28 Ιανουαρίου, Μνήμη του Αγίου Θωμά του Ακινάτη,
Διδασκάλου της Εκκλησίας
Ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης αποτελεί έναν από τους πυλώνες της δυτικής φιλοσοφικής σκέψης κι ένα λαμπρό παράδειγμα ερευνητή που ήξερε πώς να βιώνει εκείνο που ήταν στο επίκεντρο των σπουδών του: το μήνυμα του Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό το λόγο εξακολουθεί να είναι και σήμερα ένας προφητικός μάρτυρας που μας υπενθυμίζει ότι πρέπει να υπάρχει αντιστοιχία λόγων και πράξεων.
Ο Θωμάς είναι γνωστός για το μνημειώδες θεολογικό και φιλοσοφικό έργο του, ιδιαίτερα για την πολύτιμη εργασία σύνδεσης των κλασικών της σκέψεως και της χριστιανικής παράδοσης. Πράγματι, η κληρονομιά του έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος της παρακαταθήκης της πίστεως και έχει συμβάλει στη διαμόρφωση του ρόλου της Εκκλησίας.
Γεννήθηκε το 1224 στη Roccasecca και έγινε Δομινικανός στο Montecassino. Σπούδασε στη Νάπολη, στην Κολωνία, στο Παρίσι όπου και διδάσκει. Πέθανε το 1274 στη Fossanova. Όταν το 1323 ο Πάπας Ιωάννης 22ος εισήγαγε τον Θωμά Ακινάτη στον κατάλογο των Αγίων, απάντησε σε εκείνους που αντιτάχθηκαν στην αγιωνυμία του ισχυριζόμενοι πως δεν είχε κάνει μεγάλα θαύματα ούτε στη ζωή ούτε μετά το θάνατο, ως εξής: «Όσες θεολογικές επισημάνσεις έγραψε, τόσα ήταν τα θαύματα που έκανε». Αυτή είναι η μεγαλύτερη αναγνώριση που θα μπορούσε να δοθεί στον σπουδαίο αυτό θεολόγο και Διδάσκαλο της Εκκλησίας μας, ο οποίος με τη Summa Theologiae του ενίσχυσε σημαντικά το επιστημονικό, φιλοσοφικό και θεολογικό υπόβαθρο της Χριστιανική Διδασκαλίας.
Γεννήθηκε γύρω στο 1225 στο Κάστρο Roccasecca (Frosinone, Ιταλία) στην περιοχή που φεουδαρχικά άνηκε στον κόμη d’ Aquino. O πατέρας του Λανδόλφος είχε καταγωγή από τη Λομβαρδία και ήταν χήρος με τρία παιδιά. Σύναψε όμως δεύτερο γάμο με τη Θεοδώρα από τη Νάπολη που είχε νορμανδική καταγωγή. Από το γάμο αυτό γεννήθηκαν εννέα παιδιά, τέσσερα αγόρια και πέντε κορίτσια, εκ των οποίων ο Θωμάς ήταν το τελευταίο αγόρι της οικογένειας.
Σύμφωνα με το έθιμο της εποχής ο πεντάχρονος στάλθηκε ως «επιλεγμένος» στο μοναστήρι του Montecassino. Αυτό δεν προεξοφλούσε ότι το αγόρι θα γινόταν μοναχός, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μελλοντικός υποψήφιος.
Παρότι η ζωή στο μοναστήρι του άρεσε πολύ αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει επειδή το 1239 οι χώροι της μονής καταλήφθηκαν από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β’ ο οποίος βρισκόταν σε αντιπαράθεση με τον Πάπα Γρηγόριο τον 9ο. Ο Θωμάς ήταν τότε 14 ετών. Ο Αυτοκράτορας απομάκρυνε όλους τους μοναχούς εκτός από οκτώ ντόπιους, μειώνοντας έτσι αισθητά τη λειτουργικότητά της μονής. Ο ηγούμενος συνόδευσε τον έφηβο Θωμά στο πατρικό του και τον παρέδωσε στους γονείς του, ενώ τους συνέστησε να τον στείλουν για σπουδές στο υπό τη δικαιοδοσία του αυτοκράτορα Πανεπιστήμιο της Νάπολης. Όπως και έγινε. Εκεί παρακολούθησε το μάθημα των φιλελεύθερων τεχνών και είχε την ευκαιρία να γνωρίσει μερικά από τα γραπτά του Αριστοτέλη τα οποία απαγορευόταν στις εκκλησιαστικές σχολές.
