Χωρίς καμία επιφύλαξη μπορεί να ειπωθεί ότι ο Ιωάννης Βιαννέ έγινε Iερέας περισσότερο από θέλημα του Θεού παρά από επιθυμία του ανθρώπου. Πράγματι φαίνεται ότι επάνω σε εκείνον που έμελλε να αποτελέσει τον προστάτη των Εφημερίων δεν βασιζόταν κανένας και ουδείς εξέτρεφε μεγάλες ελπίδες. Μόνον ένας Iερέας ο Charles Balley εφημέριος στη Λυών πίστεψε και επένδυσε στα τάλαντα και τις ικανότητες του νέου.
Ο Ιωάννης Μαρία (υπήρχε η παράδοση τα παιδιά να αφιερώνονται στην Αειπάρθενο Μαρία, για το λόγο αυτό ακόμα και πολλά αγόρια φέρουν ως δεύτερο όνομα το όνομα της Παναγίας) γεννήθηκε στις 8 Μαΐου 1786 τρία χρόνια πριν την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης. Είχε άλλα πέντε αδέλφια και βαπτίστηκε την επομένη ημέρα.
«Μόλις αυτός ο αγαπητός υιός ξεκίνησε να παρατηρεί τα αντικείμενα, η εύλαβη μητέρα του με χαρά του υπέδειξε τον Εσταυρωμένο και τις Ιερές εικόνες που κοσμούσαν τους τοίχους του σπιτιού, και μόλις τα μικρά του χέρια μπόρεσαν να κινούνται έξω από τις φασκιές άρχισε να οδηγεί το χεράκι του από το μέτωπο στο στέρνο και από το στέρνο στους ώμους: το μωράκι σύντομα υιοθέτησε αυτή τη συνήθεια».
Από μικρός έμαθε να συχνάζει στην Ενοριακή Εκκλησία.
Οι Λειτουργικές τελετές των εξέπλητταν τόσο πολύ που τις μιμούταν όταν επέστρεφε στο σπίτι. Όταν οδηγούσε το κοπάδι για βοσκή, άφηνε στους φίλους του τη φροντίδα και κρυβόταν πίσω από κάποιο βράχο απαγγέλλοντας το Άγιο Ροδάριο και ευτυχία του ήταν όταν άκουγε την καμπάνα να πηγαίνει στην εκκλησία.
Το παιδί έμαθε πολύ σύντομα να συντρέχει τους αναγκεμένους και αυτό χάριν των γονέων του που εργάζονταν σκληρά και καθημερινά πρόσφεραν φαγητό σε αρκετούς φτωχούς. «Οι μικροί δεν γνωρίζουν εκείνη την αδυναμία που ονομάζεται ανθρώπινος σεβασμός» αναφέρει ο François Trochu βιογράφος του Ιωάννου Βιαννέ.
Η μητέρα του Ιωάννη Μαρία, ήταν η πρώτη και σημαντικότερη κατηχήτριά του. Από εκείνη έμαθε πολλές χριστιανικές πρακτικές, αρκετές από τις οποίες συνέχισε για όλη τη ζωή του. Μια από αυτές ήταν να «ευλογεί τις ώρες». Όπου και αν βρισκόταν, ότι και να έκανε παρατούσε τα πάντα και κάνοντας το σημείο του Σταυρού απήγγηλε το Χαίρε Μαρία και ολοκλήρωνε με το σημείο του Σταυρού. Η μητέρα του τον έμαθε να εκτιμά την ομορφιά της ψυχής του. «Βλέπεις Ιωάννη μου, εάν τα αδέλφια σου προσέβαλαν τον Κύριο, θα αισθανόμουν μεγάλη λύπη, αλλά η λύπη μου θα ήταν μεγαλύτερη εάν τον προσέβαλες εσύ!». Έπειτα από πολλά χρόνια, όταν κάποιος θα τον συγχαρεί διότι τον βοήθησε να βρει νόημα στην προσευχή, ο Ιωάννης θα απαντήσει: «Ύστερα από το Θεό, το οφείλω στη μητέρα μου, εκείνη ήταν πολύ καλή! Η αρετή εύκολα περνάει από την καρδιά της μητέρας στην καρδιά των παιδιών της… Ένα παιδί που είχε την τύχη να έχει μια καλή μητέρα, δεν θα μπορούσε ποτέ να την βλέπει και να την σκέπτεται χωρίς να συγκινείται!».
