 ή την πείνα ή άλλες ασθένειες, όπως η ελονοσία και ο δάγκειος πυρετός. Η διεθνής κοινότητα θα μπορούσε αυτό να το αποτρέψει με ένα σχέδιο δράσης που να έχει στόχο τη βοήθεια, τη μείωση του χρέους, την ανάπτυξη του εμπορίου, την παροχή φαρμάκων, μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο αλληλεγγύης. Για την Εκκλησία, η επιλογή υπέρ των φτωχών δεν είναι στρατηγική, αλλά είναι καθαρό Ευαγγέλιο, και η ευσπλαχνία είναι το πλαίσιο για να συναντηθούμε μαζί τους». Το γνωρίζει καλά αυτό ο Αργεντινός Επίσκοπος, Σεβασμιότατος Εδουάρδος García, της Επισκοπής Αγίου Ιούστου στο Μπουένος Άιρες. Σε αυτή τη συνέντευξή του στον «L'Osservatore Romano» εντοπίζει τις κύριες πτυχές της τρέχουσας πανδημίας από την προοπτική της «μαρτυρίας μιας γενναιόδωρης αφοσίωσης», από αγάπη προς όσους υποφέρουν περισσότερο, κάτι το οποίο, κατά τη γνώμη του, θα συμβάλει στην επιστροφή και την αύξηση «της πίστης και της κοινωνίας μεταξύ των πιστών».
Σεβασμιότατε, πώς εσείς αντιληφθήκατε τη δράση της Εκκλησίας σε αυτήν την περίοδο περιορισμού; Τι πρέπει να κάνει η Εκκλησία μπροστά σε αυτήν την πραγματικότητα;
Η Εκκλησία διαδραματίζει έναν από τους πιο σημαντικούς κοινωνικούς ρόλους στη χώρα μας. Το απέδειξε στα χειρότερα χρόνια της οικονομικής κρίσης και συνεχίζει να το αποδεικνύει τώρα, στους δρόμους, με τους ασθενείς με covid-19. Από την αρχή των μέτρων περιορισμού, ιερείς, μοναχές και λαϊκοί έχουν ενεργοποιήσει εκατοντάδες πρωτοβουλίες σε κάθε γωνιά της χώρας. Ο στόχος είναι να υπηρετήσουμε το κοινό καλό. Αυτή τη στιγμή τα λόγια του Πάπα Φραγκίσκου είναι πιο επίκαιρα από ποτέ: «Η Εκκλησία ως νοσοκομείο εκστρατείας». Ίσως επειδή παρατηρώ την πραγματικότητα από την Επισκοπική μου Επαρχία που βρίσκεται στην περιοχή La Matanza όπου, παρόλο που οι περιπτώσεις του covid-19 είναι λίγες, πρέπει να αντιμετωπίσουμε, όπως μπορούμε, τις επιπτώσεις της καραντίνας στις πιο ευάλωτες γειτονιές μας. Θεωρητικά είμαστε όλοι ίδιοι απέναντι στον ιό, αλλά στην πραγματικότητα, μόλις μας χτυπήσει, ο covid-19 αποκαλύπτει με ωμότητα τις ανισότητες και μπορεί επίσης να τις αυξήσει: ηλικιωμένοι, φτωχοί, άτομα με ειδικές ανάγκες, ευάλωτα άτομα που βιώνουν τη μοναξιά και βαδίζουν σε ατραπούς χωρίς ελπίδα. Η Εκκλησία είναι ιερό μυστήριο. Δηλαδή, είναι ένα αποτελεσματικό και ζωντανό σημείο μιας πραγματικότητας που δεν φαίνεται, αλλά που ενεργεί, που ακούγεται, που σκέφτεται, που αγαπά… Με αυτήν τη βεβαιότητα, σήμερα περισσότερο από ποτέ, η Εκκλησία και εμείς οι Χριστιανοί οφείλουμε να δώσουμε μαρτυρία μιας γενναιόδωρης αφοσίωσης από αγάπη για όσους υποφέρουν περισσότερο, δημιουργώντας χώρους ηρεμίας, εξυπηρέτησης και ελπίδας.