Στη Νάπολη γνώρισε τους μοναχούς της κοντινής μονής του Αγίου Δομινίκου και θαύμασε τον τρόπο ζωής τους και το βαθύ κήρυγμα τους. Ήταν περίπου 20 ετών όταν το 1244 πήρε την απόφαση να ενταχθεί στο Τάγμα των Δομινικανών. Οι ανώτεροί του, αντιλαμβανόμενοι το χάρισμα του νεαρού, αποφάσισαν να τον στείλουν στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Η απόφαση του Θωμά να φορέσει το μοναχικό ένδυμα δεν έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την οικογένειά του. Η μητέρα του είχε μείνει χήρα και έλπιζε ο Θωμάς να καλύψει κάπως τις υποχρεώσεις του σπιτιού. Τα αδέλφια του ζήτησαν μέχρι και τη μεσολάβηση του ίδιου του αυτοκράτορα προκειμένου να αποτραπεί το ταξίδι του στο Παρίσι, πράγμα που πέτυχαν. Έκλεισαν τον Θωμά σε ένα κελί στο οικογενειακό κάστρο για περίπου ένα χρόνο προσπαθώντας να τον πείσουν να απαρνηθεί την επιλογή που για εκείνους θεωρούνταν ακατάλληλη για την αξιοπρέπεια της οικογένειας. Χρησιμοποίησαν διάφορες μεθόδους μια εκ των οποίων ήταν να του φέρουν μια όμορφη νεαρή για να βάλουν σε πειρασμό την αγνότητά του.
Τελικά ύστερα από ένα χρόνο κατ’ οίκον περιορισμού οι Δομινικανοί καταφέρνουν να πείσουν τη μητέρα του να του επιτρέψει την επιστροφή του στο Τάγμα.
Επέστρεψε στη Μονή στη Νάπολη και κατόπιν αποφάσεως του Γενικού Ηγουμένου στέλνεται για σπουδές στην Κολωνία όπου δίδασκε ο άγιος Αλβέρτος ο Μέγας, φιλόσοφος και θεολόγος, μυητής του μεσαιωνικού Αριστοτελισμού στον λατινικό κόσμο και άνθρωπος εγκυκλοπαιδικής κουλτούρας. Ο Θωμάς ήταν μαθητής του για σχεδόν πέντε χρόνια, από το 1248 έως το 1252. Έτσι δημιουργήθηκε μια γόνιμη συνύπαρξη ανάμεσα στις δύο αυτές ιδιοφυίες.
Ο Πάπας Ιννοκέντιος ο 4ος του πρότεινε να αναλάβει αββάς στη χηρεύουσα θέση του Montecassino αλλά αρνήθηκε διότι δεν ήθελε να εγκαταλείψει τους Δομινικανούς αλλά ούτε να εμπλακεί με ρόλους καριέρας στο εσωτερικό της Εκκλησίας.
