ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ
ΚΥΚΛΟΣ Β
Η κόρη του Ιαείρου είναι δώδεκα χρονών.
Από δώδεκα χρόνια η άρρωστη αυτή γυναίκα του ευαγγελίου υποφέρει από αιμορραγία.
Ο αριθμός δώδεκα είναι ο αριθμός της ολότητας για το λαό του Ισραήλ. Δώδεκα είναι οι φυλές του Ισραήλ, δώδεκα είναι οι απόστολοι από τους οποίους θα δημιουργηθεί ο νέος λαός του Θεού, η Εκκλησία του Χριστού. Ο ευαγγελιστής Μάρκος σήμερα μας μιλά για δύο καταστάσεις με τις οποίες περιγράφει την ολότητα του πόνου, την ολότητα της απελπισίας, την αποθέωση της τραγωδίας.
Η γυναίκα που υποφέρει από αιμορραγία δεν είναι μόνο άρρωστη αλλά και γύρισε όλους τους γιατρούς της πόλης χωρίς αποτέλεσμα. Η κατάστασή της την καθιστά ακάθαρτη δεν μπορεί να αγγίξει κανένα χωρίς να τον καταστήσει και εκείνο ακάθαρτο. Γι’ αυτό ο νόμος της απαγορεύει να τους αγγίζει. Δεν έχει συναισθηματική ζωή, ίσως είναι χωρίς οικογένεια, χωρίς φίλες, είναι μόνη και απομονωμένη.
Ο Ιάειρος είναι απελπισμένος: Υπάρχει πράγματι πόνος πιο αβάστακτος για ένα πατέρα από το θάνατο του παιδιού του;
Η γυναίκα πλησιάζει φοβισμένη τον Ιησού, δεν θέλει να γίνει αντιληπτή. Δεν τολμά να ζητήσει τίποτε στο Διδάσκαλο. Πως θα μπορούσε; Τελικά αποφασίζει να παραβεί το νόμο: τον αγγίζει. Λίγο όμως στην άκρη του χιτώνα του, σκέπτεται πως ίσως έτσι δεν θα την αντιληφθεί.
"Ποιος με άγγιξε;" Ρωτά ο Ιησούς; Η γυναίκα τρέμει, τα χάνει, οι απόστολοι κάνουν ότι είναι δυνατόν για να κρατήσουν μακριά το πλήθος, πως εκείνη όμως τα κατάφερε;
"Δεν βλέπεις Κύριε τι γίνεται!" Ο Κύριος έχει δίκιο. Τόσος λαός είναι κοντά του, μα μόνο αυτή η γυναίκα τον άγγιξε.
Άγγιξε την καρδιά Του, του έκλεψε τη δύναμη και θεραπεύτηκε.
Ο Κύριος αφήνει θεληματικά να του κλέψουν δύναμη, η δύναμή του δίνει υγεία και σωτηρία σ’ αυτή τη γυναίκα που πριν αισθανόταν ανίκανη, καταδικασμένη, ξεχασμένη. Ο Ιησούς μας θεραπεύει από κάθε τι.
Συνεχίζει την πορεία του και οι απόστολοι τον κοιτάζουν περίεργα. Ο Ιησούς κοιτάζει τη γυναίκα με μια παρατεταμένη ματιά, όπως αυτή τη ματιά που διάλεξε τους μαθητές του. Οι άλλοι, το πλήθος, οι ίδιοι οι απόστολοι δεν ξέρουν τι έγινε. Εκείνος, ο Δάσκαλος και η γυναίκα ξέρουν καλά τι έγινε.
Ο Ιησούς φθάνει στο σπίτι του Ιάειρου. Το πλήθος βγαίνει έξω από το σπίτι και με λυγμούς αναγγέλλει πως κορίτσι πέθανε.
Ο Ιησούς επιμένει μένει ήρεμος, τους καθησυχάζει και τους βεβαιώνει πως το κορίτσι δεν πέθανε αλλά κοιμάται. Τότε αρχίζουν να τον κοροϊδεύουν.
Τι περίεργος κόσμος! Ενώ κλαίει και οδείρεται για το θάνατο αυτού του κοριτσιού, ταυτόχρονα έχει διάθεση να κοροϊδεύει. Δεν είναι κόσμος σοβαρός αυτός! Οι άνθρωποι αυτοί προσποιούνται, είναι ψεύτικοι, πως δυνατόν να θρηνούν και ταυτόχρονα να κοροϊδεύουν; Πόνος και διάθεση για κοροϊδία δεν πάνε μαζί. Όμως ο Ιησούς ξέρει τι κάνει. Είναι αυτός που θα δώσει τη ζωή του για το φίλο του το Λάζαρο, την κόρη του Ιαείρου, για εμένα, για όλους μας. Ο Θεός δεν είναι αδιάφορος, δεν αποφεύγει να υποφέρει ο ίδιος για να μετατραπεί ο πόνος ο δικός μας σε χαρά.
Λίγο πριν είχε στην άρρωστη γυναίκα: " Πήγαινε η πίστη σου σε έσωσε" τώρα λέει στον Ιάειρο: "Μη φοβάσαι μόνο συνέχισε να πιστεύεις"
Η πίστη σταματά τη θύελλα της ψυχής, η πίστη θεραπεύει από τις εσωτερικές πληγές, η πίστη μας ανασταίνει. Η πίστη μας δίνει την αιώνια ζωή. Αυτό μας διδάσκει σήμερα ο λόγος του Θεού. Η στάση του χριστιανού απέναντι στο θάνατο είναι η πίστη. Ο θάνατος ήταν και παραμένει το πιο σημαντικό ερωτηματικό της τύχης του ανθρώπου.
Ο Ιησούς ήλθε να μας φέρει μια καλή είδη ακόμη και για το θάνατο. Εμείς πιστεύουμε ότι πλαστήκαμε αθάνατοι, για να είμαστε στα χέρια του Θεού. Ο πόνος της αναχώρησης από τη ζωή παρομοιάζεται από τον Απόστολο Παύλο με τον πόνο της γυναίκας που φέρνει στη ζωή ένα παιδί.
Ο πανάγαθος Θεός που σηκώνει από το νεκροκρέβατο την κόρη του Ιερού είναι Εκείνος που μας φέρνει από το θάνατο στη ζωή.
Είναι Εκείνος που και σήμερα παρά τις απογοητεύσεις μας, τα προβλήματά μας , την απιστία μας, την αμαρτία μας, μας τείνει το χέρι του και μας λέει:
"Talità kum!" «σήκω επάνω»