Ο Λεονάρδος γεννήθηκε στη Γαλατία την εποχή του αυτοκράτορα Αναστάσιου Α’ (491-518). Οι γονείς του ήταν Φράγκοι ευγενείς, φίλοι του βασιλιά Χλωδοβίκου του Α’ (481-511), ο οποίος ήθελε να γίνει ανάδοχός του στο βάπτισμα.
Όπως ήταν συνήθεια των Φράγκων ευγενών της εποχής εκείνης, ο Λεονάρδος θα έπρεπε να καταταγεί στο στρατό, πράγμα το οποίο αρνήθηκε, προτιμώντας να γίνει μαθητής του αρχιεπίσκοπος της Reims, αγ. Ρεμιγίου (438-530). Ο άγιος αυτός επίσκοπος είχε λάβει από το βασιλιά το εξής προνόμιο: την απελευθέρωση των αιχμαλώτων που θα συναντούσε. Το ίδιο προνόμιο απέκτησε και ο φιλάνθρωπος Λεονάρδος, χάρη στον οποίο μεγάλος αριθμός δυστυχισμένων αιχμαλώτων, θυμάτων των βαρβαρικών πολέμων, απελευθερώθηκαν.
Η φήμη της αγιότητας του Λεονάρδου γρήγορα εξαπλώθηκε. Έτσι ο Χλωδοβίκος του πρόσφερε το επισκοπικό αξίωμα, το οποίο όμως αρνήθηκε γιατί επιθυμούσε να αποσυρθεί και να ζήσει ως μοναχός πρώτα στο Αββαείο του Micy και αργότερα στη Λιμόζ. Λέγεται ότι διασχίζοντας το δάσος Pavum κοντά στη Λιμόζ όπου είχε εγκατασταθεί βρέθηκε να σώζει τη βασίλισσα Κλοτίλδη που ακολουθούσε το βασιλιά Χλωδοβίκο στο κυνήγι, και που την είχαν βρει οι πόνοι του τοκετού. Ο Λεονάρδος με τις προσευχές του, της επέτρεψε να ξεπεράσει τους πόνους και εύκολα να γεννήσει ένα όμορφο και υγιές μωρό. Ως επιβράβευση ο βασιλιάς του δώρισε μέρος του δάσους ώστε να κτίσει ένα μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία. Έσκαψε και πηγάδι που γέμισε θαυματουργικά με νερό στο μέρος που ονομάστηκε “Nobiliacum”.
Το μοναστήρι έγινε σημείο αναφοράς πολλών χριστιανών που έτρεχαν στον άγιο μοναχό ζητώντας θεραπεία από τις ασθένειές τους αλλά και την ελευθερία τους οι σκλαβωμένοι. Πολλές φορές η επίκληση του ονόματός του και η προσευχή των αδίκως φυλακισμένων ήταν αρκετή για να δουν τις αλυσίδες τους να σπάνε μπροστά στα μάτια τους, τις πόρτες των κελιών να ξεκλειδώνουν και τα λουκέτα να ανοίγουν.
Αρκετός κόσμος εγκαταστάθηκε γύρω από το μοναστήρι που ζούσε δημιουργώντας έτσι ένα χωριό που πήρε το όνομά του.
Ο Άγιος Λεονάρδος πέθανε στις 6 Νοεμβρίου ενός έτους του δευτέρου μισού του 6ου αιώνα.
πγπ