Το 1252 νεοχειροτονηθείς ιερέας Θωμάς προτάθηκε από τον καθηγητή του Αλβέρτο ως υποψήφιος καθηγητής baccalarius biblicus στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Ήταν μόλις 27 χρονών όταν βρέθηκε να διδάσκει στη Γαλλική Πρωτεύουσα προετοιμάζοντας ταυτόχρονα το διδακτορικό στη Θεολογία. Στο Παρίσι οι καθηγητές που προέρχονταν από μοναχικά τάγματα αντιμετωπίζονταν από τον υπόλοιπο κλήρο με κάποια καχυποψία. Δεν ήταν διόλου εύκολο για τον Θωμά να επιβιώσει μέσα σε ένα αντιμαχόμενο περιβάλλον. Όταν μάλιστα, το 1255 έγινε Διδάκτωρ Θεολογίας οι εντάσεις εντάθηκαν σε σημείο μάλιστα να χρειαστεί ακόμα και η παρέμβαση του Πάπα υπέρ του Θωμά. Επί τη ευκαιρία ο Θωμάς είχε γράψει το περίφημο: “Contra impugnantes” υπερασπίζοντας τα μοναχικά τάγματα. Τελικά τον Οκτώβριο του 1256 χάρη στον καγκελάριο της Notre – Dame Americo da Veire μπόρεσε να παραδώσει το πρώτο του μάθημα αλλά πέρασε ακόμα πολύς καιρός προκειμένου ο Ιταλός καθηγητής να γίνει επίσημα δεκτός στο Ακαδημαϊκό Σώμα του Γαλλικού Πανεπιστημίου.
Ταυτόχρονα, κατόπιν προτροπής του Γενικού Ηγουμένου των Δομινικανών Raimondo di Peñafort, ξεκίνησε να γράφει μια θεολογική διατριβή με τίτλο “Summa contra gentiles” ώστε να παράσχει ένα πολύτιμο εργαλείο στους ιεραπόστολους οι οποίοι προετοιμαζόταν να κηρύξουν σε εκείνους τους τόπους όπου υπήρχε ισχυρή παρουσία Εβραίων και Μουσουλμάνων. Στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού παρέμεινε για τρία χρόνια.
Το 1259 κλήθηκε να επιστρέψει στην Ιταλία όπου συνέχισε τη διδασκαλία και το κήρυγμα, αρχικά στη Νάπολη και στη συνέχεια σε άλλες πόλεις, για να εγκατασταθεί τελικά από το 1262 μέχρι το 1264 στο Ορβιέτο. Ο Πάπας Ουρβανός 4ος παρήγγειλε στον πλέον ξακουστό θεολόγο να συνεργαστεί για τη σύνταξη του έργου “Catena aurea” (Ερμηνεία των τεσσάρων Ευαγγελίων) και να εμβαθύνει τις γνώσεις του γύρω από την Ελληνική Θεολογία. Για το λόγο αυτό προμηθεύτηκε τις μεταφράσεις όλων των Ελλήνων πατέρων στα λατινικά, γράφοντας το “Contra errores Graecorum” που για πολλά χρόνια είχε μια θετική επίδραση στις οικουμενικές σχέσεις.
Ο Πάπας παρήγγειλε επίσης στο Θωμά να γράψει τη λειτουργία και τους ύμνους της Πανήγυρης της Αγίας Δωρεάς (Corpus Domini) που καθιερώθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1264 μετά το θαύμα της Θείας Ευχαριστίας που έλαβε χώρα το 1263 στην κοντινή πόλη Bolsena, όταν ο ιερέας Πέτρος από την Πράγα, που είχε αμφιβολίες για την μετουσίωση, είδε από τον καθαγιασμένο άρτο που κρατούσε στα χέρια του να ρέει άφθονο αίμα. Ο περίφημος ύμνος Pange, lingua, gloriosi Corporis mysterium (= Ψάλλε γλώσσα το μυστήριο του ενδόξου Σώματος) που μέχρι σήμερα ψάλλεται είναι έργο του μεγάλου αυτού Αγίου Θεολόγου.
Το 1265 μετακομίζει στη Ρώμη όπου διευθύνει το Studium generale των Δομινικανών που βρισκόταν στο μοναστήρι της Σάντα Σαμπίνα. Μέσα σε δύο χρόνια ο Θωμάς είχε την ευθύνη της οργάνωσης μαθημάτων θεολογίας για τους φοιτητές της ρωμαϊκής επαρχίας των Δομινικανών.
