“Εμείς φυγάδες του πολέμου. Ο Πάπας ένας άγγελος που ήλθε να μας σώσει”

“Εμείς φυγάδες του πολέμου. Ο Πάπας ένας άγγελος που ήλθε να μας σώσει”

Συνέντευξη στην οικογένεια Alshakarji, μία από τις τρεις που μεταφέρθηκαν από τη Λέσβο στην Ιταλία χάρη στον Φραγκίσκο: Από τη δραματική φυγή από τη Συρία, το ταξίδι του τρόμου πάνω σε ένα φουσκωτό σκάφος έως τη «νέα ζωή» που τους προσφέρθηκε από τον Ποντίφικα και από το Saint ’Egidio.

Με το βλέμμα θαμπό η Suhila Alshakarji είναι μια από τους 12 σύριους πρόσφυγες που ο Πάπας Φραγκίσκος έφερε μαζί του στην Ιταλία από το νησί της Λέσβου. Μάτια θαμπά και κουρασμένα. Ζωντανεύουν μόνο όταν κοιτάζει την κόρη της την Qudus, 7 ετών – της οποίας το όνομα, πρέπει να διευκρινίσουμε, «σημαίνει Ιερουσαλήμ» – να παίζει ξέγνοιαστα στον κήπο και τελικά χαμογελά.

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η μικρή, μέσα σε ένα φουσκωτό σκάφος σχεδόν για μιάμιση ώρα στην ανοιχτή θάλασσα, με άλλα 36 άτομα, ακίνητοι για να αποφευχθεί κάθε κίνηση, ρωτούσε τρομοκρατημένη τη μητέρα της: «Τι συμβαίνει;».

 «Εκείνη τη στιγμή – διηγείται η Suhilaστο ZENIT- έκανα τα πάντα για να την κοιμίσω. Έτσι εάν πεθαίναμε, δε θα καταλάβαινε τίποτα».

Συνάντησα την οικογένεια, μαζί με άλλες δύο που είχε φέρει ο Πάπας, στην καρδιά του Trastevereόπου βρίσκεται η Σχολή ιταλικής γλώσσας και πολιτισμού της Κοινότητας του Saint’Egidio, όπου εθελοντές διδάσκουν την ιταλική γλώσσα δωρεάν σε περίπου 1.900 άτομα, συμπεριλαμβανομένων προσφύγων και αλλοδαπών.

Το δράμα που μου μεταφέρει η γυναίκα, μία πρώην μοδίστρα ούτε 50 χρόνων, είναι μόνο ένα από τα τόσα που η οικογένεια Alshakarji από το Deir Ezzor έπρεπε να υποστεί εδώ και μερικά χρόνια. Από τότε, δηλαδή, που εκείνες οι δαιμονικές δυνάμεις, οι γνωστές ως Ισλαμικό Κράτος, Isis, Daeshέχουν μολύνει μία περιοχή που έως τώρα χαρακτηριζόταν από την ειρήνη και τον διάλογο.

«Εδώ και 1.400 χρόνια ζούσαμε ειρηνικά στο Deir Ezzor» διηγείται ο Rami, ο επικεφαλής της οικογένειας, ένας σεβαστός δάσκαλος πριν γίνει πρόσφυγας. Σε αυτή τη ζώνη τη γνωστή ως «το Άουσβιτς των Αρμενίων», που ο Isis κατέστρεψε και σκότωσε 300 πολίτες, «για χιλιάδες χρόνια ήμασταν όλοι ίσοι: Μουσουλμάνοι, Καθολικοί, Εβραίοι… Δεν είχαμε διαφορές, ποτέ κανένας δεν ρωτούσε σε ποια θρησκεία ανήκεις».

Από εκεί οι Alshakarji έπρεπε να φύγουν βιαστικά με τα τρία παιδιά τους: εκτός από την Qudus, ακόμη ο Rashid, 18 χρόνων, και ο Abdalmajid, 15 χρόνων, που σε αυτή τη νέα φάση της ζωής του τον αποκαλούνε Totti όπως και ο διάσημος ποδοσφαιριστής. «Είμαι ευχαριστημένος που ήρθα στην Ιταλία έτσι έχω δύο πράγματα: το ποδόσφαιρο και το σχολείο. Τελικά μπορώ να επιστρέψω στο σχολείο» λέει, στη συνέχεια κρύβεται πίσω από ένα ντροπαλό χαμόγελο, ενώ ο αδελφός του δε λέει λέξη.