Μετά την χαλάρωση των μέτρων της καραντίνας σε ορισμένες χώρες, ξεκίνησε μια συζήτηση σχετικά με το πιθανό εκ νέου άνοιγμα των εκκλησιών για να τελεστούν οι ιερές ακολουθίες μαζί με τους πιστούς. Πιστεύετε ότι υπάρχει κίνδυνος η σημερινή κατάσταση να περιορίσει τις θεμελιώδεις ελευθερίες των Καθολικών και της ίδιας της Εκκλησίας;
Με εντυπωσίασε πολύ αυτές τις μέρες, ότι κυκλοφόρησε ένα βίντεο που απευθυνόταν σ’ εμάς τους Επίσκοπους με τη φράση “δώστε μας πίσω τη Θεία Λειτουργία”. Από τη μία μέρα στην άλλη, προέκυψαν πολιτικά και θρησκευτικά ρεύματα που ζητούν επίμονα και με θορυβώδη τρόπο να χαλαρώσουν τα μέτρα περιορισμού, και που θέλουν να μας βάλουν σε ένα κλίμα σύγκρουσης, σαν να ήμασταν μια διωκόμενη Εκκλησία, μια κατάσταση που επίσης έκανε την εμφάνισή της και συνεχίζει να παρουσιάζεται και σε άλλα πολιτικά συστήματα σε διάφορα μέρη του κόσμου. Δεν είναι όμως η περίπτωση της χώρας μας. Πιστεύω ότι υπάρχουν πολλοί “προφήτες συμφορών”, ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που συγχέουν την ποιμαντική και ιεραποστολική μεταστροφή με τον ηθικό σχετικισμό. Είναι πολύ απλό: η πρόληψη της μόλυνσης είναι μια αστική και χριστιανική ευθύνη. Και αυτό που λέμε οι Επίσκοποι είναι ακριβώς η εκπλήρωση του Νόμου του Θεού, ο οποίος με την πέμπτη εντολή Του μας προστάζει να προφυλάξουμε, να προωθήσουμε και να υπερασπιστούμε τη ζωή, να την προστατεύσουμε, τη δική μας και τη ζωή των άλλων: αυτό ακριβώς κάνουμε. Πιστεύω ότι το σταδιακό άνοιγμα των εκκλησιών θα έχει ελάχιστη χρησιμότητα, εάν δεν υπάρξει ένα ριζικό άνοιγμα της Εκκλησίας απέναντι στην πραγματικότητα. Πρέπει να κάνουμε ένα ποιοτικό άλμα, από μια Εκκλησία “πίστη και ιερά μυστήρια” (κάτοχος της αλήθειας και θεματοφύλακας της σωτηρίας), σε μια Εκκλησία “Ευαγγέλιο και Πνεύμα” (αυτή μιας κοινότητας εν πορεία). Γνωρίζω ότι αυτό απαιτεί σημαντική αλλαγή ταχύτητας για μεγάλο μέρος της Καθολικής Εκκλησίας. Αυτό που καθορίζει έναν Χριστιανό δεν είναι η ιδιότητα του ενάρετου ή του υπάκουου, αλλά να ζει εμπιστευόμενος τον εαυτό του σε έναν Θεό που είναι κοντά του, από τον οποίο αισθάνεται απεριόριστα αγαπημένος και ο οποίος του υποσχέθηκε τη συνεχή παρουσία Του. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε το καθήκον της πνευματικής και υλικής προσοχής προς τους αρρώστους, τους ηλικιωμένους, τους φτωχούς, τα παιδιά και τους ευάλωτους ανθρώπους, που αποτελούν τη μεγαλύτερη ανησυχία της Εκκλησίας.
Οι πιστοί προσαρμόζονται γρήγορα στην τεχνολογία που χρησιμοποιείται από την Εκκλησία και σε μια εικονική πνευματική συμμετοχή αυτές τις μέρες περιορισμού λόγω του covid-19. Μπορούμε να μιλούμε για μια νέα “κατ’ οίκον λατρεία” που ευνοείται από αυτήν την κατάσταση;
Οι διάφορες μορφές θρησκευτικής συνάντησης στα κοινωνικά δίκτυα και στα μέσα ενημέρωσης, όπως η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, λειτούργησαν ως αντι-παράλυση ενόψει της πανδημίας και εκείνης της μεγάλης εορτής που είναι η Μεγάλη Εβδομάδα για τους πιστούς. Είναι ξεκάθαρο ότι έλειψε η κοινότητα, το να είμαστε μαζί. Αλλά σήμερα υπάρχουν εκατομμύρια σπίτια στα οποία οι οικογένειες παρακολουθούν τις ιεροτελεστίες του Πάπα στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο ή μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα, και αυτό ήταν παρήγορο για τον Πάπα Φραγκίσκο. Το αποτέλεσμα είναι ότι αρχίσαμε να έχουμε “κατ’ οίκον εκκλησίες” παντού! Αλλά δεν θα ήθελα να πιστέψει κανείς ότι μια εικονική θεία Λατρεία θα μπορούσε να είναι αρκετή για να ενθαρρύνει τη συνάντηση με τους ανθρώπους. Πιστεύω πραγματικά στην οικοδόμηση κοινοτήτων. Η ψηφιακή επανάσταση, που είναι πλέον σαφώς μια ανθρωπολογική επανάσταση, δημιουργεί έναν δεσμό πολύ επιφανειακό, πολύ γρήγορο. Εμείς, η Εκκλησία, οφείλουμε να δημιουργήσουμε δεσμούς που να είναι πλήρεις από ζωή — όχι σε ανταγωνισμό με την εικονική πραγματικότητα — και που μεταφράζονται σε τρυφερότητα και αγάπη. Αυτή είναι η πρόκληση. Να χτίζουμε κοινότητες, όχι ομάδες στο WhatsApp, για μια αληθινή σχέση μεταξύ των ανθρώπων.
