Κείμενο από τον π. Μάρκο Φώσκολο,
Εφημέριο Αγίου Νικολάου Χώρας Τήνου
Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΒΡΥΣΙΩΤΙΣΣΑ
Μέρος 3ο
3. Ιστορικές πηγές και βοηθήματα
Θα περίμενε κανείς να υπάρχουν πολλές ιστορικές πηγές που να μας περιγράφουν το παρελθόν του Προσκυνήματος της Παναγίας του Βρυσιού. Δυστυχώς, όμως, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το γιατί είναι ευκολονόητο, αν λάβουμε υπόψη μας τα όσα θα αναφερθούν στη συνέχεια. Ό,τι έχει σχέση με το Βρυσί σώθηκε, βασικά, μονάχα στην προφορική παράδοση. Ποτέ, οι προηγούμενες γενιές δεν φαντάστηκαν πως ένα μικρό εξωκκλήσι της Ενορίας Ταραμπάδου θα μπορούσε να αποκτήσει τέτοια σημασία για ολόκληρη την τοπική Εκκλησία. Τα λιγοστά έγγραφα που είχαν άμεση σχέση με το εξωκλήσι του Βρυσιού, φυλάγονταν στο Ενοριακό αρχείο του Ταραμπάδου, όπου υπαγόταν το εξωκλήσι και η περιουσία του και χάθηκαν όταν το αρχείο αυτό καταστράφηκε. Και στο Αρχείο της Επισκοπής σώθηκαν λιγοστά πράγματα, στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Έχουμε, βέβαια, αρκετά στοιχεία που αναφέρονται στην επιστροφή της εικόνας της Παναγίας από την Κωνσταντινούπολη στην Τήνο.
Για τους περασμένους αιώνες, έχουμε έμμεσες μαρτυρίες.
Το πιο ενδιαφέρον κείμενο, είναι ένα τετράδιο, που σώζεται από τα μέσα του περασμένου αιώνα, στο Αρχείο της Μονής των Ουρσουλινών (Λουτρά) και που περιγράφει το ιστορικό και τους λαϊκούς θρύλους που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στο λαό, σχετικά με τις Εκκλησίες της Παναγίας στο Βρυσί, στη Φανερωμένη (Στενή) και Καλαμάν (Βωλάξ). Πρώτο και σημαντικό βοήθημα και πηγή είναι αυτό το τετράδιο.
Δεύτερη σημαντική πηγή είναι το τεύχος που τυπώθηκε από τον τότε Αρχιεπίσκοπο της Αθήνας Ιωάννη Φιλιππούση, στα 1937, με τίτλο: «Η Εικών της Παναγίας του Βρεσιού, η ευρεθείσα κατά τον 17 αιώνα».
Σ’ αυτό το 30/σέλιδο τεύχος, συγκεντρώθηκαν όλες εκείνες οι προφορικές παραδόσεις που κυκλοφορούσαν και διαδίνονταν και κληρονομιούνταν από στόμα σε στόμα, αλλά συμπεριλήφθηκε και ένας ορισμένος αριθμός ενόρκων καταθέσεων, σχετικά με διάφορα συμβάντα. Ο συντάκτης αυτού του τεύχους είχε υπόψη του το τετράδιο του Αρχείου της Μονής των Ουρσουλινών, απ’ όπου άντλησε και πολλές πληροφορίες.
Υπάρχουν και διάσπαρτες ακόμα έγγραφες μαρτυρίες σε έγγραφα και δημοσιεύματα, στα οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω. Θα τις συμπληρώσουν οι προφορικές μαρτυρίες που έχουν συλλέξει διάφορα πρόσωπα κατά το παρελθόν.