«Είναι πολύ αγχωμένοι» εξηγεί ο μπαμπάς Rami, ο οποίος αντιθέτως είναι εξωστρεφής και στοργικός με όλους τους δημοσιογράφους ή τους εθελοντές του Saint’Egidi oπου πηγαίνουν εκεί για να τους βρουν. «Δίνουν συνεντεύξεις καθημερινά» εξηγεί ο Roberto Zuccolini, ένας από τους υπεύθυνους της Κοινότητας για τις σχέσεις με τον Τύπο. «Ζήτησαν πράγματι, να προστατευτούν από την υπερβολική έκθεση στα μέσα ενημέρωσης».

Ωστόσο ο Rami έχει ανάγκη να μιλήσει, θέλει να βγάλει από μέσα του όλο το κακό που υπέφερε. Πρώτα από όλα της φυλάκισής του από τους Τζιχαδιστές, η οποία διήρκεσε έξι μήνες. Ο Rami σταυρώνει τους καρπούς για να δείξει την κατάσταση στην οποία αναγκαζόταν να ζει καθημερινά: αλυσοδεμένος χέρια και πόδια. «Με μαστίγωναν και με χτυπούσαν στην πλάτη», μου διηγείται. «Γιατί;» ρωτάω, και αφελώς προσθέτω: «Είσαι μουσουλμάνος…».

«Αυτοί δεν είναι μουσουλμάνοι» απαντά σχεδόν θυμωμένα, «αυτοί δεν έχουν θρησκεία. Μας απήγαγαν και μας μαστίγωναν μόνο για να εδραιωθούν, για να κάνουν κατανοητό ποιος έχει τη δύναμη, για να μας φοβίσουν». Και ο αδελφός του Rami, 55 χρόνων, απήχθηκε για τρία χρόνια, στη συνέχεια και αυτός αφέθηκε ελεύθερος. Την ίδια τύχη είχαν και τόσοι άλλοι συγγενείς τους. «Τρεις εξαφανίστηκαν» διηγείται η Suhila, «δεν γνωρίζουμε εάν είναι ζωντανοί. Εννέα έχουν πεθάνει. Όλη η υπόλοιπη οικογένεια βρίσκεται σε διάφορες πόλεις της Συρίας, όπου σήμερα γίνονται  μάχες. Μερικές φορές καταφέρνουμε να έχουμε νέα τους, άλλες πάλι όχι. Φοβόμαστε». 

Η γυναίκα, κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του συζύγου της, με θάρρος διέφυγε με τα παιδιά στο Λίβανο με τη βοήθεια συγγενών. Δεν πίστευε ότι θα επανασυνδέονταν ποτέ, όταν το θαύμα συνέβη αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να φύγουν από τη χώρα. «Αποφάσισα να φύγω γιατί ήθελα να σώσω την οικογένειά  μου» εξηγεί ο άντρας, «τραπήκαμε σε φυγή όταν καταλάβαμε ότι η ζωή των παιδιών βρισκόταν σε κίνδυνο. Είναι νέοι και θα μπορούσαν να πεθάνουν ανά πάσα στιγμή από τους βομβαρδισμούς ή θα αναγκάζονταν να στρατολογηθούν» στην τζιχάντ.

Για το σπίτι τους δεν ξέρουν πια τίποτα. Κατά πάσα πιθανότητα θα έχει καταστραφεί: «Όταν φύγαμε το χωριό κάηκε από τις βόμβες». Αντιθέτως, στη μνήμη τους αποτυπώνεται όλη η διαδικασία διαφυγής από τη χώρα: η νυχτερινή απόδραση από το Deir Ezzorμέσω Raqqa, Χαλεπιού και άλλων κατακτημένων περιοχών από τον Isis, «τόσο επικίνδυνες που δεν υπήρχαν ούτε ζώα στο δρόμο». «Κάποιοι από εμάς τις διασχίσαμε με τα πόδια, άλλοι κρυμμένοι σε φορτηγά με φρούτα και λαχανικά», λέει η Suhila.

