Βιβλιοκριτική στην Αυτοβιογραφία του Πάπα Φραγκίσκου από την Αγγελίνα Γιαννοπούλου

Ένα αυτί για ν’ ακούς τον Θεό κι ένα για ν’ ακούς τον λαό [1]

της Αγγελίνας Γιαννοπούλου
υποψήφιας διδακτόρισσας πολιτικής επιστήμης
στο Ποντιφικό Πανεπιστημιακό Ίδρυμα Sophia University Institute

«Πάπας Φραγκίσκος, Ελπίδα. Η αυτοβιογραφία»,
μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις Gutenberg, 2025

 

Θα είχε ίσως περισσότερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι για πρώτη φορά πάπας εκδίδει την αυτοβιογραφία του, αν δεν μιλούσαμε για τον Φραγκίσκο, ο οποίος έχει ήδη επιδείξει πολλές «πρώτες φορές» κατά τη διάρκεια της παποσύνης του. Έχουμε την τύχη να διαβάζουμε την αυτοβιογραφία του ενώ είναι ακόμη εν ζωή, παρά την πρόσφατη περιπέτεια της υγείας του, καθώς επέλεξε να τη δημοσιεύσει ως ένα κάλεσμα ελπίδας για το Ιωβηλαίο Έτος του Βατικανού. Το βιβλίο είναι ένα καλά σχεδιασμένο ταξίδι μέσα από τη ζωή του Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, αλλά και του Πάπα Φραγκίσκου, ξεκινώντας από την καταγωγή των προγόνων του και τα ταραγμένα χρόνια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, για να καταλήξει στις σημερινές του παραινέσεις προς τους λαούς του κόσμου, ατενίζοντας το μέλλον με αμετακίνητη προσήλωση.

Είναι αξιοπρόσεχτο πως η αφήγηση ξεκινά με σελίδες αφιερωμένες στις ζωές των χιλιάδων μεταναστών που κατά τα χρόνια των δύο παγκόσμιων πολέμων γεμίζαν τα καράβια από την Ευρώπη για την Αμερική αναζητώντας μια καλύτερη ζωή στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Δεν είναι μόνο η ανάγκη να αφηγηθεί την ιστορία των παππούδων του, που από το Πιεμόντε της Ιταλίας κατέληξαν στο Μπουένος Άιρες και τη συνοικία Φλόρες, είναι η επιλογή να πει και αυτός από την πλευρά του την ιστορία της μετανάστευσης που είναι τόσο παλιά όσο ο κόσμος μας. Μια ιστορία γεμάτη από την αγωνία και τον πόνο του φτωχού που παλεύει να βρει έναν τόπο να τον χωρέσει, και που –συχνά– περιλαμβάνει ανθρώπους πνιγμένους στη θάλασσα, ανθρώπους που δεν μπόρεσε ποτέ κανείς να τους κλάψει. Η μετανάστευση είναι μια ιστορία αξεδιάλυτα δεμένη με τον πόλεμο. Οι άνθρωποι φεύγουν για να σωθούν από τον πόλεμο, φεύγουν γιατί δεν άφησε τίποτε για να σωθεί ο πόλεμος, και ο Φραγκίσκος –που έχει υπάρξει εξαιρετικά δραστήριος στο ζήτημα των δικαιωμάτων των μεταναστών και στην αντιπολεμική του ρητορεία– επανέρχεται σε αυτή τη σύνδεση ξανά και ξανά στις σελίδες της βιογραφίας του.

Η μαχόμενη Εκκλησία

Η βιογραφία θεμελιώνεται σε δύο βασικούς άξονες: Ο πρώτος είναι η ενδελεχής καταμαρτύρηση κάθε πλευράς της ζωής του που έχει αδιαμφισβήτητα –σύμφωνα με τον ίδιο– διαμορφώσει το ποιος είναι, την επιλογή του να γίνει ιερέας, και εν τέλει την παπική του θητεία. Ο δεύτερος είναι η κρυστάλλινη τοποθέτησή του γύρω από τα μείζονα θέματα της χριστιανικής ανθρωπολογίας και θεολογίας που, με τη σειρά τους, τροφοδοτούν τις κοινωνικές του παραινέσεις προς έναν κόσμο που φθίνει υπό το βάρος μιας παγκοσμιοποιημένης οντολογικής αδιαφορίας.

