1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ ΑΙΓΙΔΙΟΥ
Γόνος μιας από τις πλουσιότερες οικογένειες των Αθηνών ήταν ο Άγιος Αιγίδιος. Οι θεοσεβείς γονείς του, Θεόδωρος και Πελαγία, του ενέπνευσαν τα ευγενέστερα θρησκευτικά αισθήματα και όλες τις χριστιανικές αρετές. Προόδευσε δε τόσο στην τελειότητα, ώστε απέκτησε το χάρισμα να θαυματουργή.
Μετά τον θάνατο των γονέων του, διαμοίρασε στους πτωχούς την μεγάλη περιουσία του και αποφάσισε να φύγει μακριά, για να ασκητεύσει Έτσι, μια νύκτα αναχώρησε κρυφά μ’ ένα πλοίο για την Μασσαλία της Γαλλίας. Στην διάρκεια του ταξιδιού, με τις προσευχές του, έσωσε επιβάτες και πλήρωμα από αναπόφευκτο ναυάγιο.
Όταν έφθασε στον προορισμό του, ανέβηκε τον Ροδανό ποταμό και κατέφυγε σε μια άγρια χαράδρα. Εκεί, σε μια απρόσιτη σπηλιά, βρήκε τον πατριώτη του Άγιο Βενέδιμο. Μαζί αγωνίσθηκαν για την απόκτηση της τελειότατος.
Σύντομα οι χωρικοί ανακάλυψαν το κρησφύγετό του και οι ασθενείς, γνωρίζοντας το χάρισμά του, άρχισαν να συρρέουν προσμένοντας κάποιο θαύμα. Ο Άγιος Αιγίδιος αναγκάσθηκε τότε να εγκαταλείψει τον αγαπητό του δάσκαλο και να καταφύγει μακριά, σε μια ακατοίκητη κοιλάδα του Ροδανού, την Φλαβιανή.
Βρήκε μια σπηλιά και αποφάσισε να κατοικήσει εκεί. Κατάκοπος από την περιπλάνηση έκανε την προσευχή του και έπεσε να κοιμηθεί. Το πρωί, μόλις άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε μπροστά του ένα θηλυκό ελάφι. Στεκόταν άφοβα μπροστά του και, μόλις ο Άγιος σηκώθηκε, πήγε και γονάτισε μπροστά στα πόδια του. Το ζώο αυτό έμεινε κοντά του και του πρόσφερε το γάλα του για τροφή.
Ο βασιλιάς των Βησιγότθων Φλάβιος Βάμβα, που είχε κατακτήσει εκείνα τα μέρη, βγήκε μια ημέρα για κυνήγι στην κοιλάδα του Ροδανού με την ακολουθία του. Ξαφνικά είδε μπροστά του το ελάφι του Αγίου και άρχισε να το καταδιώκει. Εκείνο όπως ήταν φυσικό, κατέφυγε στην σπηλιά, αναζητώντας την προστασία του Αγίου Αιγιδίου. Σε λίγο έπεσε η νύκτα και οι κυνηγοί έφυγαν. Κάποιο βέλος όμως, που είχαν ρίξει την ώρα που το ελάφι έμπαινε στην σπηλιά, είχε πληγώσει τον Αιγίδιο στο χέρι.
Την επόμενη ημέρα οι κυνηγοί ξαναγύρισαν, αναζητώντας το θήραμά τους. Μπήκαν στην σπηλιά και έμειναν κατάπληκτοι από το θέαμα που αντίκρισαν. Ο ερημίτης κειτόταν αιμόφυρτος και δίπλα του το ελάφι, γονατισμένο, έγλυφε την πληγή του.
Ο Φλάβιος συγκινήθηκε και ζήτησε να περιθάλψει τον Άγιο. Εκείνος τον ευχαρίστησε ,του δήλωσε όμως ότι προτιμά να του μείνει η πληγή, για να έχει έτσι την ευκαιρία να υποφέρει για τον Σωτήρα του. Ο Φλάβιος, θαυμάζοντας την αγιότητα του ερημίτη, όχι μόνο άφησε ανενόχλητο το ελάφι, αλλά έκτισε δύο Εκκλησίες και μία Μονή για να στεγάσει τους μοναχούς μαθητές του ο Άγιος. Έναν μόνο όρο του έθεσε: να διευθύνει ως Ηγούμενος την Μονή όσο θα ζούσε.
Πράγματι, ο Άγιος Αιγίδιος διηύθυνε με σωφροσύνη και πατρικά αισθήματα την Μονή μέχρι το 721, οπότε παρέδωσε την ωραία του ψυχή στον Θεό, σε ηλικία 83 χρόνων.