4. Στα όρια του θρύλου και της ιστορίας
Ό,τι θα αναφέρουμε παρακάτω, αν δεν έχει άλλη βιβλιογραφική ή αρχειακή ένδειξη, προέρχεται από το τετράδιο του Αρχείου της Μονής των Ουρσουλινών που προαναφέραμε κι από το τεύχος του Αρχιεπισκόπου Ι. Φιλιππούση. Δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά πού τελειώνει ο θρύλος και πού αρχίζει η ιστορία, αναφορικά με την εύρεση της εικόνας της Παναγίας στο Βρυσί. Ο ευσεβής λαός δεν περιορίζονταν, τότε, στο να καταγράψει ορισμένα γεγονότα, αλλά φρόντιζε κιόλας να τους δίνει και μια «ευσεβή» ερμηνεία, που ενσωματώνονταν στην πραγματική ιστορία, με τρόπο που ερμηνεία και γεγονότα να γίνονται ένα σώμα, στο οποίο δύσκολα μπορούσε να ξεχωρίσει κανείς, μετά, το θρύλο απ’ την ιστορία. Θα έκανε λάθος κανείς αν νόμιζε πως ο θρύλος είναι «παραμύθι» και πως το γεγονός, από μόνο του, δημιουργεί την ιστορία. Η ιστορία έχει ανάγκη από την ερμηνεία, τόση όσο έχει ανάγκη ο θρύλος από το «ιστορικό γεγονός» για να μπορέσει να αναπτυχθεί. Ο θρύλος έχει τη ρίζα του, την αρχή του σ’ ένα αληθινό, πραγματικό γεγονός και συνήθως είναι μια λαϊκή ερμηνεία του, με πολλά, ίσως δευτερεύοντα στοιχεία που «μυθοποιούν» το γεγονός στο οποίο αναφέρεται. Θα ήταν, για τούτο, ανόητο να δούμε στην παρακάτω διήγηση, μαζεμένη από τα χείλη του απονήρευτου λαού όπου έζησε για αιώνες ολόκληρους, ένα παραμύθι. Το ίδιο αφελές θα ήταν αν βλέπαμε στην ίδια διήγηση, την πραγματική ιστορία, όπως ακριβώς έγινε.
Η διήγηση αυτή δίνεται, όπως την πίστεψε ο λαός μας.
Θα έπρεπε να πούμε δυο λόγια σχετικά με την ομοιότητα που έχει η παρακάτω διήγηση με κείνη που αναφέρεται σχετικά με την εύρεση της Εικόνας της Ευαγγελίστριας στη Χώρα. Συγκρίνοντάς τες, μπορούμε να πούμε πως η μια «αντιγράφει» την άλλη. Δεν συμβαίνει, όμως κάτι τέτοιο. Αντίθετα, το γεγονός της ομοιότητας, επιβεβαιώνει εκείνο που είπαμε παραπάνω: γεγονός + λαϊκή ερμηνεία.
Η ίδια μεταχείριση της ιστορίας πρέπει να γίνει και με την εύρεση του 1823, αφού κι εκεί δεν υπάρχουν έγγραφες μαρτυρίες για τον τρόπο που εξελίχτηκαν τα πράγματα. Απ’ την άλλη πλευρά δεν πρέπει να νομισθεί πως οι Καθολικοί αντέγραψαν την ιστορία της εύρεσης του 1823 και την ιδιοποιήθηκαν για το Βρυσί. Σ’ αυτό μαρτυρούν και οι θρύλοι που αναφέρονται σε γεγονότα προγενέστερα του 1821 (πρβλ. το θρύλο με τους πειρατές, παρακάτω), αλλά υπάρχει και η μαρτυρία του Μάρκου Ζαλώνη, δημοσιευμένη στο Παρίσι στα 1809, για το προσκύνημα του Βρυσιού, όπου οι Καθολικοί της Τήνου ετοιμάζονταν να εγκαινιάσουν «μέγαν ναόν».
Η διήγησή μας ξεκινά απ’ το μικρό μεσαιωνικό χωριό του Ταραμπάδου.
Σπίτια φτωχικά, μικροί στενοί δρόμοι, καμάρες, στάβλοι και κατώγια κάτω από τα σπίτια. Μια μικρή κλειστή κοινωνία, όπου ξεχωρίζει ο Παπάς του χωριού, καμιά – δυο Καλόγριες των σπιτιών, αφιερωμένες στο τάγμα του Αγίου Φραγκίσκου (οι γνωστές Terziarie που δεν υπάρχουν πια) και της Αγίας Ούρσουλας (ή Αγγελίνες).