“ «Μας φέρθηκαν πολύ άσχημα» επανέλαβε ο σύζυγος, «κάθε φορά βρίσκαμε και από κάποιον που μας φώναζε: «Σταμάτα, ποιος είσαι; Με ποια πλευρά είσαι; Με ποιο κόμμα είσαι; Ποια είναι η θρησκεία σου;» Έτσι, απλά για να μας ενοχλούν, για να μας τρομάζουν».

Όλα αυτά διήρκεσαν 10 ημέρες, τότε οι Alshakarji έφτασαν στην Σμύρνη, στην Τουρκία, για να δοκιμάσουν την τύχη τους μέσα από τον «παράνομο δρόμο», μεταβαίνοντας δηλαδή πάνω σε μια βάρκα κάποια στιγμή στη Λέσβο. «ένα σκάφος; Ίσως μία λέμβος», αναφωνεί ο Rami.

 «Φύγαμε στις 23, κάθε 100 μέτρα ο κινητήρας μπλόκαρε». Κανένας δεν πέθανε, η θάλασσα ήταν ανεξήγητα ήρεμη, αλλά σε κάποιο σημείο, μέσα στη νύχτα, το σκάφος σταμάτησε για 90 λεπτά. «Δεν φαινόταν τίποτα στον ορίζοντα. Καλέσαμε το Λιμενικό Σώμα αλλά δυσκολευόταν να μας βρει. Παραμείναμε εκεί ακίνητοι: οι γυναίκες και τα παιδιά στη μέση και ολόγυρα οι άντρες. Έφτανε λίγο αεράκι ή η παραμικρή κίνηση και όλοι και οι 36 θα είχαμε καταλήξει στο νερό».

Ο τρόμος αναπαραγόταν για ακόμη 5 ώρες έως την άφιξη στη Λέσβο. Στο ελληνικό νησί οι πρόσφυγες βρήκαν ένα εντελώς διαφορετικό σενάριο. Τα παιδιά χαμογελούν ενθυμούμενα «την εντυπωσιακή υποδοχή» στην παραλία. «Υπήρχαν εθελοντές μικροί και μεγάλοι, που μπήκαν στο νερό για να μας βοηθήσουν να κατέβουμε. Ακόμη και ηλικιωμένες γυναίκες βοήθησαν σπρώχνοντας το σκάφος στην παραλία». Στη συνέχεια, αφού αποβιβαστήκαμε, διηγείται ο Rami μετακινούμενος, «μας πέταξαν λουλούδια».

Στη Λέσβο, στο κέντρο συγκέντρωσης της Μόρια, το οποίο επισκέφτηκε ο Πάπας, η οικογένεια παρέμεινε για 50 ημέρες. «Ήμασταν καλά, αλλά ήμασταν πάρα πολλοί – εξηγεί η Suhila– δεν υπήρχαν αρκετά βασικά πράγματα όπως η τροφή, το νερό… Δεν τρώγαμε καλά, δεν υπήρχε αρκετό νερό για να κάνουμε μπάνιο, πολλά παιδιά και μωρά αρρώστησαν. Με δυσκολία βρίσκαμε γιατρούς».

Ωστόσο, προσθέτει η γυναίκα, στο νησί οι πρόσφυγες ήταν σε θέση να απολαύσουν αυτή την ανθρώπινη  θαλπωρή που είχαν σχεδόν ξεχάσει: «Οι άνθρωποι ήταν πολύ καλοί, πολύ στοργικοί». Τόσο που και η μικρή Qudus γρήγορα εγκλιματίστηκε: «Έτρεχε γύρω στο χώρο από τις 9 έως τα μεσάνυχτα. Έδινε ένα χέρι βοήθειας στους εθελοντές για να βοηθήσουν τους άλλους πρόσφυγες».

