ΛΕΩΝ ΙΔ’
ΓΕΝΙΚΗ ΑΚΡΟΑΣΗ
Πλατεία Αγίου Πέτρου
Τετάρτη, 29 Οκτωβρίου 2025
Κατήχηση επ’ ευκαιρία της 60ής επετείου της Συνοδικής Διακήρυξης Nostra Aetate
Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, προσκυνητές και εκπρόσωποι διαφόρων θρησκευτικών παραδόσεων, καλημέρα, καλώς ήρθατε!
Στο επίκεντρο του σημερινού στοχασμού, σε αυτή τη Γενική Ακρόαση αφιερωμένη στον διαθρησκειακό διάλογο, θα ήθελα να θέσω τα λόγια του Κυρίου Ιησού προς τη Σαμαρείτισσα: «Ο Θεός είναι πνεύμα, και όσοι τον λατρεύουν πρέπει να τον λατρεύουν εν πνεύματι και αληθεία» (Ιω 4,24). Στο Ευαγγέλιο, αυτή η συνάντηση αποκαλύπτει την ουσία του αυθεντικού θρησκειακού διαλόγου: μιας ανταλλαγής που συμβαίνει όταν οι άνθρωποι ανοίγονται ο ένας στον άλλον με ειλικρίνεια, προσεκτική ακρόαση και αμοιβαίο εμπλουτισμό. Είναι ένας διάλογος που γεννιέται από τη δίψα: τη δίψα του Θεού για την ανθρώπινη καρδιά και την ανθρώπινη δίψα για τον Θεό. Στο πηγάδι της Συχάρ, ο Ιησούς υπερβαίνει τα εμπόδια του πολιτισμού, του φύλου και της θρησκείας. Προσκαλεί τη Σαμαρείτισσα σε μια νέα κατανόηση της λατρείας, η οποία δεν περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο μέρος –«ούτε σε αυτό το βουνό ούτε στην Ιερουσαλήμ»– αλλά πραγματώνεται εν Πνεύματι και αληθεία. Αυτή η στιγμή αποτυπώνει τον ίδιο τον πυρήνα του διαθρησκειακού διαλόγου: την ανακάλυψη της παρουσίας του Θεού πέρα από κάθε όριο και την πρόσκληση να τον αναζητήσουμε μαζί με ευλάβεια και ταπεινότητα.
Πριν από εξήντα χρόνια, στις 28 Οκτωβρίου 1965, η Β’ Σύνοδος του Βατικανού, με την έκδοση της Διακήρυξης Nostra Aetate, άνοιξε έναν νέο ορίζοντα συνάντησης, σεβασμού και πνευματικής φιλοξενίας. Αυτό το φωτεινό Έγγραφο μας διδάσκει να αντιμετωπίζουμε τους ακολούθους άλλων θρησκειών όχι ως ξένους, αλλά ως συνοδοιπόρους στην οδό της αλήθειας· να τιμούμε τις διαφορές επιβεβαιώνοντας την κοινή μας ανθρώπινη φύση· και να διακρίνουμε, σε κάθε ειλικρινή θρησκευτική αναζήτηση, μια αντανάκλαση του ενός θείου Μυστηρίου που αγκαλιάζει όλη την κτίση.
Συγκεκριμένα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο αρχικός προσανατολισμός της Nostra Aetate ήταν προς τον εβραϊκό κόσμο, με τον οποίο ο Άγιος Ιωάννης ΚΓ΄ σκόπευε να αποκαταστήσει την αρχική σχέση. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Εκκλησίας, επρόκειτο να διαμορφωθεί μια διδακτική πραγματεία για τις εβραϊκές ρίζες του Χριστιανισμού, η οποία σε βιβλικό και θεολογικό επίπεδο αντιπροσώπευε ένα σημείο χωρίς επιστροφή. «Ο λαός της Καινής Διαθήκης είναι πνευματικά συνδεδεμένος με τη γενεαλογία του Αβραάμ. Η Εκκλησία του Χριστού, μάλιστα, αναγνωρίζει ότι οι απαρχές της πίστης της και της εκλογής της βρίσκονται ήδη, σύμφωνα με το θείο μυστήριο της σωτηρίας, στους πατριάρχες, στον Μωυσή και στους προφήτες» (NA, 4). Έτσι, η Εκκλησία, «έχοντας επίγνωση της κληρονομιάς που μοιράζεται με τους Εβραίους και κινούμενη όχι από πολιτικά κίνητρα αλλά από ευαγγελική θρησκευτική φιλανθρωπία, αποδοκιμάζει το μίσος, τους διωγμούς και όλες τις εκδηλώσεις αντισημιτισμού που στρέφονται εναντίον των Εβραίων ανά πάσα στιγμή και από οποιονδήποτε» (αυτόθι). Έκτοτε, όλοι οι προκάτοχοί μου έχουν καταδικάσει τον αντισημιτισμό με σαφείς όρους. Και έτσι επιβεβαιώνω κι εγώ ότι η Εκκλησία δεν ανέχεται τον αντισημιτισμό και τον καταπολεμά, για χάρη του ίδιου του Ευαγγελίου.
Σήμερα μπορούμε να βλέπουμε με ευγνωμοσύνη όλα όσα έχουν επιτευχθεί στον εβραιο-καθολικό διάλογο κατά τη διάρκεια αυτών των έξι δεκαετιών. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στην ανθρώπινη προσπάθεια, αλλά και στη βοήθεια του Θεού μας, ο οποίος, σύμφωνα με τη χριστιανική πίστη, είναι στον ίδιο τον εαυτό Του διάλογος. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρξαν επίσης παρεξηγήσεις, δυσκολίες και συγκρούσεις, αλλά αυτά δεν εμπόδισαν ποτέ τη συνέχιση του διαλόγου. Ακόμη και σήμερα, δεν πρέπει να επιτρέψουμε στις πολιτικές συνθήκες και στις αδικίες ορισμένων να μας αποτρέψουν από τη φιλία, ειδικά επειδή έχουμε πετύχει τόσα πολλά μέχρι στιγμής.
