31 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΠΟΣΚΟ
Ο Ιωάννης Bosco γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου 1815 σε μια μικρή αγροικία στο χωριό I Becchi του Castelnuovo d'Asti (σήμερα Castelnuovo Don Bosco). Ήταν γιος αγροτών, του Φραγκίσκου Bosco (1784-1817) και της Μαργαρίτας Occhiena (1788-1856).
Σε ηλικία δύο ετών, ο πατέρας του ασθένησε από πνευμονία και στις 12 Μαΐου 1817 πέθανε. Ήταν μόλις 33 ετών και η 29χρονη χήρα σύζυγός του θα αναλάμβανε πλέον μόνη της το δύσκολο έργο της ανατροφής των τριών παιδιών τους Αντωνίου, Ιωσήφ και Ιωάννη. Επιπλέον, η μητέρα έπρεπε να φροντίζει την ηλικιωμένη και άρρωστη πεθερά της.
Ήταν χρόνια πείνας και δυστυχίας και η "Μητέρα Μαργαρίτα", όπως την αποκάλεσαν οι Σαλεσιανοί, έπρεπε με μεγάλη αυτοθυσία να αγωνίζεται στα χωράφια για την επιβίωση της οικογένειας.
Από την ηλικία των εννέα ετών ο μικρός Ιωάννης άρχισε να έχει μια εμπειρία ιδιαίτερων ονείρων και οραμάτων που συνεχίστηκε μέχρι το τέλος των ημερών του. Μέσα από αυτές τις αποκαλύψεις απέκτησε το προφητικό χάρισμα και συχνά απηύθυνε προφητικά μηνύματα σε μεμονωμένα πρόσωπα, στην κοινωνία, στους αγαπητούς του νέους, στην μοναχική κοινότητα των Σαλεσιανών και στην Εκκλησία. Ο ίδιος αποκάλεσε «προφητικό» ό,τι βίωσε στα εννιά του χρόνια και μιλούσε επανειλημμένα γι’ αυτό στα παιδιά του Ορατορίου: «μου φαινόταν πως βρισκόμουν κοντά στο σπίτι, σε μια πολύ μεγάλη αυλή, να ψυχαγωγούμαι με ένα μεγάλο αριθμό παιδιών. Μερικά γελούσαν, άλλα έπαιζαν και κάποια βλαστημούσαν. Ακούγοντας τις βλασφημίες, προσπάθησα να τους σταματήσω με γροθιές και λόγια.
Αλλά εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε ένας μεγαλοπρεπής άνδρας, πολύ όμορφα ντυμένος: το πρόσωπό του ήταν τόσο φωτεινό που δεν μπορούσες να τον κοιτάξεις. Με αποκάλεσαι με το όνομά μου και μου ζήτησε να αναλάβω την αρχηγία όλων αυτών των παιδιών. Τον ρώτησα ποιος ήταν αυτός που μου ζήταγε αυτά τα αδύνατα πράγματα: "Εγώ είμαι ο γιος εκείνης που η μητέρα σου σου έμαθε να χαιρετάς τρεις φορές την ημέρα". Τότε εμφανίστηκε δίπλα του μια μεγαλόπρεπη γυναίκα και εκείνη τη στιγμή, στο μέρος που πριν βρίσκονταν τα παιδιά, τώρα υπήρχε ένα πλήθος από κατσίκια, σκύλους, γάτες, αρκούδες και πολλά άλλα ζώα. Και η Παναγία μου είπε: "Ιδού το πεδίο σου, εδώ πρέπει να εργαστείς.
Να μεγαλώσεις και να γίνεις ταπεινός, ισχυρός και γερός, και αυτό που τώρα θα δεις να συμβαίνει σε αυτά τα ζώα, εσύ θα πρέπει να το κάνεις στα τέκνα μου". Έτσι λοιπόν, αντί για άγρια ζώα, εμφανίστηκαν ήμερα πρόβατα, που χοροπηδούσαν, έτρεχαν και γιόρταζαν γεμάτα ζωντάνια». Αυτό το όραμα ήταν καθοριστικό για την κλήση του Ιωάννη.
Για να φέρει τα παιδιά πιο κοντά στην προσευχή και στη Θεία Λειτουργία, έμαθε ακροβατικά κόλπα προσελκύοντας έτσι συνομήλικους και αγρότες στους οποίους πρότεινε στη συνέχεια να απαγγείλουν το Άγιο Ροδάριο και να διαβάσουν το Ευαγγέλιο. Στις 26 Μαρτίου 1826 ο Ιωάννης πήρε την Πρώτη Κοινωνία.