Λατινοαμερικάνος, παιδί μεταναστών, Ιησουίτης, μεγάλωσε μέσα στον λαό, τον οποίον αγάπησε, καθώς και την εθνική, θρησκευτική και πολιτισμική του πολυμορφία, αλλά και το αίσθημα κοινότητας, από το οποίο δεν πήρε ποτέ αποστάσεις – ακόμα και όταν, ως πάπας πλέον, έπρεπε να μετακομίσει στο Αποστολικό Παλάτι και την παπική απομόνωση. Αντ’ αυτού, επέλεξε να μείνει σε ένα από τα δωμάτια του ξενώνα των κληρικών στη Σάντα Μάρτα. Όπως γράφει ο ίδιος, έγινε ιερέας για να πορευτεί με τον λαό του Θεού, και αυτό ακριβώς το στοιχείο αποτελεί τον συνεκτικό κρίκο των δύο αξόνων της βιογραφίας του: αφενός της προσωπικής του διαδρομής, αφετέρου της κοινωνικής και πολιτικής θεολογίας του. Και αυτός ο λαός δεν είναι αφηρημένη έννοια, αλλά ο φτωχός, ο αγωνιζόμενος, ο κατατρεγμένος, ο εξουσιαζόμενος και εκμεταλλευόμενος, που γι’ αυτόν υπάρχει η Iglesia Militante (Μαχόμενη Εκκλησία). Σε αντίθεση με μια Εκκλησία που διστάζει να πάρει θέση και να κατονομάσει τον εκμεταλλευτή έναντι του εκμεταλλευόμενου, φοβούμενη μήπως θέσει σε κίνδυνο την καθολικότητα και την οικουμενικότητά της, ο Φραγκίσκος επαναπροσδιορίζει αυτή την οικουμενικότητα μέσα από την προνομιακή επιλογή υπέρ των φτωχών, αντλώντας από τη μεγάλη θεολογική παρακαταθήκη της Θεολογίας της Απελευθέρωσης. Υπογραμμίζει, μέσω της «θεολογίας του λαού» (teología del popolo), ότι το Ευαγγέλιο συντάχθηκε με τους φτωχούς και τους απόκληρους ως πρώτους αποδέκτες, επισημαίνοντας ότι ο λαός, ο ίδιος που κατοικεί στις villas miserias, οι ξεγραμμένοι «μιας οικονομίας που σκοτώνει», αποτελεί το υποκείμενο της σωτηριολογικής διαδικασίας στην ιστορία της Εκκλησίας. «Μια φορά είπα ότι οι κομμουνιστές μάς έκλεψαν τη σημαία, γιατί η σημαία των φτωχών είναι χριστιανική, και αυτό είναι μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια: το Ευαγγέλιο, το κεφάλαιο 25 του κατά Ματθαίον, το πρωτόκολλο βάσει του οποίου θα κριθούμε, έρχεται πολύ πριν τον Λένιν», γράφει[2] ο Πάπας. Και ενώ κάποιοι θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν αυτή τη φράση ως αντισοσιαλιστική, στην πραγματικότητα είναι απολύτως σοσιαλιστική, αν κατανοηθεί στο πλαίσιο της κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας που προτάσσει το χριστιανικό μήνυμά του.