Άνθρωποι αγαθοί, αγράμματοι ως επί το πλείστον, απονήρευτοι και ευσεβείς. Εκεί δεν υπάρχουν μεγάλες ιδέες και μεγάλα όνειρα. Η μοναδική προσδοκία τους είναι να είναι καλή η σοδειά, να μην αποβιβαστούν στο νησί Τούρκοι ή κουρσάροι, να έχουν καλούς απογόνους και καλό θάνατο. Πού και πού κάποιο παιδί ή κάποιος νέος κατόρθωνε να βγει από το στενό κύκλο των άλλων και να γίνει κάτι διαφορετικό, που τον ανέβαζε στην παραπάνω κοινωνική τάξη. Μάθαινε λίγα γράμματα, κοντά σε κάποιο μακρινό συγγενή που έμενε στο Κάστρο ή έξω απ’ το νησί, και μπορούσε να γίνει συντάκτης εγγράφων, «νοτάριος», ή κάτι άλλο, όπως γιατρός, αν μπορούσε να πάει να σπουδάσει στην Ιταλία. Υπήρχε και μια μικρή πιθανότητα ν’ ακολουθήσει το εκκλησιαστικό στάδιο και να γίνει φτωχός Παπάς, που εξυπηρετούσε φτωχότερους χωριανούς. Αυτή, με λίγα λόγια, ήταν η κατάσταση των χωριών μας, εκείνα τα χρόνια.
Σε μια φτωχιά «Καλόγρια του σπιτιού», που ανήκε στο Τρίτο Τάγμα του Αγίου Φραγκίσκου, στο χωριό Ταραμπάδος, έλαχε η τύχη να βοηθήσει στην εύρεση της εικόνας της Παναγίας. Μια νύχτα, λέει ο θρύλος και η παράδοση, ενώ η Καλόγρια κοιμόταν στο φτωχικό της σπιτάκι, στο όνειρό της φάνηκε η Παναγία που μ’ αγάπη της μίλησε και της είπε: «Κόρη μου, πήγαινε στον Πρε Ζάννε (τον Εφημέριο του χωριού) και πες του, πως από πολλά χρόνια βρίσκομαι κρυμμένη κάτω από το χώμα και τώρα θέλω να βγω. Ας πάρει ανθρώπους μαζί του κι ας πάει στο τάδε μέρος, κοντά στη ρεματιά που οδηγεί προς τον Αγιο Ρωμανό και κει ας σκάψουν. Να πας και συ μαζί τους και κάτω από ένα σωρό παλιά καλάμια θα με βρείτε».
Όταν η καλόγρια ξύπνησε το πρωί, πήγε και βρήκε τον Εφημέριό της και του διηγήθηκε το όνειρό της. Μ’ αγανάκτηση ο Εφημέριος την άκουσε και τελικά την έδιωξε μ’ άσχημο τρόπο. Κι η φτωχιά Καλόγρια έφυγε πιστεύοντας πως την ξεγέλασε η φαντασία της. Αλλά την επόμενη νύχτα είδε το ίδιο όνειρο κι άκουσε τα ίδια λόγια. Ξαναβρήκε τον Πρε Ζάννε που την δέχτηκε και πάλι μ’ άσχημο τρόπο.