Δυστυχώς ο Αντώνιος ο μεγαλύτερος αδελφός του ζήλευε τον Ιωάννη σε τέτοιο βαθμό που η μητέρα τους αναγκάστηκε να τον στείλει σε ένα ζευγάρι αγροτών που κατοικούσαν σε ένα χωριό της περιοχής του Τορίνο, για να εργαστεί στα χωράφια. Εκεί παρέμεινε από το Φεβρουάριο του 1827 μέχρι το Νοέμβριο του 1829.
Το Σεπτέμβριο εκείνου του έτους εφημέριος στην ενορία του χωριού διορίστηκε ο εβδομηντάχρονος don Giovanni Melchiorre Calosso. Μόλις αντιλήφθηκε τις ικανότητες του Ιωάννη, την εξυπνάδα του αλλά και τον πόθο του για μάθηση αποφάσισε να τον φιλοξενήσει στο παπαδικό όπου του δίδασκε λατινική γραμματική, προετοιμάζοντάς τον για την ιεροσύνη. Ένα χρόνο αργότερα ο δον Τζιοβάννι αρρωσταίνει βαριά. Λίγο πριν πεθάνει παρέδωσε στον μικρό Ιωάννη το κλειδί του χρηματοκιβωτίου όπου μέσα υπήρχαν 6.000 λίρες. Με αυτά τα χρήματα ο Ιωάννης θα μπορούσε να εισέλθει στο ιεροσπουδαστήριο, αλλά δεν δέχτηκε αυτό το πολύτιμο δώρο και το ποσό περιήλθε στους συγγενείς του εφημερίου.
Στις 21 Μαρτίου 1831 ο μεγαλύτερος αδελφός παντρεύτηκε. Έτσι η μητέρα τους αποφάσισε να μοιράσει την οικογενειακή περιουσία στα παιδιά της και να μπορέσει ο Ιωάννης να επιστρέψει στο σπίτι του. Εργαζόταν όπου έβρισκε, ξυλουργός, σιδεράς κ.α. προκειμένου να καλύπτει τα έξοδα των σπουδών του τις οποίες συνέχισε αδιαλείπτως. Αυτό του έδωσε την ευκαιρία να μάθει πολλές τέχνες που θα του χρειαστούν αργότερα στην ποιμαντική και εκπαιδευτική του δράση. Στο σχολείο γνώρισε το Λουίτζι Comollo με τον οποίο τον έδενε μια δυνατή φιλία. Ο Λουίτζι έπεφτε συχνά θύμα “bullying” των συμμαθητών του και ο Ιωάννης τον προστάτευε μη μπορώντας να δεχτεί αυτή την αδικία. Θα πει κάποτε για αυτή τη φιλία: «Μπορώ να πω ότι μέσω αυτού άρχισα να μαθαίνω να ζω σαν Χριστιανός».
Το φθινόπωρο του 1832 ξεκίνησε την τρίτη Γραμματική. Στα επόμενα χρόνια παρακολούθησε μαθήματα ρητορικής κ.α. Τον Μάρτιο του 1834, καθώς επρόκειτο να ολοκληρώσει το σχολικό έτος, υπέβαλε αίτημα ένταξης στο τάγμα των Φραγκισκανών αλλά τελικά λόγω ενός ονείρου αντίθετου με την επιλογή άλλαξε γνώμη και μπήκε στο Ιεροσπουδαστήριο του Chieri όπου παρέμεινε μέχρι το 1841, σπουδάζοντας Δογματική, Ηθική, Αγία Γραφή και Ιστορία της Εκκλησίας.
Στις 29 Μαρτίου 1841 χειροτονείται Διάκονος και στις 5 Ιουνίου 1841 Ιερέας στο Παρεκκλήσιο του Αρχιεπισκοπικού Οίκου στο Τορίνο. Έχοντας αρνηθεί πολλές αναθέσεις αποφασίζει να ενταχθεί στο Εκκλησιαστικό Οικοτροφείο του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης στο Τορίνο που είχε ιδρυθεί το 1817 από τον δον Luigi Guala. Η προετοιμασία του Ιωάννη στο οικοτροφείο διήρκησε τρία χρόνια. Ήταν τότε που ανοίχθηκε ο δρόμος για την εφαρμογή της αποστολής που ονειρευόταν από τότε που ήταν παιδί: να είναι ιερέας ανάμεσα σε νέους για να τους μάθει τη χριστιανική διδασκαλία, να αγαπούν τον Κύριο και την Παναγία, υποδεικνύοντάς τους τον τρόπο για τη σωτηρία της ψυχής.