Στη συνέχεια ήρθε ο Φραγκίσκος: «Ένας άγγελος ήρθε για να μας σώσει». Όταν ερωτήθηκε πώς εξέλαβε την είδηση ότι ο Πάπας τους είχε επιλέξει μεταξύ των τριών οικογενειών που θα έπαιρνε στην Ιταλία, ο Ramiέβαλε τα χέρια πάνω στα μάτια του και απάντησε: «Τι να πω; Ήταν μια μεγάλη έκπληξη, δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε: μία προσωπικότητα που βλέπαμε στην τηλεόραση και που δεν είναι καν μουσουλμάνος είχε έρθει να μας πάρει, να μας σώσει… Δεν το περιμέναμε ποτέ».

«Αισθανθήκαμε μια νέα ζωή μέσα μας, υπήρχε μια ελπίδα» δηλώνει η σύζυγος, υπαινίσσοντάς το με ένα χαμόγελο. Και η Qudus σπεύδει για να μου πει τα δικά της: «όταν συνάντησα τον Πάπα του είπα: «Αυτός είναι ο μπαμπάς μου, εσύ είσαι ο μπαμπάς μου;» Τον φίλησα και τον αγκάλιασα και του είπα ότι το όνομά μου σημαίνει Ιερουσαλήμ, αυτός ήταν ευχαριστημένος, έπαιξε μαζί μου».

Από εκείνη τη συνάντηση με τον Ποντίφικα, η μία έκπληξη διαδέχτηκε την άλλη: «Γευματίσαμε μαζί, φάγαμε ακόμη και τα λαζάνια!» διηγείται ο Rami, στη συνέχεια η άφιξη στην Ιταλία όπου βρήκαν τους εθελοντές του Sant’Egidio οι οποίοι τους καλωσόρισαν «σαν να ανήκαν στην ίδια οικογένεια».

Τώρα η Κοινότητα προσφέρει διατροφή και διαμονή και τους διδάσκουν τη γλώσσα. «Μόλις έφτασαν οι οικογένειες υπέβαλαν αίτηση πολιτικού ασύλου στο Αεροδρόμιο του Campino. Έλαβαν άδεια διαμονής» ακριβολογεί ο Zuccolini. Τώρα, προσθέτει, «αρχίζουν να εντάσσονται. Κάνουν ψώνια, αναζητούν ένα σχολείο για τα παιδιά τους… Με εντυπωσίασε γιατί παρά το γεγονός ότι προέρχονται από μακρινά μέρη, περιοχές πολέμου, μέσα σε μια εβδομάδα αισθάνθηκαν σαν το σπίτι τους. Εάν υπάρχει η θέληση ένταξης όλα γίνονται πιο εύκολα».

Επί του παρόντος, η οικογένεια Alshakarji, ζει «ένα όνειρο». Δεν έχουν προοπτικές: στο σπίτι είναι αδύνατον να επιστρέψουν, το να πάνε σε μια άλλη χώρα, είναι δύσκολο. Η μόνη ελπίδα είναι αυτή που εκφράζει από καρδιάς η Syhila: «Όλες οι χώρες, όχι μόνο οι ευρωπαϊκές αλλά και οι μουσουλμανικές, θα έπρεπε να ακολουθήσουν την κίνηση του Πάπα και να βοηθήσουν τις οικογένειες της Συρίας. Αυτόείναισημαντικόεπειδήάνθρωποιπεθαίνουνκαθημερινά».

Τους ζητώ μια φωτογραφία για να αποθανατίσω αυτή την τόσο έντονη στιγμή. Τα παιδιά χαμογελούν και λένε: «Selfie!». Ο Ramiωστόσο επιμένει, να τραβήξω τη φωτογραφία μπροστά από την πινακίδα της Κοινότητας του Sant’Egidio: «Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για να τους ευχαριστήσουμε».

κοινοποίηση άρθρου:

Περισσότερα

Διαβάστε ακόμη

Mελέτη του Ευαγγελίου της ημέρας

  ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ 23ης ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 11 Σεπτεμβρίου 2024                                   Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αμήν Επικαλούμαι το Πνεύμα