17 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ
ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΡΟΒΕΡΤΟΥ ΒΕΛΛΑΡΜΙΝΟΥ
Γεννημένος στις 4 Οκτωβρίου 1542 στο Montepulciano, κοντά στη Σιένα, ήταν ανιψιός, από την πλευρά της μητέρας του, του Πάπα Μάρκελου Β’. Πριν να εισέλθει στη Συντροφιά του Ιησού (Ιησουίτες) στις 20 Σεπτεμβρίου 1560, είχε λάβει εξαιρετική εκπαίδευση. Οι σπουδές στη φιλοσοφία και τη θεολογία, τις οποίες πραγματοποίησε μεταξύ του Ρωμαϊκού Κολλεγίου, της Πάδοβας και του Λέβεν, με επίκεντρο τον Άγιο Θωμά και τους Πατέρες της Εκκλησίας, υπήρξαν καθοριστικές για τον θεολογικό του προσανατολισμό.
Χειροτονήθηκε ιερέας στις 25 Μαρτίου 1570 και για μερικά χρόνια υπήρξε καθηγητής θεολογίας στη Λέβεν. Στη συνέχεια, κλήθηκε στη Ρώμη ως καθηγητής στο Ρωμαϊκό Κολλέγιο, του ανατέθηκε η έδρα της «Απολογητικής». Κατά τη δεκαετία στην οποία κατείχε αυτή τη θέση (1576 – 1586) ανέπτυξε μια πορεία μαθημάτων που αργότερα συγχωνεύθηκαν στο Controversiae, ένα έργο που έγινε αμέσως δημοφιλές για τη σαφήνεια και τον πλούτο του περιεχομένου του και για την κυρίως ιστορική προσέγγισή του.
Μόλις είχε ολοκληρωθεί η Σύνοδος του Τρέντο και ήταν απαραίτητο να ενισχυθεί και να επιβεβαιωθεί η ταυτότητα της Καθολικής Εκκλησίας σε σχέση με την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Η δράση της Βελλαρμίνου εντάχθηκε σε αυτό το πλαίσιο.
Από το 1588 έως το 1594 ήταν πνευματικός πατέρας των μαθητών των Ιησουιτών του Ρωμαϊκού Κολλεγίου, μεταξύ των οποίων γνώρισε και καθοδήγησε τον Άγιο Αλοΐσιο Γκονζάγκα.
Ο Πάπας Κλήμης ο 8ος τον διόρισε σύμβουλο του Ποντιφικού Ιερού Γραφείου και υπεύθυνο του Κολλεγίου των Κανονικών της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου.
Τη διετία 1597 – 1598 εξέδωσε τη Σύντομη Κατήχησή του που ήταν το πιο δημοφιλές από τα έργα του.
Στις 3 Μαρτίου 1599 γίνεται καρδινάλιος και στις 18 Μαρτίου 1602 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Καπούα. Έλαβε επισκοπική χειροτονία στις 21 Απριλίου του ίδιου έτους. Στα τρία χρόνια που ποίμανε την επισκοπή που του ανατέθηκε διακρίθηκε για το ζήλο του ως ιεροκήρυκα, για την εβδομαδιαία επίσκεψη στις ενορίες, για τις τρεις Επισκοπικές και για μια επαρχιακή Σύνοδο.
Αφού συμμετείχε στα κονκλάβια εκλογής του Πάπα Λέοντα του 11ου και του Παύλο του 5ου, ανακλήθηκε στη Ρώμη, όπου έγινε μέλος διαφόρων Συνόδων της Αγίας Έδρας. Είχε επίσης διπλωματικές αναθέσεις με τη Δημοκρατία της Βενετίας και την Αγγλία, για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων της Αποστολικής Έδρας.
Στα τελευταία του χρόνια συνέθεσε διάφορα βιβλία για την πνευματικότητα, στα οποία συμπύκνωσε τον καρπό των ετήσιων πνευματικών ασκήσεών του. Από την ανάγνωσή τους ο χριστιανικός λαός αντλεί ακόμα και σήμερα μεγάλη στήριξη.
Πέθανε στη Ρώμη στις 17 Σεπτεμβρίου 1621. Ο Πάπας Πίος ο 11ος τον τον αγιοποίησε το 1930 και ένα χρόνο αργότερα τον ανακήρυξε Διδάσκαλο της Εκκλησίας.
Ο Άγιος Ροβέρτος, κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα και τις αρχές του επόμενου αιώνα, διαδραμάτισε ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην Εκκλησία. Για την καθολική εκκλησιολογία οι Controversiaeαποτέλεσαν σημείο αναφοράς, το οποίο, για ζητήματα σχετικά με την Αποκάλυψη, τη φύση της Εκκλησίας, τα Ιερά Μυστήρια και τη θεολογική ανθρωπολογία εξακολουθεί να ισχύει. Επίσης διευκρίνισε τις αόρατες πτυχές της Εκκλησίας ως Μυστικό Σώμα και τις εικονογράφησε χρησιμοποιώντας την αναλογία σώματος και ψυχής, προκειμένου να περιγράψει τη σχέση του εσωτερικού πλούτου της Εκκλησίας και των μορφών που εξωτερικά την καθιστούν αντιληπτή. Σε αυτό το μνημειώδες έργο, το οποίο επιχειρεί να συστηματοποιήσει τις διάφορες θεολογικές αντιπαραθέσεις της εποχής, αποφεύγει κάθε πολεμική και επιθετική κλίση προς τις ιδέες της Μεταρρύθμισης, αλλά χρησιμοποιώντας τα επιχειρήματα της λογικής και την Παράδοση της Εκκλησίας, απεικονίζει με σαφήνεια και αποτελεσματικότητα Καθολικό Δόγμα.
πγπ