Και την τρίτη, όμως, νύχτα επαναλήφτηκαν τα ίδια γεγονότα. «Βαρέθηκα, είπε η Παναγία, να μένω εκεί που είμαι. Πήγαινε στον Πρε Ζάννε και ζήτησέ του να κάμει ό,τι σου είπα». «Αχ Παναγιά μου», απάντησε η Καλόγρια, «ξέρεις πως με φωνάζει ανόητη και ξεμωραμένη… Εσύ φώτισέ τον, να κάμει ό,τι ζητάς». «Μη φοβάσαι», της απάντησε η Παναγία, «κάμε ό,τι σου λέω, με ταπεινοφροσύνη…». Αλλά το πρωί επαναλήφθηκε η ίδια σκηνή μέσα στην Εκκλησιά του Ταραμπάδου. Η Καλόγρια έφυγε και πάλι, με το κεφάλι κατεβασμένο…
Οι τρεις όμως επίμονες επισκέψεις της Καλογριάς, δημιούργησαν μέσα στην ψυχή του Πρε Ζάννε, μια αμφιβολία. Κι επειδή δεν μπορούσε ο ίδιος να λύσει το πρόβλημά του, ξεκίνησε για το γειτονικό χωριό της Ξινάρας, όπου έμενε ο Επίσκοπος της Τήνου. Του εξήγησε όσα άκουσε απ’ το στόμα της Καλόγριας και πως δεν της έδωσε καμιά σημασία, αλλά τη θεωρεί ξεμωραμένη και ανόητη. Ο Επίσκοπος δεν βρέθηκε σύμφωνος με τη διαγωγή του Πρε Ζάννε απέναντι στην Μοναχή. Ο ίδιος γνώριζε την αρετή της και δεν μπορούσε να δεχτεί πως όσα είχε πει ήταν καρπός της ανοησίας της και της περασμένης ηλικίας της. Του ζήτησε, αντίθετα να ακολουθήσει τις υποδείξεις της και σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος όφειλε να δείξει την αποδοκιμασία του στη φτωχή Καλόγρια.
Γύρισε στον Ταραμπάδο ο Πρε Ζάννε, φώναξε την Καλόγρια, πήρε και δυο εργάτες και ξεκίνησαν για την τοποθεσία που τους έδειξε η Μοναχή.
Εκεί έβγαλαν τα παλιά καλάμια κι άρχισαν να σκάβουν. Πολύ γρήγορα, ο ένας εργάτης κτύπησε με την αξίνα του ένα ξύλο, το τράβηξε έξω, το καθάρισε και διέκρινε πάνω του ζωγραφισμένες τις μορφές της Παναγίας που κρατούσε τον Ιησού. Η έκπληξη στάθηκε μεγάλη. Γονάτισαν μπροστά στην Εικόνα, τη φίλησαν και είπαν όλοι μαζί μια μικρή προσευχή. Ύστερα την πήραν και τη μετέφεραν στον Ταραμπάδο, όπου μπόρεσαν οι χωριανοί να την ασπαστούν και να προσευχηθούν μπροστά της. Το νέο διαδόθηκε γρήγορα στα διπλανά χωριά και την άλλη κιόλας μέρα, από πολύ νωρίς είχε μαζευτεί κόσμος για να δει την εικόνα που είχε ανακαλυφθεί με τόσο θαυμαστό τρόπο.
Όταν όμως άνοιξαν την Εκκλησιά, η εικόνα της Παναγίας δε βρέθηκε στη θέση της. Ύστερα από παράπονα και φωνές, σκέφτηκαν να την αναζητήσουν εκεί που την είχαν βρει. Πράγματι, η εικόνα βρίσκονταν όμορφα – όμορφα ακουμπισμένη μέσα στο λάκκο που είχαν σκάψει οι εργάτες την προηγούμενη μέρα. Με χαρά την ξανάφεραν πίσω, στον Ενοριακό ναό του χωριού. Αλλά και τη δεύτερη νύχτα συνέβηκε το ίδιο θαυμαστό γεγονός: η εικόνα είχε επιστρέψει και πάλι στο μέρος που είχε βρεθεί. Και για τρίτη φορά, το ίδιο γεγονός… Πείστηκαν πια όλοι, πως θέληση της Παναγίας ήταν να μένει μόνιμα στον τόπο που είχε βρεθεί η εικόνα της.
Έτσι, έχτισαν ένα μικρό ξωκλήσι σε κείνο το σημείο και αποφάσισαν να γιορτάζει κάθε χρόνο στη μέρα της Κοίμησης της Παναγίας, τον Δεκαπενταύγουστο.