Το πνεύμα της Nostra Aetate συνεχίζει να φωτίζει την πορεία της Εκκλησίας. Αναγνωρίζει ότι όλες οι θρησκείες μπορούν να αντανακλούν «μια ακτίνα της αλήθειας που φωτίζει όλους τους ανθρώπους» (αριθμ. 2) και να αναζητούν απαντήσεις στα μεγάλα μυστήρια της ανθρώπινης ύπαρξης, επομένως ο διάλογος πρέπει να είναι όχι μόνο διανοητικός, αλλά βαθιά πνευματικός. Η Διακήρυξη καλεί όλους τους Καθολικούς –επισκόπους, κληρικούς, αφιερωμένα πρόσωπα και λαϊκούς πιστούς– να συμμετέχουν ειλικρινά στον διάλογο και τη συνεργασία με τους ακολούθους των άλλων θρησκειών, αναγνωρίζοντας και προωθώντας όλα όσα είναι καλά, αληθινά και ιερά στις παραδόσεις τους (βλ. αυτόθι). Αυτό είναι απαραίτητο σήμερα σχεδόν σε κάθε πόλη του κόσμου όπου, λόγω της ανθρώπινης κινητικότητας, η πνευματική και θρησκευτική μας ποικιλομορφία καλείται να συναντηθεί και να ζήσει μαζί σε αδελφοσύνη. Η Nostra Aetate μας υπενθυμίζει ότι ο αληθινός διάλογος βασίζεται στην αγάπη, το μοναδικό θεμέλιο της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της συμφιλίωσης, ενώ απορρίπτει σθεναρά κάθε μορφή διάκρισης ή διώξεως, επιβεβαιώνοντας την ίση αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου (βλ. NA, 5).
Συνεπώς, αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, εξήντα χρόνια μετά τη Nostra Aetate, μπορούμε να αναρωτηθούμε: τι μπορούμε να κάνουμε μαζί; Η απάντηση είναι απλή: ας δράσουμε μαζί. Περισσότερο από ποτέ, ο κόσμος μας χρειάζεται την ενότητά μας, τη φιλία μας και τη συνεργασία μας. Κάθε μία από τις θρησκείες μας μπορεί να συμβάλει στην ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου και στη φροντίδα του κοινού μας οίκου, του πλανήτη μας Γη. Οι αντίστοιχες παραδόσεις μας διδάσκουν την αλήθεια, τη συμπόνια, τη συμφιλίωση, τη δικαιοσύνη και την ειρήνη. Πρέπει να επιβεβαιώσουμε την υπηρεσία μας στην ανθρωπότητα ανά πάσα στιγμή. Μαζί πρέπει να επαγρυπνούμε ενάντια στην κατάχρηση του ονόματος του Θεού, της θρησκείας και του ίδιου του διαλόγου, καθώς και ενάντια στους κινδύνους που θέτει ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και ο εξτρεμισμός. Πρέπει επίσης να αντιμετωπίσουμε την υπεύθυνη ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, επειδή, αν συλληφθεί ως εναλλακτική λύση στην ανθρωπότητα, μπορεί να παραβιάσει σοβαρά την άπειρη αξιοπρέπειά της και να εξουδετερώσει τις θεμελιώδεις ευθύνες της. Οι παραδόσεις μας έχουν τεράστια συμβολή να προσφέρουν στον εξανθρωπισμό της τεχνολογίας και, ως εκ τούτου, να εμπνεύσουν τη ρύθμισή της, να προστατεύσουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Όπως όλοι γνωρίζουμε, οι θρησκείες μας διδάσκουν ότι η ειρήνη ξεκινά από την ανθρώπινη καρδιά. Υπό αυτή την έννοια, η θρησκεία μπορεί να διαδραματίσει θεμελιώδη ρόλο. Πρέπει να αποκαταστήσουμε την ελπίδα στην προσωπική μας ζωή, στις οικογένειές μας, στις γειτονιές μας, στα σχολεία μας, στα χωριά μας, στις χώρες μας και στον κόσμο μας. Αυτή η ελπίδα βασίζεται στις θρησκευτικές μας πεποιθήσεις, στην πεποίθηση ότι ένας νέος κόσμος είναι εφικτός.
Πριν από εξήντα χρόνια, η Nostra Aetate έφερε ελπίδα στον κόσμο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα καλούμαστε να αποκαταστήσουμε αυτήν την ελπίδα στον κόσμο μας που έχει καταστραφεί από τον πόλεμο και στο υποβαθμισμένο φυσικό μας περιβάλλον. Ας εργαστούμε μαζί, διότι αν είμαστε ενωμένοι, όλα είναι δυνατά. Ας διασφαλίσουμε ότι τίποτα δεν μας χωρίζει. Και με αυτό το πνεύμα, επιθυμώ να εκφράσω για άλλη μια φορά την ευγνωμοσύνη μου για την παρουσία σας και τη φιλία σας. Ας μεταδώσουμε αυτό το πνεύμα φιλίας και συνεργασίας στις μελλοντικές γενιές, διότι είναι ο αληθινός πυλώνας του διαλόγου.
Και τώρα, ας σταθούμε για μια στιγμή σε σιωπηλή προσευχή: η προσευχή έχει τη δύναμη να μεταμορφώσει τις συμπεριφορές μας, τις σκέψεις μας, τα λόγια μας και τις πράξεις μας.
——————–
Μετάφραση: π.Λ