Κάπως έτσι δημιουργείται το Ορατόριο του Δον Μπόσκο. Ο Μπόσκο ασχολήθηκε με τη φτωχή νεολαία έτσι ώστε να ανακουφίσει τη δυστυχία και την άγνοια στις οποίες ήταν καταδικασμένη, προσφέροντας στους νέους εφόδια με τα οποία θα μπορούν να επιτύχουν και μέσω μιας αξιοπρεπούς εργασίας να πορεύονται αναλόγως στην ζωή. Αλλά κυρίως ο πραγματικός σκοπός της "κοινωνικής" δράσης του Ιωάννη Μπόσκο ήταν να οδηγήσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό ψυχών στον Ουρανό.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1841-1842 εργάστηκε για την εδραίωση του μικρού Ορατορίου που φιλοξενούταν στο οικοτροφείο. Μέσα στους δρόμους της χαοτικής πρωτεύουσας, ο Δον Μπόσκο αναζητούσε παιδιά και νέους που για να επιβιώσουν ακολουθούσαν την εγκληματικότητα. Νέους που είχαν εγκαταλείψει την ύπαιθρο και είχαν έρθει στην πόλη για ένα καλύτερο αύριο και περίμεναν απογοητευμένοι μια ευκαιρία για δουλειά, σαν ορφανοί μέσα σε μια πόλη που δεν γνώριζαν κανένα. Μαζί με τον δον Καφάσσο επισκέπτονταν τις φυλακές όπου άκουγαν τις ιστορίες των φυλακισμένων νέων. Ο Ιωάννης ξέροντας ότι αυτοί οι άνθρωποι, δίχως έναν οδηγό, θα έφταναν στην καταστροφή τους παρότρυνε να τον επισκεφτούν στην Εκκλησία του Αγίου Φραγκίσκου κατά την αποφυλάκισή τους. Έτσι όλο και περισσότεροι νέοι έβρισκαν στο Δον Μπόσκο ένα σίγουρο και ασφαλές καταφύγιο.
Στις 12 Απριλίου 1846, ανήμερα του Πάσχα, έπειτα από πολλές προσπάθειες, ο Δον Μπόσκο καταφέρνει να βρει ένα μόνιμο σπίτι για να στεγάσει τους νέους του. Εκτός από τις δραστηριότητες του Ορατορίου ξεκίνησαν νυκτερινό σχολείο, μουσικό σχολείο και διάφορα άλλα εργαστήρια για τέχνες που ο Ιωάννης είχε μάθει όταν εργαζόταν σαν μικρό παιδί. Με αυτόν το τρόπο το 1854 ιδρύεται η Σαλεσιανή Οικογένεια. Δέκα χρόνια αργότερα ευλογείται ο θεμέλιος λίθος του Προσκυνήματος της Santa Maria Ausiliatrice (της Παναγίας βοήθειας των Χριστιανών).
Πέθανε στις 31 Ιανουαρίου 1888. Στις 2 Ιουνίου 1929 ο Πίος 11ος προβαίνει στην μακαριωνυμία του και την 1η Απριλίου 1934 στην αγιοκατάταξή του.
Η εκπαιδευτική μέθοδος του Μπόσκο σκοπό έχει την διαμόρφωση «ειλικρινών πολιτών και καλών χριστιανών». Σήμερα υπάρχουν 14.486 Σαλεσιανοί πατέρες που απλώνονται σε 133 Χώρες. Διαθέτουν πολυάριθμα ορατόρια, σχολεία, κολλέγια και πανεπιστήμια και μετά τους Ιησουίτες είναι το δεύτερο πολυπληθέστερο ανδρικό μοναχικό τάγμα της Καθολικής Εκκλησίας.
Ο πιο διάσημος Έλληνας που φοίτησε σε σχολή των Σαλεσιανών ήταν ο Νικόλαος Καζαντζάκης, μαθητής της Εμπορικής Σχολής στη Νάξο.