Η ευσπλαχνία

Η ευσπλαχνία


Μια σκοτεινή νύχτα, έπιασε μια καταιγίδα κάποιον στον δρόμο. Χτυ-πάει την πρώτη πόρτα που συναντά.
– Ανοίξτε μου σας παρακαλώ να γλυτώσω από τούτο το κακό.

 – Α, δεν μπορώ, λέει μια αυστηρή φωνή από μέσα, εγώ είμαι η «Δικαιοσύνη». Είσαι άξιος της τιμωρίας αυτής. Δικαίως έρχεται στο κεφάλι σου. Εγώ την έ-στειλα!

Χτυπάει κι άλλη πόρτα παρακεί…
– Άνοιξε μου, λέει, να προφυλαχτώ.
– Εδώ μένει η «Αλήθεια», λέει μια φωνή από μέσα! Ποτέ δεν σου άρεσε η συ-ντροφιά μου. Πώς με θυμήθηκες τώρα;

Κι ο ταλαίπωρος άνθρωπος προχώρησε απελπισμένος.
Χτυπάει τρίτη πόρτα τώρα.
– Άνοιξε μου σε παρακαλώ. Ποιος κάθεται εδώ;

– «H Ευσπλαχνία», απαντά μια πρόθυμη φωνή από μέσα και την ίδια στιγμή η πόρτα ανοίγει. Πέρασε μέσα φίλε μου, του λέει, τόσο καιρό σε περίμενα! Φόρε-σε αυτά τα καθαρά, καινούργια ρούχα, για σένα τα έχω, ξεκουράσου τώρα!

 

κοινοποίηση άρθρου:

Περισσότερα

Διαβάστε ακόμη