Στη Ρώμη συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν όλοι οι σπουδαστές προετοιμασμένοι για μια πολύ απαιτητική θεολογική διδασκαλία και έτσι άρχισε να γράφει για αυτούς μια «Summa theologiae» ώστε να «παρουσιάσει τα σχετικά με τη χριστιανική θρησκεία με έναν τρόπο που είναι κατάλληλος για εκπαίδευση των αρχαρίων». Το μεγάλο θεολογικό έργο χάρη στο οποίο απέκτησε φήμη για όλους τους επόμενους αιώνες ξεκίνησε στη Ρώμη το 1267 και συνεχίστηκε για επτά χρόνια μέχρι να διακοπεί ξαφνικά τρεις μήνες πριν το θάνατό του στη Νάπολη στις 6 Δεκεμβρίου 1273.
Λόγω των συχνών μετακινήσεων ο Θωμάς δεν μπορούσε να ακολουθήσει την κοινοβιακή ζωή. Για το λόγο αυτό οι ανώτεροι τον πλαισίωσαν με έναν μοναχό το Reginaldo da Piperno, προκειμένου οι δύο μαζί να δημιουργούν όπου και αν βρίσκονταν κοινότητα.
Στα δέκα χρόνια παραμονής του στην Ιταλία συνέγραψε πολλά έργα όπως: “De unitate intellectus”, “De Redimine principum”, “Quaestiones disputatae, ‘De potentia’ e ‘De anima’ και φυσικά την περίφημη “Summa teologica”.
Στις αρχές το 1269 αναχωρεί εκ νέου για το Παρίσι. Εκεί, μεταξύ άλλων, έπρεπε να υπερασπιστεί τις θέσεις του εναντίων των Φραγκισκανών που ασπάζονταν μια διαφορετική οπτική από τη δική του – και κατά συνέπεια του τάγματός του – γύρω από θεολογικά θέματα. Tο 1272 επιστρέφει στην Ιταλία και εργάζεται στο τρίτο και τελευταίο μέρος της Summa που δεν ολοκλήρωσε ποτέ λόγω του θανάτου του. (Θα το ολοκληρώσει ο μαθητής του Reginaldo).
Στις 6 Δεκεμβρίου 1273 και ενώ τελούσε τη Θεία Λειτουργία συνέβη ένα περίεργο περιστατικό. Κάτι τον άγγιξε στο βάθος της καρδιάς του, από εκείνη την ημέρα η ζωή του άλλαξε και δεν ήθελε πλέον να γράψει ή να υπαγορεύσει τίποτε. Ο Reginaldo προσπάθησε επανειλημμένα να μάθει τί αισθανόταν αλλά μάταια. Μόνο λίγο αργότερα ο Θωμάς θα του πει: «Όλα όσα έχω γράψει σε σύγκριση με αυτά που τώρα μου έχουν αποκαλυφθεί είναι σαν άχυρα. Το μόνο που επιθυμώ είναι ο Θεός μετά το τέλος της συγγραφικής μου εργασίας να μπορέσει σύντομα να θέσει τέλος και στη ζωή μου». Τρεις ημέρες πριν το θάνατό του ζήτησε να λάβει τα έσχατα Μυστήρια της Εκκλησίας. Μόλις μετέλαβε είπε: «Έχω γράψει και διδάξει πολλά γι’ αυτό το Ιερότατο Σώμα και για τα άλλα Μυστήρια, σύμφωνα με την πίστη μου στον Χριστό και στην Αγία Ρωμαϊκή Εκκλησία, στην κρίση της οποίας υποβάλλω όλη μου τη διδασκαλία».
Το πρωί της 7ης Μαρτίου 1274 ο μέγας Θεολόγος άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία μόλις 49 ετών. Είχε γράψει περισσότερους από 40 τόμους.
Το 1567 ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης ανακηρύσσεται Διδάσκαλος της Εκκλησίας
πγπ