Τέταρτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής Α
Ενώ την περασμένη Κυριακή, ο Κύριος μέσα από την ευαγγελική περικοπή για την Σαμαρείτισα υποσχέθηκε και για μας το ζωντανό νερό (Ιωαν. 4, 10.11), αυτή την Κυριακή που είναι η τέταρτη της Τεσσαρακοστής και ονομάζεται και Κυριακή «Χαρείτε», μας παρουσιάζει το Χριστό, που είναι «το φως του κόσμου» να θεραπεύει ένα εκ γενετής τυφλό (Ιωάν.9,1-41) .
Ποιος είναι ο τυφλός εκ γενετής; Είναι ένα πρόσωπο που δεν γνωρίζει την ομορφιά της δημιουργίας και των δημιουργημάτων. Είναι κάποιος που ζει χωρίς να μπορεί ή να γνωρίζει το πρόσωπο όσων βρίσκονται δίπλα του. Είναι εκείνος που δεν μπορεί να δει τα χρώματα του ουρανού, τα χρώματα των κάμπων, το μεγαλείο των βουνών , τα χρώματα των λουλουδιών και των δέντρων.
Ο εκ γενετής τυφλός είναι κάποιος που δεν έχει νιώσει τη χαρά να προσηλώσει τα μάτια του σε ένα προσφιλή του πρόσωπα.
Σίγουρα είναι μεγάλη θλίψη, να έχεις τα μάτια και να μην μπορείς να δεις, περιοριζόμενος μόνο σε ότι το αυτί και η αφή μπορούν να σε βοήσουν να αντιληφθείς. Είναι προβληματικό να είσαι υποχρεωμένος να βαδίζεις στους δρόμους κρατώντας ένα λευκό μπαστούνι για να αντιλαμβάνεσαι τα εμπόδια που βρίσκονται μπροστά σου, χωρίς όμως να γνωρίζεις που πηγαίνεις.
Όμως υπάρχει και μία χειρότερη τυφλότητα στον άνθρωπο. Είναι η έλλειψη της πίστης. Είναι η αδυναμία να γνωρίσεις το Χριστό, που είναι η μόνη Αλήθεια, που φωτίζει τον κόσμο, που δίνει νόημα στα γεγονότα, ευρύτητα στη νοημοσύνη, βάθος στην αγάπη, γεύση σε ότι είμαστε και κάνουμε, συμπεριλαμβανομένων και των συναισθημάτων μας. Αυτός είναι ο πραγματικός τυφλός διότι τί γνωρίζει από φως και πώς μπορεί σωστά να κρίνει πράγματα και γεγονότα;
Ο Χριστός θεραπεύει τα φυσικά μάτια του εκ γενετής τυφλού, αλλά και εκείνα της ψυχής, με το άγγιγμα των δακτύλων του.
Αυτή πράξη μας θυμίζει αυτό που γίνεται κατά τη στιγμή του Βαπτίσματός μας, όταν ο λειτουργός αγγίζει απαλά τα μάτια μας και τα ευλογεί, για να ανοιχτούν στο Φως το αληθινό που είναι ο Χριστός. Αυτό το φως το Χριστού μας δίνει τη δυνατότητα να ζήσουμε ως τέκνα του φωτός. Αυτό το φως του Χριστού μας θεραπεύει και την τυφλότητα των ματιών της ψυχής, που τυφλώθηκαν από τον εγωισμό του πρώτου ανθρώπου και αυτός ο εγωισμός είναι που κατέστησε την τυφλότητα και στα μάτια της δικής ψυχής.
Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης όταν έχασε το φως και δεν έβλεπε, είχε βρει τον τρόπο να διατηρήσει το φως των ματιών της ψυχής του, γι’ αυτό και όταν κάποιος μοναχός αδελφός του τον ρώτησε: «Πως αισθάνεσαι Αδελφέ μου που τώρα δεν βλέπεις το φως;». Εκείνος ήρεμος απάντησε: «Ναι είναι αλήθεια ότι δεν βλέπω το φως, βλέπω όμως Εκείνον που δημιούργησε το φως και αυτό μου αρκεί.
Ας φανταστούμε τη σκηνή, ιδιαίτερα τη στιγμή που ο Ιησούς παίρνει λίγο χώμα από τη γη και το αναμιγνύει με λίγο σάλιο και με το υγρό χώμα αλείφει τα μάτια του τυφλού. Αυτή η πράξη μας υπενθυμίζει τη δημιουργία του ανθρώπου.
Πράγματι η Αγία Γραφή μας διηγείται ότι ο Θεός πήρε χώμα από τη και με τη δική του πνοή δημιούργησε τον υλικό-πνευματικό άνθρωπο (Γεν.2,7). “Αδάμ” σημαίνει (η λέξη Αδάμ προέρχεται από την εβραϊκή λέξη adamahπου σημαίνει χώμα.
Θεραπεύοντας τον τυφλό άνθρωπο, ο Ιησούς δημιουργεί μια νέα δημιουργία. Δίνοντας το φως κατά κάποιο τρόπο σημαίνει ότι ξαναδίνεται η ζωή. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν γεννιέται ένα παιδί λέμε: η γυναίκα έφερε στο φως ένα παιδί. Έρχομαι στο φως σημαίνει μου δίνεται η δυνατότητα να θαυμάζω τα χρώματα της δημιουργίας, αποκτώ τη δυνατότητα να βαδίζω χωρίς φόβο, να τρέχω στο φως και να ξεπερνώ τα εμπόδια που συναντώ στο δρόμο μου.
Όμως η πιο βαθειά σημασία αυτού του θαύματος του φωτός είναι ότι όχι μόνο μπορούν να βλέπουν τα μάτια του σώματος αλλά και εκείνα της ψυχής με τα οποία μπορούμε να δούμε και να γνωρίσουμε έστω και αμυδρά το μυστήριο του Χριστού. Να δούμε την αλήθεια που μας διδάσκει και την αγάπη με την οποία μας αγαπά και να αναφωνήσουμε όπως ο εκ γενετής τυφλός: «Εγώ πιστεύω Κύριε» (Ιωάν. 9, 38. Και από εκείνη τη στιγμή, με το φως του Χριστού να ξεκινήσουμε ή να συνεχίσουμε την πορεία πίστης. Αμήν.