Ο υγιής άρρωστος
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο πατέρας μου πέρασε αρκετές μέρες και συχνά στο νοσοκομείο. Την τελευταία φορά είχε νοσηλευτεί σε ένα δωμάτιο μαζί με έναν άλλο ασθενή, γύρω στα ογδόντα και εκείνος.
Κατά τη διάρκεια των επισκέψεών μου, άκουγα τις συνομιλίες τους… ήρεμες, αλλά μερικές φορές πολύ παραπονιάρικες από μέρους του συγκάτοικου. Παραπονιόταν για πόνους κάθε φύσης, κάθε είδους, μια μέρα έτσι, μια άλλη μέρα… αλλιώς.
Με εξέπληττε ωστόσο η ηρεμία του πατέρα μου. Ηρεμία για να ακούει τους πόνους του άλλου, αλλά και με ένα ιδιαίτερο τρόπο να εκθέτει τη δράση των «φίλων», όπως εκείνος αποκαλούσε τους πόνους. Όταν τον ρωτούσα: «Πώς πάνε οι “φίλοι;”, με ένα χαμόγελο απαντούσε… «θα περάσουν, αλλά – πρόσθετε αμέσως – αν δεν περάσουν εκείνοι, θα τους περάσω εγώ».
Μεταξύ των διαφόρων απαντήσεων θυμάμαι ως την πιο ενδιαφέρουσα απάντηση του πατέρα μου στα ατέλειωτα και πολύ σοβαρά κλαψουρίσματα του συγκάτοικου, ο οποίος συνέχιζε να επαναλαμβάνει: «Ελπίζω να τη γλιτώσω, ελπίζω να βγω από το νοσοκομείο, ποιος ξέρει αν θα γιατρευτώ σύντομα. « Αντώνη – έλεγε ο πατέρας μου ήρεμα – από δω και πέρα για μένα και για σένα, από το κακό στο χειρότερο θα πάνε τα πράγματα».
Ενώ τελείωνε τη φράση, με κοίταξε με το χαμόγελο της πίστης. Μου φάνηκε ότι διάβασα στα μάτια του τα λόγια της Εκκλησίας: «Ενώ καταστρέφεται η κατοικία αυτής της γήινης εξορίας, ετοιμάζεται μια κατοικία αιώνια στον ουρανό».
Χαμηλοφώνως σχολίασα σε μια νοσοκόμα, για την οποία ήξερα ότι πίστευε: «Είμαι ευχαριστημένος γι αυτή την έκφραση πίστης, με κάνει να συνειδητοποιώ ότι, για τον θάνατο, ο πατέρας μου έχει ετοιμαστεί γεμάτος υγεία.»