Η Γαλλική Επανάσταση έχει ξεσπάσει και ένα κλίμα πολιτικής και κοινωνικής ανασφάλειας επικρατεί παντού. Κυριαρχεί ο τρόμος της γκιλοτίνας που δουλεύει ασταμάτητα χύνοντας ποτάμια αίματος στους δρόμους των Γαλλικών πόλεων.
Η Εκκλησία και ο κλήρος εκδιώκονται και τη στιγμή που απαγορεύονται κάθε είδους θρησκευτικές εκδηλώσεις, ο Ιωάννης Μαρία οργανώνει μαζί με άλλους θαρραλέους νέους, λιτανείες.
Ο Ιωάννης ήταν εννιά ετών και δεν είχε πάει ποτέ σχολείο. Τα λίγα γράμματα που έμαθε τα έμαθε από την αδελφή του. Όλα τα σχολεία της περιοχής είχαν κλείσει εξαιτίας της επανάστασης και τα παιδιά ήταν καταδικασμένα στον αναλφαβητισμό.
Το 1799 λαβαίνει την Πρώτη Κοινωνία στο δωμάτιο ενός σπιτιού της οικογένειας Pingondi Écully, εκεί που ζούσε ο Μαρκήσιος Claude de Jouffroyd’Abbans (1751-1832), εφευρέτης του ατμόπλοιου.
Ο εικοσάχρονος πλέον Ιωάννης είχε επιλέξει έναν ασκητικό βίο. Έτρωγε λιτά, προσευχόταν συνεχώς και περνούσε πολλές ώρες στο παπαδικό της περιοχής Écully μαζί με τον Εφημέριο Balley, ο οποίος μετά την άνοδο του Ναπολέοντα Βοναπάρτη στην εξουσία επέστρεψε μαζί με πολλούς άλλους Ιερείς στην ενεργό δράση.
Ο Εφημέριος διέκρινε κάτι ιδιαίτερο στον Ιωάννη. Έτσι, λοιπόν, επικεντρώνεται στο δύσκολο έργο της διδασκαλίας. Ο Ιωάννης για πολλά χρόνια δεν είχε πάει σχολείο και η εκμάθηση ήταν μια πραγματική πρόκληση. Ο Ιωάννης προσεύχεται, απονεκρώνεται και τρέφεται συνεχώς λιγότερο, έτσι ο οργανισμός του εξασθενεί. Αυτό προκάλεσε το θυμό του Ιερέα που τον μάλωσε λέγοντάς του ότι δεν αρκεί μόνο η προσευχή και η μετάνοια, αλλά πρέπει να τρέφεται σωστά για να μην χαλάσει την υγεία του.
Τα βιβλία αποτελούσαν για τον Ιωάννη ένα πραγματικό βασανιστήριο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που σκέφτηκε να τα παρατήσει και να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι. Τότε ήταν πάντοτε ο διορατικός πνευματικός του πατέρας, που τον καθοδηγούσε, ώστε να τις ξεπεράσει, διότι έβλεπε στον νέο Ιωάννη την ευλογημένη πορεία που θα μπορούσε να ακολουθήσει. Ο απελπισμένος Ιωάννης δεν δίστασε να κάνει ακόμα και τάμα προκειμένου να ξεπεράσει τις μαθησιακές του δυσκολίες που τον απέτρεπαν από την πραγματοποίηση του σκοπού του, που ήταν η Ιερατική χειροτονία. Ξεκίνησε ένα μακρύ προσκύνημα εκατοντάδων χιλιομέτρων και υποσιτισμένος όπως ήταν αντιμετώπισε αμέτρητα προβλήματα, αλλά τελικά τα κατάφερε να φτάσει στον τάφο του Αγίου Φραγκίσκου Regis.
Η Χάρη τον βοήθησε και σε ηλικία 24 ετών είχε φτάσει στο επίπεδο σπουδών που αντιστοιχούσε σε έναν 15χρονο.
