9 ΜΑΡΤΙΟΥ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΗΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΑΣ
Γεννήθηκε στη Ρώμη το 1384 και από μικρή ξεχώριζε για την εξυπνάδα και τη σοφία της. Ήθελε να αφιερωθεί στο Θεό και στο σπίτι της είχε κατασκευάσει ένα είδος κελιού, για να έχει το δικό της ερημητήριο, ένα μέρος προσωπικής συνάντησης με τον Θεό.
Αυτό το έμφυτο κάλεσμα ταράζεται απότομα όταν σε ηλικία 12 ετών και σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής οι γονείς της την υποσχέθηκαν νύφη σε κάποιον εύπορο έμπορο ονόματι Lorenzo de 'Ponziani.
Ο επικείμενος γάμος της προξενεί μια νευρική αντίδραση, ψυχοσωματικού χαρακτήρα, για τη θεραπεία της οποίας οι γονείς της κατέφυγαν, παρά τη θέλησή της, σε μαγικά τεχνάσματα. Η κατάλληλη θεραπεία φτάνει μέσω ενός ουρανίου οράματος χαρίζοντάς την απαραίτητη ηρεμία και γαλήνη για να αντιμετωπίσει το γάμο.
Κατά βάθος, μέσα σε όλα στάθηκε τυχερή, γιατί στο νέο της σπίτι βρήκε βοήθεια και υποστήριξη στο πρόσωπο της κουνιάδας της Vannozza, μιας γυναίκας με μεγάλη ευλάβεια, ευαισθησία και φιλανθρωπία. Μαζί θα μετατρέψουν σταδιακά το πλούσιο σπίτι στο Τραστέβερε σε σημείο αναφοράς για τους πολλούς αναγκεμένους της πόλης.
Η Φραγκίσκη, δέχεται με απλότητα τα μεγάλα δώρα του έγγαμου βίου: την αγάπη του συζύγου της, τους ευγενείς τίτλους, τα πλούτη του αλλά κυρίως τα τρία παιδιά που γεννιούνται από την ένωση τους.
Όταν ξέσπασε επιδημία της πανώλης πεθαίνουν δύο από τα τρία παιδιά της, ο σύζυγός της τραυματίζεται βαριά στον πόλεμο και ο εναπομείνας γιος κρατείται όμηρος. Όλες αυτές οι οικογενειακές συμφορές δεν στάθηκαν ικανές να λυγίσουν την ψυχή της, χάρη στο φύλακα άγγελό της τον οποίον σχεδόν “αισθάνεται” να περπατά δίπλα της.
Η πόλη της Ρώμης μαστίζεται από λεηλασίες και άλλες συμφορές. Τότε διαθέτει όλα τα πλούτη της ώστε να φροντίσει του ασθενείς και τους αναγκεμένους. Όταν πια δεν της έμεινε τίποτα την έβλεπαν φτωχή γυναίκα να περπατά ξυπόλυτη, μαζί με ένα μικρό γαϊδουράκι, στους δρόμους ζητώντας ελεημοσύνη για τους αναγκεμένους συνανθρώπους της.
Σταδιακά πλαισιώνεται από άλλες γυναίκες τις οποίες οργάνωσε σε μοναχική κοινότητα με την αποστολή να φροντίζουν τους φτωχούς και τους ασθενείς, ενώ η ίδια συνέχισε να ζει με το σύζυγό της μέχρι το θάνατό του το 1436, οπότε μετακόμισε στο μοναστήρι που είχε ιδρύσει. Τέσσερα χρόνια αργότερα πεθαίνει στο σπίτι της, καθώς όντας μητέρα πήγαινε συχνά να επισκέπτεται τον γιό της.
Το 1608 το όνομά της εγγράφεται στον ένδοξο κατάλογο των Αγίων
(π.Γ.Π)