13 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΛΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΟΥΑΤΙΕ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Αυτός ο Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας γεννήθηκε στο Πουατιέ της Γαλλίας το 315 από ειδωλολάτρες γονείς. Απέκτησε λογοτεχνική και φιλοσοφική εκπαίδευση με βάση τον νεοπλατωνισμό. Ο ίδιος στο έργο De Trinitate, εκθέτει τον προβληματισμό του σχετικά με τo πεπρωμένο του ανθρώπου, τονίζοντας ότι δεν βρήκε κάποια ικανοποιητική απάντηση στην παγανιστική φιλοσοφία, αλλά μόνο στον πρόλογο του Ευαγγελίου του Αγίου Ιωάννη, στον οποίο λέγεται ότι ο Λόγος που κατέβηκε από τον ουρανό δίνει σε όσους τον λαμβάνουν την εξουσία να γίνουν τέκνα του Θεού.
Ο Ιλάριος όταν βαπτίστηκε ήταν ήδη ενήλικας. Ήταν παντρεμένος και πατέρας ενός κοριτσιού, της Abra. Κατά πάσα πιθανότητα ο τότε επίσκοπος της πόλης, βλέποντας τον αυστηρό και ένθερμο βίο του Ιλαρίου, του χορήγησε κάποια ιερή χειροτονία ή διακόνημα. Το σίγουρο είναι πως μόλις ο επίσκοπος πέθανε ο Ιλάριος ήταν εκείνος που τον διαδέχθηκε.
Ο Άγιος αυτός ποιμένας πολύ σύντομα βρέθηκε αντιμέτωπος με την αίρεση του αρειανισμού, την οποία αντιμετώπισε με σθένος ώστε να του αποδοθεί ο τίτλος «Αθανάσιος της Δύσης». Πράγματι, αρκετοί επίσκοποι δεν είχαν αποδεχτεί και ούτε εφαρμόσει τη διδασκαλία της Συνόδου της Νίκαιας (325), σύμφωνα με την οποία ο Υιός είναι ὁμοούσιος τῷ Πατρί, διαδίδοντας αντιθέτως πως είναι ομοιούσιος (=παρόμοια ουσία, όχι όμως ίδια).
Για να καταπολεμήσει την αίρεση αυτή και να προάγει την ορθοδοξία συγκάλεσε το 355 στο Παρίσι μια σύνοδο επισκόπων με την οποία αφόριζαν τρεις επισκόπους, τον Βαλέντη, τον Ουρσάκιο και το Σατουρνίνο. Ένα έτος αργότερα εξορίζεται στη Φρυγία καθώς τα θρησκευτικά φρονήματα του Αυτοκράτορα Κωνστάντιου Β, απέκλιναν κατά πολύ από τις ορθόδοξες θέσεις του Ιλαρίου.
Από εκεί, έχοντας τη στήριξη της πλειονότητας των επισκόπων της Γαλλίας που ήταν πιστοί στη Σύνοδο της Νικαίας μπόρεσε και καθοδηγούσε το ποίμνιό του.
Στην εξορία επωφελήθηκε από το χρόνο του συντάσσοντας το De Trinitate, γνώρισε βαθύτερα τα προβλήματα της ανατολής και προσπάθησε να επαναφέρει τους πλανεμένους αιρετικούς στην ορθή διδασκαλία της Συνόδου της Νικαίας. Η εξορία διήρκησε τέσσερα χρόνια.
Το 359 ο Κωνστάντιος συγκάλεσε μια σύνοδο στο Ρίμινι για τους Δυτικούς και μια στη Σελεύκεια για τους Ανατολικούς, όπου έλαβε μέρος και ο Ιλάριος. Μετά τη σύνοδο μετέβη στη Κωνσταντινούπολη μαζί με άλλους επισκόπους προκειμένου να παρουσιάσουν στον αυτοκράτορα τις αποφάσεις της συνόδου.
Ο Ιλάριος ζήτησε από το Κωνστάντιο μια ιδιαίτερη ακρόαση αλλά και την άδεια να συζητήσει δημόσια με τον αντίδικο Σατουρνίνο, όμως κανένα από τα αιτήματά του δεν έγιναν αποδεκτά. Σε απάντηση ο αυτοκράτορας τον έστειλε πίσω στο Πουατιέ προς χαρά όλων των αρειανών επισκόπων αντιπάλων του που τον είχα περιγράψει στον αυτοκράτορα ως “σπορέα διχόνοιας και ταραχοποιό της ανατολής”.
Επιστρέφοντας στην έδρα του, το Πουατιέ, έγινε δεκτός με χαρά και ενθουσιασμό.
Εν τω μεταξύ η πολιτική κατάσταση είχε αλλάξει. Το Μάϊο του 360 στο Παρίσι το στράτευμα επαναστάτησε εναντίον του Κωνστάντιου και ανακηρύσσοντας αυτοκράτορα τον Ιουλιανό. Ο Ιλάριος επωφελήθηκε αποφασιστικά αλλά και προσεκτικά από τα νέα δεδομένα συγκαλώντας τοπικές συνόδους με σκοπό να εγκαλέσει εκείνους τους επισκόπους που από άγνοια ή από φόβο είχαν υπογράψει θέσεις αιρετικές ή αποκλίνουσες από εκείνες της συνόδου του Ρίμινι.
Η καθαίρεση του αρειανού επισκόπου Σατουρνίνου και του Πατέρνου του Περιγκέ και λίγο αργότερα ο θάνατος του αρειανού αυτοκράτορα Κωνστάντιου επέφεραν το τελικό κτύπημα στους υποστηρικτές του αρειανισμού στη Δύση.
Μαζί με τον Αγ. Ευσέβιο του Βερτσέλλι, για δύο ολόκληρα χρόνια καταπολεμούσαν τον αρειανισμό στην Ιταλία. Με το έργο του Contra Auxentium αποκάλυψε τις υποκριτικές και διφορούμενες απόψεις του Επισκόπου Μιλάνου Αυξεντίου ο οποίος τελικά καθαιρέθηκε. Επανερχόμενος στην επισκοπή του, ο άγιος μπόρεσε και αφιερώθηκε στις σπουδές του μέχρι το θάνατό του την 1η Νοεμβρίου 367.
Τα Λείψανά του κάηκαν από τους Ουγενότους το 1562. Το 1851 ο Πάπας Πίος 9ος τον ανακήρυξε Διδάσκαλο της Εκκλησίας.