Αφού παρουσιάστηκε για την στρατιωτική του υποχρέωση τελικά σε ηλικία 26 ετών ο Εφημέριός του π. Balley θεώρησε πως έφτασε η στιγμή για τον Ιωάννη να εισέλθει στο μικρό Ιεροσπουδαστήριο για το ετήσιο μάθημα της Φιλοσοφίας. Κατόπιν θα εισερχόταν στο μεγάλο Ιεροσπουδαστήριο του Αγίου Ειρηναίου της Λυών. Εκεί οι ανώτεροι, λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε τον συμβούλεψαν τον να τα παρατήσει. «Θα ήταν καλύτερα ο νέος αυτός να επέστρεφε στο σπίτι του και να χρησιμοποιήσει το χρόνο του με πιο ουσιώδη τρόπο. Η ιερατική ζωή δεν κάνει για κείνον. Αν παραμείνει εδώ θα σπαταλήσει το δικό του και τον δικό μας τον χρόνο».
Έτσι ο Ιωάννης Μαρία Βιαννέ, εκείνος που θα ανακηρυσσόταν από τον Πάπα Πίο 11ο «ουράνιος προστάτης όλων των Εφημερίων», και από τον Πάπα Βενέδικτο 16ο «υπόδειγμα Ιερέα» διώχνεται από το Ιεροσπουδαστήριο. Επέστρεψε στο παπαδικό του πατέρα Charles Balley, όπου έπειτα από μια σκληρή προετοιμασία κατόρθωσε να τον χειροτονήσει Ιερέα.
Ήταν 9 Φεβρουαρίου 1818 όταν τοποθετήθηκε σε μια μικρή Ενορία στο Αρς, 35 χιλιόμετρα βόρια της Λυών, που αριθμούσε 230 ψυχές. Το μέρος ήταν αντάξιο του αγράμματου Ιερέα. Ο Αρχιεπίσκοπος του είχε πει: «σε εκείνη την Ενορία δεν υπάρχει πολύ αγάπη για το Θεό».
Ο Ιωάννης ξεκίνησε την αποστολή του με τα παρακάτω λόγια: «Ω Θεέ μου, χαρίστε μου την μεταστροφή αυτής της Ενορίας. Εγώ δέχομαι να υποφέρω ό,τι θέλετε για όλο το διάστημα της ζωής μου».
Όταν έφτασε στις 13 Φεβρουαρίου 1818 στο Ars, βρήκε ένα χωριό βυθισμένο στη μοναξιά και την απομόνωση. Ήταν σχεδόν απρόσιτο, λόγω της ανυπαρξίας δρόμων. Οι κάτοικοι, μάλιστα, σχεδόν ποτέ δεν έφυγαν από εκεί, «όντας αγροίκοι από τη φύση τους».
Ο Vianney έπιασε αμέσως δουλεία, έχοντας την υποστήριξη της 64χρονης κόμισσας Maria Anna Colomba Garnier des Garets (1754-1832). Η Επανάσταση, παρότι ήταν ευγενής, δεν την είχε καταλάβει. Ο Ιερέας δεν προσπάθησε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά εκείνο το μικροσκοπικό χωριό, που του είχε εμπιστευτεί ο Θεός. Συνεπώς, εξασφάλισε τη συνεργασία των καλύτερων οικογενειών για την επικράτηση του καλού, την ανάκληση των αδιάφορων και τη μεταστροφή των αμαρτωλών. Μπροστά στο έργο που καλείτο να αντιμετωπίσει, ένιωθε αδύναμος και ανεπαρκής, αλλά σπάζοντας την υπερηφάνειά του άνοιξε τις πόρτες στη μυστηριώδη δύναμη της Χάριτος, που πλημμύρισε την ψυχή του και την πόλη Αρς, για την οποία προσέφερε όλο του το είναι, υποβάλλοντας τον εαυτό του σε πολύ σκληρές μετάνοιες. Για μεγάλο διάστημα κοιμόταν στο υπόγειο, στο υγρό δάπεδο χωρίς στρώμα καθώς το είχε δώσει στους φτωχούς. Υπέστη βαριά νευραλγία στο πρόσωπο, από την οποία υπέφερε για 15 χρόνια. Τότε του είπαν να ανέβει στο δωμάτιό του, αλλά επέλεξε τη σοφίτα. Ποτέ δεν είχε κανένα έλεος για το «πτώμα» του, όπως αποκαλούσε το σώμα του.