Η έννοια της συνάντησης και του διαλόγου

Είναι αυτή η κοινωνική και πολιτική θεολογία που σημάδεψε την παπική θητεία του με ευθείες, ακούραστες παρεμβάσεις και παραινέσεις, γεμάτες ταπεινοφροσύνη και αδιαφορία για τα πρωτόκολλα. Θερμός υπερασπιστής του αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής, σκληρός επικριτής της σύγχρονης εκμεταλλευτικής, εξορυκτικής και νεοαποικιακής πολεμικής οικονομίας και τεχνολογίας, ενοποιεί τόσο πολιτικά όσο και θεολογικά τις μάχες που πρέπει να δοθούν ενάντια στην ενιαία πολυκρίση της εποχής μας. Με ένα βλέμμα απολύτως οικουμενικό, και καθόλου ευρωκεντρικό ή δυτικό, μας καλεί να δούμε την πραγματικότητα που «φαίνεται καλύτερα από την περιφέρεια παρά από το κέντρο»[3] και, σχεδόν με ικεσία, διακηρύσσει τη σημασία του διαλόγου απέναντι σε κάθε λογής διαιρέσεις, διενέξεις και συρράξεις. Είναι σχεδόν συγκινητική η κοπιώδης αναφορά του σε ανθρώπους, συναντήσεις, επισκέψεις και προσωπικές ιστορίες, που παραθέτει θέλοντας να δείξει την ευγνωμοσύνη του για τη συνοδοιπορία μαζί τους, για τα μαθήματα που πήρε και για τους κόσμους που γνώρισε. Από τη συνάντησή του με τον Μεγάλο Αγιατολάχ Αλί αλ-Σιστανί στη Νατζάφ στο Ιράκ, μέχρι τη γνωριμία του με τον Αλέξη Τσίπρα και τις επισκέψεις του στη Λέσβο, ο Φραγκίσκος δεν σταματά να υπερασπίζεται με πάθος την έννοια της συνάντησης και του διαλόγου.

Ο Φραγκίσκος γράφει με την καρδιά και το μυαλό του στραμμένα σε όλους όσοι τον επηρέασαν, αγάπησαν, στήριξαν, πίστεψαν, αλλά και σε όλους αυτούς τους «τεχνίτες της ειρήνης» και τους «κοινωνικούς ποιητές»[4] εκεί έξω που αγωνίζονται στο παρόν, με πυξίδα την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον που δεν έχει έρθει ακόμα. Η ελπίδα, για τον πάπα, που αποτελεί τον τίτλο της αυτοβιογραφίας του αλλά και το σύνθημα του Ιωβηλαίου[5] φέτος, είναι η κινητήρια δύναμη της ανθρωπότητας. Είναι μια δύναμη κοινωνική και πολιτική, και όχι απλώς ένα ευχολόγιο για να καταπραΰνει τους αφελείς. Η ελπίδα ενέχει αμφιβολία και υπάρχουν στιγμές που νιώθεις πως τη χάνεις. Όμως –όπως το περιγράφει ο Φραγκίσκος– η ελπίδα είναι σαν τον Θεό: περισσότερο σε επερωτά παρά σου δίνει απαντήσεις.

Σημειώσεις:

1. Φράση του Ενρίκε Ανχελέλι, Επισκόπου της Λα Ριόχα στην Αργεντινή, που δολοφονήθηκε το 1976 κατά τη διάρκεια της δικτατορίας για την πολιτική του δράση. Ο Ανχελέλι υπήρξε μεγάλη πηγή έμπνευσης για τον Φραγκίσκο.
2. Σελ. 142.
3. Σελ. 212.
4. Την έκφραση αυτή χρησιμοποίησε ο Πάπας στην ομιλία του προς την αντιπροσωπεία του προγράμματος χριστιανομαρξιστικού διαλόγου «Dialop» κατά την επίσημη ακρόαση με αυτούς στις 10 Ιανουαρίου 2024. To Members of the DIALOP (Transversal Dialogue Project) Association (10 January 2024) | Francis
5. «Spes non confundit» (Η ελπίδα δεν απογοητεύει).

κοινοποίηση άρθρου:

Περισσότερα

Διαβάστε ακόμη