ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ Α
«Σε ευλογώ Πατέρα , Κύριε του ουρανού και της γης , γιατί απέκρυψες από σοφούς και συνετούς όλα αυτά και τα φανέρωσες στους μικρούς».
Με αυτά τα λόγια ο Ιησούς ευλογεί και ευχαριστεί τον Πατέρα γιατί αποκάλυψε και γνώρισε το ευαγγέλιο «στους μικρούς». Ενώ έτσι προσεύχεται ήδη βρίσκεται εμπρός του η μικρή ομάδα των μαθητών του που τον ακολουθεί, είναι η ομάδα των πρώτων μικρών και ταπεινών. Μεταξύ αυτών δεν υπάρχουν σοφοί, φιλόσοφοι, επιστήμονες, άλλοι συμπαθείς ψαράδες, απλοί υπάλληλοι, άτομα που δεν ανήκουν στην υψηλή κοινωνία.
Η Βασιλεία των ουρανών δεν είναι κτήμα των σοφών και συνετών, γιατί η Βασιλεία του Θεού δεν ανακαλύπτεται με το μυαλό αλλά προσφέρεται στην καρδιά του ανθρώπου από τον ίδιο το Θεό.
«Μικρός» για το ευαγγέλιο είναι εκείνος που αναγνωρίζει την εξάρτησή του, παραδέχεται την αδυναμία του, νοιώθει την ανάγκη του Θεού, τον αναζητεί και όταν τον βρει, τον εμπιστεύεται.
Όταν όμως το ευαγγέλιο μιλά για τους σοφούς και τους συνετούς, δεν αναφέρεται βέβαια σε εκείνους που με πολλούς κόπους αναζητούν την αλήθεια και προσπαθούν για την καλυτέρευση της προσωπικής και κοινωνικής ζωής των ανθρώπων.
Οι σοφοί και οι συνετοί ταυτίζονται εδώ με τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους που αρνούνται να δεχθούν το κήρυγμα και τη ζωή του Χριστού και δεν θέλουν να αναγνωρίσουν πως στο πρόσωπο του αποκαλύπτεται ο ίδιος ο Θεός.
Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι αισθάνονται εντάξει απέναντι στο Θεό και πλούσιοι από καλά έργα. Δεν αισθάνονται την ανάγκη να τείνουν τα χέρια τους για να ζητήσουν κάτι από το Θεό.
Και ο νόμος του Θεού που είναι δώρο για τον άνθρωπος γι’ αυτούς είναι ζυγός και μάλιστα βαρύς ζυγός.
Σίγουρα η αποκάλυψη της Βασιλείας και το ίδιο το ευαγγέλιο, είναι ζυγός. Αλλά ο Ιησούς μας βεβαιώνει πως: « ο ζυγός μου είναι απαλός και το φορτίο μου είναι ελαφρύ». Είναι τόσο απαλός και ελαφρύς που για να τον σηκώσουμε πρέπει να γίνουμε μικροί και ταπεινοί όπως είναι ο ίδιος ο Ιησούς: «μάθετε από μένα ότι πράος είμαι και ταπεινός στην καρδιά».
Η αυτάρκεια που αισθάνονται οι σοφοί του κόσμου, δεν είναι ποτέ μόνη της, συνοδεύεται από την υποτίμηση και περιφρόνηση των άλλων. Ας θυμηθούμε την περίπτωση του Φαρισαίου και του Τελώνη. Ο πρώτος προσεύχεται όρθιος μπροστά στο ιερό, ενώ ο δεύτερος γονατιστός στο βάθος του Ναού, κτυπά το στήθος του μετανοημένος. Και ο Ιησούς βεβαιώνει πως, από τους δυο, μόνο ο δεύτερος δηλαδή ο τελώνης επιστρέφει δικαιωμένος στο σπίτι του. Είναι σε ανθρώπους ταπεινούς και μικρούς σαν τον τελώνη που ο Ιησούς απευθύνει την πρόσκληση: «ελάτε σε μένα όλοι εσείς που κοπιάζετε και είστε καταπιεσμένοι και εγώ θα σας ξεκουράσω». Ο Ιησούς, σαν καλός φίλος, καλεί κοντά του όλους τους κουρασμένους και ταλαιπωρημένους της ζωής, από το τελώνη, μέχρι την μικρή ομάδα που τον ακολουθούσε όπου πήγαινε αλλά και τα σημερινά μικρά και μεγάλα πλήθη, αυτά που είναι σαν πρόβατα χωρίς ποιμένα, σκορπισμένα στους τέσσερις ορίζοντες και έχουν χάσει την ελπίδα τους, γιατί είναι καταπιεσμένα από τη δύναμη των ισχυρών της γης, πληγωμένα από τη βία και τον πόλεμο, κτυπημένα από την πείνα και την αδικία. Επάνω σ’ αυτά τα πλήθη είναι που ιδιαίτερα απηχούν τα λόγια του Κυρίου: « ελάτε σε μένα και εγώ θα σας ξεκουράσω».
Η ξεκούραση είναι ο ίδιος ο Ιησούς, είναι η γεμάτη από αγάπη Καρδιά του, σ’ αυτήν που έγειρε ο Ιωάννης την ώρα του Μυστικού Δείπνου, για να μάθει το μυστικό της προδοσίας. Ο Ιησούς μας ξεκουράζει ζητώντας μας ταυτόχρονα να σηκώνουμε το ζυγό του. Είναι ο ζυγός της αγάπης της ελευθερίας και της σωτηρίας που αντικαθιστά το ζυγό της αμαρτίας.