Το φαγητό του ήταν πατάτες και χόρτα, ενώ κατά καιρούς έτρωγε ένα αυγό. Χαρακτηριστικές ήταν οι νηστείες του, τις οποίες χρησιμοποίησε για να διώξει την αμαρτία από τις ψυχές των ενοριτών του. «Αυτό το είδος δαιμόνων – λέει το Ευαγγέλιο – μπορεί να εκδιωχθεί μόνο με νηστεία και προσευχή» (Μθ. 17, 20). Ο ίδιος έλεγε πως «…ο διάβολος λαμβάνει ελάχιστα υπόψη την πειθαρχία και τις άλλες μορφές μετάνοιας. Αυτό που τον νικά είναι η στέρηση του ποτού, του φαγητού και του ύπνου. Τίποτα δεν φοβάται περισσότερο ο διάβολος και επομένως τίποτα δεν είναι πιο ευχάριστο στον Θεό! Όταν ήμουν μόνος έχοντας τη δυνατότητα να κάνω λίγο όπως μου άρεσε, έτυχε να μην φάω για αρκετές ημέρες… Μετά έπαιρνα από τον Θεό ό,τι ήθελα για τον εαυτό μου και για τους άλλους» και συνέχιζε λέγοντας «Τώρα δεν είναι το ίδιο πράγμα. Δεν μπορώ να μείνω πολύ δίχως φαγητό… Αλλά πόσο τυχερός ήμουν όταν ήμουν μόνος! Περνούσα μεγάλο μέρος της νύχτας στην Εκκλησία. Δεν είχα τόσους πολλούς για εξομολόγηση όπως τώρα… Και ο καλός Θεός μου χορηγούσε εξαιρετικές χάρες…».
Χρησιμοποίησε τη θρησκευτική διδασκαλία για να καταπολεμήσει την άγνοια του λαού και εκχριστιάνισε, ευαγγελίστηκε και κατήχησε πολλούς, ξεκινώντας μια πραγματική σταυροφορία ενάντια στη βλασφημία, την κυριακάτικη εργασία κ.α. Οι άνθρωποι εξομολογούνταν όλο και πιο συχνά σε αυτόν και συχνά, όπως θα συμβεί και στην περίπτωση του Padre Pio της Pietrelcina, ο Vianney δεν τους χορηγούσε την άφεση αν δεν έβλεπε σε αυτούς μια αληθινή μετάνοια. Εξέτρεφε συμπόνια για τον αμαρτωλό, αλλά το αίσθημα του θρησκευτικού καθήκοντος δεν τον εμπόδισε να είναι αυστηρός απέναντι στην αμαρτία, εξηγώντας ότι υπάρχει ένας άγιος θυμός που προέρχεται από τον ζήλο «με τον οποίο πρέπει να υποστηρίξουμε τα συμφέροντα του Θεού». Το μικρό παρεκκλήσι του χωριού που υπηρετούσε έγινε ενορία το 1821 και ο Vianney ξεκίνησε το έργο αποκατάστασης της Εκκλησίας. Το 1824 άνοιξε ένα σχολείο και ένα ορφανοτροφείο για κορίτσια, με την ονομασία «Πρόνοια» το οποίο φιλοξενούσε 60 κορίτσια. Μια μέρα το φαγητό άρχισε να λιγοστεύει. Ο Ιωάννης προσευχήθηκε και ο αχυρώνας γέμισε: το παράδοξο είναι ότι η λίγη παλαιά σοδιά που είχε απομένει ξεχώριζε από την νέα. Υπήρχε λιμός λόγω ξηρασίας και το αλεύρι ήταν πολύ σπάνιο, αλλά ο άγιος εφημέριος, με την προσευχή του, πολλαπλασίασε και αυτό.