Πιστεύετε ότι πρέπει να επιστρέψουμε αμέσως στη ζωή της Θείας Ευχαριστίας;
Πιστεύω ακράδαντα στον Κύριο ο οποίος είναι παρών στη Θεία Ευχαριστία, που είναι το κέντρο και η κορύφωση της χριστιανικής ζωής, αλλά η Θεία Ευχαριστία στη ζωή ενός Χριστιανού δεν πρέπει ποτέ να γίνει ένα είδος σελφ-σέρβις της χάριτος. Εάν είναι αληθές ότι δεν υπάρχει Εκκλησία χωρίς τη Θεία Ευχαριστία, είναι εξίσου αληθές ότι δεν υπάρχει Θεία Ευχαριστία χωρίς μια Εκκλησία. Είναι προφανές ότι θέλουμε να επιστρέψουμε στην εκκλησία και να προσευχηθούμε μαζί, να ακούσουμε τον λόγο του Θεού μαζί και να υμνήσουμε μαζί τον Κύριο. Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα συμβεί σύντομα! Αλλά το εκ νέου άνοιγμα των εκκλησιών θα γίνει όταν το επιτρέψουν οι περιστάσεις.
Τι έχει αλλάξει σ’ εσάς αυτές τις μέρες της πανδημίας;
Η παρουσία μας στην κοινότητα έχει αυξηθεί πολύ. Τα κοινωνικά συσσίτια που ήδη λειτουργούσαν, τώρα έπρεπε να αναπροσαρμοστούν σε νέα βάση, και μεταξύ των πολλών δραστηριοτήτων που είναι σε εξέλιξη αυτές τις μέρες υπάρχει μια νέα, που αφορά τη διανομή γευμάτων σε αστέγους της επισκοπικής μας περιφέρειας. Διανέμουμε πάνω από 9.000 γεύματα· ωστόσο δεν έχουμε αρκετά υλικά για να μαγειρεύουμε καθημερινά. Η απάντηση πολλών ανθρώπων που έρχονται να ζητήσουν ένα γεύμα χωρίς να τηρούν κατά γράμμα την απομόνωση είναι: “Δεν ξέρω αν θα κολλήσω τον κορωνοϊό, αλλά σίγουρα δεν θα πεθάνω από πείνα”. Αυτό αναδεικνύει το άλλο μεγάλο πρόβλημα των γειτονιών μας: δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να τηρηθεί η απομόνωση που είναι απαραίτητη για να αποφευχθεί η μόλυνση. Τα σπίτια δεν είναι πάντα το καλύτερο μέρος, λόγω του συνωστισμού, της έλλειψης υγιεινής… Έχουμε ανοίξει προσωρινά κέντρα φιλοξενίας για τους αστέγους, έτσι ώστε τουλάχιστον να μπορέσουν να απομονωθούν: έχουν περάσει από ένας έως τους εκατό. Τολμώ να πω ότι δεν θα είναι προσωρινά αυτά τα κέντρα φιλοξενίας γιατί, μόλις τελειώσει η πανδημία, δεν θα πετάξουμε αυτούς τους ανθρώπους πίσω στον δρόμο. Γενικά, προσπαθώ να δώσω ελπίδα, να είμαι παρών, να είμαι κοντά στους απόρους. Όλοι πρέπει να το κάνουμε.
Τι θα μάθουμε από αυτήν την κατάσταση έκτακτης ανάγκης;
Είναι πολύ δύσκολο να απαντήσω, γιατί στις δύσκολες καταστάσεις μερικές φορές οι άνθρωποι γίνονται καλύτεροι και μερικές φορές δεν μαθαίνουν τίποτα, παραμένοντας στο λήθαργό τους και στην ανοησία τους. Αλλά μπορεί επίσης να είναι μια ευκαιρία να καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι, με αυτόν τον ατομικισμό, με αυτήν την κατάσταση στην οποία ισχύουν μόνο τα δικά μας δικαιώματα ελευθερίας, χωρίς να σκεφτόμαστε τα δικαιώματα των άλλων. Συνοψίζοντας, είμαστε μια κοινότητα και οφείλουμε να κάνουμε τα πράγματα από κοινού, γιατί η ποιότητα ζωής εξαρτάται μόνο από το να γνωρίζουμε πώς να ζούμε μαζί και όχι απομονωμένοι.
Πηγή: Vatican News
Μετάφραση: π.Λ