Πέμπτη Κυριακή της τεσσαρακοστής Α
Ο Ιησούς, με το επεισόδιο της ανάστασης του φίλου του, Λάζαρου, επιθυμεί να μας προτρέψει να βγούμε από «τα μνήματα που έχουμε οικοδομήσει», από τη μετριότητα που μας κάνει ήρεμους, που δεν μας δεσμεύει και μας προσκαλεί να βγούμε στο φως, στη ζωή.
Ο Χριστός στο ευαγγέλιο εμφανίζεται με όλη του τη δύναμη της σωτηρίας και μας παρουσιάζει τη νίκη της ζωής και της ανάστασής του επί του θανάτου. Η χριστιανική ελπίδα μας κάνει να γνωρίζουμε ότι η ζωή θα συνεχιστεί ακόμη και μετά τον ανθρώπινο θάνατο, αλλά η σωτηρία αρχίζει ήδη από αυτή τη ζωή και αυτό εξαρτάται από εμάς.
Δια μέσου της πίστης, πιστεύουμε στον Χριστό, το φως του μέσα μας μάς κάνει ελεύθερους και μας δίνει ζωή.
Στο πρώτο ανάγνωσμα ο προφήτης Ιεζεκιήλ αναφέρεται σ’ αυτούς που είχαν εξοριστεί στη Βαβυλώνα και που δεν έχουν πια καμιά ελπίδα και τους υπενθυμίζει ότι ο Θεός θα επαναφέρει και πάλι το λαό του στη γη του. Ο Κύριος και Θεός λέει πράγματι στο λαό του ότι θα ανοίξει τα μνήματά τους και θα τους κάνει να επιστρέψουν για να ξεκουραστούν στη γη του Ισραήλ. «Θα θέσω στις καρδιές σας το Πνεύμα μου και θα αναγνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος και Θεός σας. Το έχω πει και θα το κάνω».
Στο αντίφωνο το σημερινού αντιφωνικού ψαλμού ακούσαμε να λέει ο ψαλμωδός: (Ψαλ. 129/130) «Διότι στον Κύριο βρίσκεται το έλεος και άφθονα χαρίζει τη λύτρωση». Μέσα από αυτούς τους στίχους ο λαός καταλαβαίνει ότι ο Κύριος δεν σταματά λόγω της αμαρτίας, να ελεεί, αλλά είναι φιλεύσπλαχνος για όλους. Η προσευχή του λαού πηγάζει από το βάθος της καρδιάς και ελπίζει ότι ο Κύριος θα την ακούσει. Η ψυχή του λαού περιμένει τον Κύριο, περισσότερο από τους νυκτοφύλακες που περιμένουντην αυγή, επειδή με το έλεός του θα λυτρώσει τον Ισραήλ από όλες του τις ανομίες του.
Στο δεύτερο ανάγνωσμα ο απόστολος Παύλος μιλώντας προς τους Ρωμαίους υπενθυμίζει ότι εκείνοι που κυριαρχούνται από τη σάρκα δεν αρέσουν στον Θεό, αλλά εκείνοι που έχουν μέσα τους το Πνεύμα του Θεού δεν πρέπει να κυριαρχούνται από τη σάρκα, διότι μόνο όποιος έχει το Πνεύμα του Χριστού ανήκει σε αυτόν.
Μέσω του βαπτίσματος γινόμαστε παιδιά του Θεού και έχουμε μέσα μας το Πνεύμα του και τότε, το Πνεύμα που ανέστησε τον Ιησού θα αναστήσει και τα δικά μας θνητά σώματα.
Στην περικοπή του Ευαγγελίου, ο απόστολος Ιωάννης μας θυμίζει ότι ο Ιησούς είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου. Η ιστορία του θανάτου του Λαζάρου αρχίζει στη Βηθανία, το χωριό όπου κατοικούσαν οι αδελφές του, η Μάρθα και η Μαρία, οι οποίες έστειλαν να ειδοποιήσουν τον Ιησού για την ασθένεια του αδελφού τους. Ο Ιησούς ταράχθηκε από την είδηση, αλλά βεβαιώνει τους μαθητές του, ότι αυτή η ασθένεια δεν θα έπρεπε να τον οδηγήσει στο θάνατο, αλλά και τώρα με το θάνατό του θα εκδηλωθεί η δόξα του Θεού και για να δοξαστεί ο υιός του.
Στη διήγηση της αναστάσεως του Λαζάρου διαπιστώνουμε μια συγκίνηση του Ιησού για τον θάνατο του φίλου του.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα επεισόδιο κατά το οποίο ακόμη και στη ζωή των φίλων του Ιησού εισέρχεται η ασθένεια και ο θάνατος και κυρίως το θαύμα για τη δόξα του Θεού.
Η Μάρθα ξέρει ότι μια ημέρα θα αναστηθούμε, αλλά δεν καταλαβαίνει ότι ο Ιησούς είναι παρών ανάμεσά μας ήδη από εκείνη τη στιγμή. «Εγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή» λέει ο Κύριος, πράγματι λαμβάνει χώρα πρώτα η ανάσταση και στη συνέχεια, η ζωή διαρκεί για πάντα.
Ο ίδιος ο Παύλος γράφει ότι από νεκροί που ήμασταν εξαιτίας της αμαρτίας, ο Θεός μας ανέστησε στη ζωή της χάριτος μέσω του Βαπτίσματος. Η ανάσταση επομένως, είναι για τη ζωή του σήμερα, και μόνο με αυτή θα φτάσουμε στη ζωή που διαρκεί αιώνια.
Η παρουσία του Χριστού μέσα μας αποτελεί μια ζωντανή δύναμη που μας μεταμορφώνει, που μας κάνει ικανούς να αντιμετωπίζουμε τις αντιξοότητες από τις οποίες η ζωή μας είναι γεμάτη.