Βασανισμένος από την επιθυμία για μοναξιά και διαλογισμό, ονειρευόταν την ημέρα που θα μπορούσε να αποσυρθεί στο αγαπημένο του σπίτι “Πρόνοια” για να καθιερώσει τη συνεχή προσκύνηση στο Πανάχραντο Μυστήριο. Όμως τα σχέδια ήταν πολύ διαφορετικά. Μετά από πέντε χρόνια, το χωριό Ars δεν ήταν πλέον Ars. Η άφιξη των ανθρώπων ήταν τέτοια που έμοιαζε να έχει γίνει Μητρόπολη. Οι επισκέπτες έμεναν έκπληκτοι, όταν έφταναν, με τη συμπεριφορά των κατοίκων που ήταν υποδειγματική. Ο Εφημέριος τους είχε συστήσει να απαγγέλλουν το Angelus τρεις φορές την ημέρα, οπότε όταν ακούγονταν οι τρεις καμπάνες στην κοιλάδα, όλοι σταματούσαν: οι άντρες ξεσκεπάστηκαν το κεφάλι τους, οι γυναίκες ένωναν τα χέρια τους και όλοι προσευχήθηκαν.
Σκληρές ήταν οι διαβολικές επιθέσεις εναντίον του Εφημερίου του Ars, ο οποίος, μεταξύ άλλων είχε διοριστεί εξορκιστής. Ο πειρασμός τον πείραζε για περίπου τριάντα πέντε χρόνια, από το 1824 έως το 1858 και δεν του επέτρεπε να ξεκουραστεί. Χτυπούσε τις καρέκλες, τίναζε τα έπιπλα και επαναλάμβανε: «Vianney, Vianney! Πατατοφάγε!, Α! Δεν έχεις πεθάνει ακόμα!… Μια μέρα θα σε έχω».
Η φήμη της αγιότητάς του ταξίδεψε σε όλη τη Γαλλία και πέρα από τα σύνορα της Χώρας. Ο Άγιος πάντα επέρριπτε τα θαύματα που του καταλόγιζαν αποδίδοντας τα πάντα στη μεσολάβηση της Αγίας Φιλομένας, λείψανο της οποίας φυλάσσονταν στην Εκκλησία του.
Τα κηρύγματά του ήταν αριστουργήματα διδασκαλίας και θεολογίας. Πρόκειται για εξαιρετικό Ιεροκήρυκα. Προετοίμαζε τα κηρύγματά του όσο καλύτερα μπορούσε, ενώ στη συνέχεια τα μελετούσε. Αλλά όταν κήρυττε, μιλούσε με τόση πειθώ, με τόσο έντονη αγάπη για τον Θεό που μάγευε όλο το ακροατήριο.
Κάποτε ένας κακεντρεχής δικηγόρος πήγε στον Αρς ελπίζοντας να εμπαίξει τον παράξενο Ιερέα. Στην ουσία όμως επέστρεψε στο σπίτι τελείως αλλαγμένος: οι φίλοι του τον ρώτησαν τι είχε δει στο Αρς, και εκείνος απάντησε ότι είχε συναντήσει τον Θεό σε έναν άνθρωπο. Οι ευλογίες του, τα κηρύγματά του, το χάρισμα του εκτείνονται τώρα παντού. Πολλοί θέλουν να φτάσουν στο Ars, σε τέτοιο βαθμό ώστε όλη η Ευρώπη εκεί να εκπροσωπείται.
Πέθανε, εξαντλημένος, αλλά χωρίς αγωνία, στις 4 Αυγούστου 1859 στις 2 τα ξημερώματα. Μετά την κηδεία, το σώμα του εκτέθηκε για λαϊκό προσκύνημα για δέκα ημέρες και δέκα νύχτες.
Ο πάπας Άγιος Πίος 10ος τον ανακήρυξε Μακάριο στις 8 Ιανουαρίου 1905, ενώ στις 31 Μαΐου 1925 αγιοποιήθηκε από τον Πίο 11ο.
Στην εκατονταετηρίδα του θανάτου του, την 1η Αυγούστου 1959, ο Άγιος Ιωάννης 23ος του αφιέρωσε μια εγκύκλιο, την Sacerdotii Our Primordia, υποδεικνύοντάς τον ως πρότυπο για όλους τους Ιερείς.
πγπ