Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΠΟΥΚΙΑ
Άκουγα για ένα ιδιαίτερο νησί, όπου κρατιόντουσαν δέσμιοι όλοι όσοι είχαν διαπράξει κάποιο έγκλημα ή κάποια σοβαρά λάθη. Στερημένοι κάθε δικαιώματος, καταδικασμένοι να ζουν μαζί και εξαρτώμενοι σε όλα από τους άλλους. Είχαν χάσει τα πάντα, δεν περίμεναν πια τίποτε και από κανένα. Και όμως έλεγαν ότι αισθάνονται ικανοποιημένοι που ζούσαν όλοι μαζί, έστω και έτσι!
Ένας από τους καταδικασμένους διαβεβαίωνε, ότι είναι ήρεμος και ήσυχος και ότι δεν είχε να υπερασπίσει κανένα, αλλά ούτε και κάποιος να τον υπερασπίσει. Δεν φοβόταν ούτε το θάνατο διότι, όπως έλεγε, είχε χάσει τα πάντα, την εκτίμηση των άλλων και των αγαπημένων του προσώπων. Δεν είχε καμία δυνατότητα να υπερασπίσει τα δικαιώματα του. Δεν είχε πια δικαιώματα.
Ένας άλλος ήταν απομονωμένος, πεπεισμένος και σίγουρος για το φταίξιμό του, που ποτέ δεν κακολογούσε κανένα διότι τους θεωρούσε όλους καλύτερους από τον εαυτό του. Ζώντας σε ένα τέτοιο κλίμα είχε ανακαλύψει και γευθεί την ομορφιά να υπηρετεί τους άλλους. Δεν είχε κανένα συμφέρον, αισθανόταν δικαιωμένος μόνο από την αγάπη που έδινε.
Περίμενα, μου έλεγε, όπως όλοι οι άλλοι τη στιγμή του φαγητού την οποία χαρακτήριζε «μπουκιά της χαράς». Γιατί όμως; Διότι του είχε ανατεθεί να υπηρετεί στο τραπέζι. Ήταν τόσο χαρούμενος να υπηρετεί, που με ένα πλατύ και ευχάριστο χαμόγελο μετακινιόταν από τραπέζι σε τραπέζι σχεδόν με βήματα χορού!