Το να επανεξετάσει κανείς τις σχέσεις του με το Θεό μπορεί να γίνει για κάθε κλήση μία δυνατή ένδειξη για μια φωτεινή και χαρούμενη ελπίδα.
Σε όλες τις δραστηριότητες που έκανε ο Διονύσης, κάτω από την κόπωση διερωτόταν αν άξιζε ο κόπος. Την ώθηση να συνεχίσει τη λάβαινε από το φάκελο της πληρωμής.
Ήδη σε μεγάλη ηλικία αισθάνθηκε την κλήση της μοναχικής ζωής όπου ο κανονισμός του ζητούσε στιγμές και εντολές που συχνά ήταν βαριές. Ακόμη και στο Μοναστήρι φυσικά «ξεφυσούσε», πράγμα που έκανε τον υπεύθυνο της μοναχικής ζωής του να θεωρήσει απαραίτητο και μάλιστα επείγον κάποιες στιγμές σοβαρής και λεπτή επιβεβαίωσης της κλήσης του.
Του πρότεινε μία περίοδο για να σκεφθεί την κλήση του και το λόγο για τον οποίο είχε μπει στο μοναστήρι. Του ζήτησε να μελετήσει τα λόγια του Ιησού σε σχέση με τους ανωτέρους: «όποιος σας ακούει εμένα» εμένα», λόγια που γινόντουσαν ακόμη πιο σαφή στον κανονισμό του Μοναστηριού. “ ας γνωρίζει ο Μοναχός ότι όποιος να υπακούει τους ανωτέρους του , υπακούει στο Θεό», και στη συνέχεια θα έβλεπαν.
Από αυτή την περίοδο της επανεξέτασης της ζωής και της χριστιανικής κλήσης, ο νεαρός βγήκε απόλυτα πεπεισμένος, θα έλεγα και με χαρά ολότελα αλλαγμένος.
Δεν έχω πια λόγους να ξεφυσώ – έλεγε- διότι τώρα γνωρίζω τέλεια Ποιόν έχω επιλέξει. Εγώ εξέλεξα και επανεξέλεξα το Θεό ως εργοδότη μου. Εκείνος με πληρώνει καλά με το εκατονταπλάσιο σ’ αυτή τη ζωή, αλλά προπάντων μου πλημμυρίζει την καρδιά από ειρήνη, χαρά και γαλήνη για να τη μοιράζω με δικαιοσύνη και στους άλλους.