Βράδυ στο «Ξώμπουργο»
Για πολλούς, το Εξώμβουργο είναι ένας ψηλός βράχος μ’ ένα μεγάλο μαρμάρινο σταυρό, με δυο – τρεις κεραίες και όταν είναι καλός ο καιρός, απ’ την κορυφή του βλέπεις όλο το νησί και πολλές απ’ τις Κυκλάδες, εξ’ ου και πολλοί τουρίστες το επισκέπτονται για να θαυμάσουν το κάστρο με την βενετσιάνικη τεχνική! Για άλλους – ιδίως τους χριστιανούς – είναι ένα μοναστήρι όπου συγκεκριμένα, πολλοί ευλαβείς – κυρίως το καλοκαίρι αλλά και κάθε πρώτη Παρασκευή του μήνα – το επισκέπτονται για να προσευχηθούν στην Ιερά Καρδία του Ιησού! Για μένα, υπάρχει ακόμα ένας ειδικός λόγος που πηγαίνω εκεί. Απ’ τη μέρα που μου ανέθεσαν – σχεδόν πριν από δύο χρόνια – να τελώ τη Λειτουργία το απόγευμα κάθε Παρασκευής, αυτός ο τόπος εκτός από βράχος και μοναστήρι, είναι χώρος προσευχής, περισυλλογής και πνευματικής μελέτης. Ιδίως το χειμώνα που οι «πιστοί» είναι λίγοι και αναχωρούν αμέσως μετά την απογευματινή λειτουργία γιατί πλησιάζει το σκοτάδι και μαζί ο φόβος της νύχτας.
Αντίθετα, για μένα έρχεται τότε η σιωπή, η ησυχία κι η παρουσία του Θεού. Τoέζησα έντονα την τελευταία Παρασκευή, όταν έφυγαν όλοι και άδειασε ο τόπος. Αισθάνθηκα χαρά λες και με κάλυψε το «πέπλο» της παρουσίας του Θεού, σαν ασπίδα και προστασία για να μη με πλησιάσει ο «εχθρός»!
Μπήκα πάλι με χαρά στην εκκλησία, άναψα λίγα φώτα, άνοιξα το «πνευματικό» μου όπλο – το βιβλίο των προσευχών – και άρχισα τον εσπερινό, με επισημότητα σαν να ‘ταν πρώτη φορά! Τι ψυχική αγαλλίαση ήταν εκείνη. Άδεια η εκκλησία, γεμάτος ο νους μου. Μοναχοί, ιερείς και πιστοί που πριν από πολλά χρόνια είχαν βρεθεί εδώ, ενώθηκαν μαζί μου και προσευχόμασταν σαν αδέλφια, με τους ίδιους ψαλμούς, την ίδια πίστη, στον ίδιο Θεό ο οποίος με πολλή αγάπη άκουγε σαν πατέρας τα παιδιά του!
Ο αντίλαλος δυνάμωσε τη φωνή λες κι ήταν ουράνια χορωδία. Γέμισε ο ναός από αόρατους πιστούς, αμαρτωλούς και αγίους, γυναίκες και άντρες – μικρούς και μεγάλους. Έψελναν μαζί και οι εικόνες και τα αγάλματα. Σαν ν’ άναψαν τα φωτοστέφανα των αγίων, τα μαρμάρινα καντήλια, τα κεριά στα κηροπήγια, οι λάμπες στους πολυελαίους κι όλα τα φώτα της εκκλησίας. Μια Ανάσταση του μικρού μας κόσμου και μπήκαμε όλοι στην Βασιλεία του Θεού.
Η σκηνή κράτησε όσο μια αστραπή αλλά ήταν αρκετή για να μείνει για πάντα χαραγμένη στο νου. Το όραμα τελείωσε, μαζί κι ο εσπερινός. Έφυγαν όλοι: άγιοι, άγγελοι, ιερείς, λαϊκοί. Άδειασε η εκκλησία. Βγήκα στην αυλή. Απόλυτη ησυχία και εδώ η Βασιλεία του Θεού. Πιο πάνω, το κάστρο, σκοτεινό, άγριο, κοίταζε έκπληκτο τον απρόσμενο επισκέπτη. Σαν άσπρα πρόβατα που τα κυνηγάει ο λύκος έτρεχαν στον ουρανό, φοβισμένα τα σύννεφα που τα έσπρωχνε ο ντόπιος αέρας. Οι ακοίμητοι φρουροί της νύκτας, τα άστρα, έριχναν το τρεμουλιαστό φως τους και διέκρινα αμυδρά, το χώρο που βρισκόμουν.
Τα γύρω άσπρα, άδεια κτίρια κλειστά και φοβισμένα, απολάμβαναν την ησυχία. Τα λίγα καμπουριασμένα δέντρα, αν και δε φυσούσε αέρας, δεν είχαν δύναμη να σηκώσουν το κεφάλι. Σιγά – σιγά, μεγάλωναν οι κόρες των ματιών μου, έβλεπα ακόμα καλύτερα. Στο κέντρο της αυλής, κάτασπρο, ολόρθο, στεκόταν το μαρμάρινο άγαλμα της Ιερά Καρδίας. Σκέπαζε με την αγάπη του τους Έλληνες Καθολικούς στρατιώτες που έδωσαν τη ζωή τους για την πίστη και την πατρίδα.
Διασχίζω χωρίς φόβο, το άδειο προαύλιο. Διαφορετικό αλλά «θεϊκό» και τούτο το περιβάλλον. Ολομόναχος, απολάμβανα την ησυχία, τη μοναξιά και την αόρατη παρουσία του Θεού. Απ’ την τσέπη μου μηχανικά, έβγαλα το Ροδάριο κι άρχισα να το «ξεκουκίζω» επαναλαμβάνοντας το «Χαίρε Μαρία» και τα σχετικά λόγια που περιέχονται σε αυτή την προσευχή. Τα μάτια μου συνήθισαν στο σκοτάδι, έβλεπα καλύτερα. Διέκρινα τα γύρω χωριά με τα φώτα σαν κεράκια σ’ ένα απέραντο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Λίγα αυτοκίνητα, βιαστικά, διέσχιζαν τους έρημους δρόμους και χάνονταν στην πρώτη στροφή.
Πλησίασα το άγαλμα της Ιεράς Καρδίας. Διάβασα θολά, μερικά ονόματα με μαύρα γράμματα, είπα το «Αιωνία Ανάπαυση» έκανα το σημείο του σταυρού, έριξα μια μακρόσυρτη ματιά, ήταν όλα στη θέση τους. Μπήκα στο αυτοκίνητό μου που με περίμενε υπάκουο και υπομονετικό και φύγαμε μαζί αμίλητοι. Από τον νου μου δεν έφευγε η Νυχτερινή Μεταμόρφωση.
π. Μάρκος Βιδάλης