ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΠΡΩΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ Γ
Η Ευαγγελική περικοπή της σημερινής Κυριακής μας εισάγει στην πόλη της Ιεριχώ μαζί με τον Ιησού. Δεν πρόκειται για μια πορεία άσκοπη και βιαστική όπως συνήθως συμβαίνει σ’ αυτή τη συνοριακή πόλη ή όπως συμβαίνει και σήμερα καθημερινά στις πόλεις μας. Παρόλο που ο προορισμός είναι η Ιερουσαλήμ, ο Ιησούς βαδίζει για να συναντήσει το λαό, για να βοηθήσει όποιο έχει ανάγκη, για να θεραπεύσει όποιον είναι άρρωστος και για να παρηγορήσει όποιον είναι θλιμμένος. Βαδίζει στους δρόμους της πόλης , αλλά στην πραγματικότητα θέλει να βαδίσει στους δρόμους της καρδιάς των ανθρώπων και ιδιαίτερα αυτές που είναι κλειστές ακόμα και στους πιο κοντινούς.
Στην Ιεριχώ κατοικούσε ένας Αρχιτελώνης με το όνομα Ζακχαίος. Σ’ αυτόν οι Δημόσιες Αρχές είχαν αναθέσει την ευθύνη να ελέγχει το πέρασμα και όλη τη δραστηριότητα της περιοχής. Αυτή η εργασία του επέτρεπε να συγκεντρώνει αρκετά χρήματα και ίσως με τρόπους όχι πάντοτε νόμιμους.
Ο Ζακχαίος γνωστός της πόλης Ιεριχώς, εντυπωσιασμένος από τον ενθουσιασμό του πλήθους θα ήθελε και εκείνος να δει τον Ιησού που περνούσε από την πόλη, όμως δεν τον βοηθούσε το κοντό του ανάστημα. Αυτή η έκφραση «το κοντό του ανάστημα» έχει και μία συμβολική σημασία.
Το πλήθος ή καλύτερα η ατμόσφαιρα η πνιχτική που υπάρχει μέσα στην πόλη δεν βοηθά για να δει κανείς το Χριστό. Και ο Ζακχαίος δεν είναι πάνω από αυτό το πλήθος, όπως εξ άλλου και εμείς δεν είμαστε πάνω από την κοινή νοοτροπία της πλειοψηφίας των συνανθρώπων μας. Όλοι είμαστε πολύ χαμηλά, πολύ ανήσυχοι για μας τους ίδιους, για τις υποθέσεις μας, και δεν μπορούμε να τρέξουμε και να συναντήσουμε τον Χριστό που περνά. Δεν φθάνει να σηκωθούμε στις μύτες των ποδιών μας, μένοντας στο ίδιο μέρος που βρισκόμαστε. Ο Ζακχαίος τρέχει μπροστά, βγαίνει από το πλήθος και ανεβαίνει πάνω σε ένα δένδρο.
Το πλήθος δεν είναι μόνο αυτό που βρίσκεται έξω από μας. Πολλές φορές η καρδιά μας είναι γεμάτη από σκέψεις, ανησυχίες που δεν μας αφήνουν να βγούμε από τον εαυτό μας, διότι μας κρατούν δέσμιους και σκλάβους του εαυτού μας. Ναι υπάρχει ένα πλήθος στην καρδιά του κάθεενός από το οποίο πρέπει να ξεφύγουμε. Και το δένδρο στο οποίο πρέπει να ανεβούμε μπορεί να είναι κάποιος φίλος , κάποιος ιερέας, κάποιες στιγμές περισυλλογής, η μοναχική μας ή ενοριακή μας κοινότητά. Όλοι αυτοί μπορούν να μας βοηθήσουνε να ξεφύγουμε από τα εμπόδια και να προχωρήσουμε για να συναντήσουμε τον Χριστό.
Όταν ο Ιησούς πέρασε, κοίταξε ψηλά και είδε το Ζακχαίο. Του είπε αμέσως: «Ζακχαίε, κατέβα αμέσως διότι σήμερα πρέπει να σταματήσω στο σπίτι σου». (στίχος 5). Μπορούμε να φανταστούμε την έκπληξη και την αμηχανία αυτού του γνωστού σε όλους ανθρώπου που διακινδύνεψε ακόμη και να γελοιοποιηθεί για τον τρόπο που διάλεξε για να δει τον Ιησού.
Το Ευαγγέλιο όμως επείγεται, επείγεται να αλλάξει ο κόσμος, να αλλάξει ο κάθε ένας από μας, επείγεται η ευτυχία να φθάσει σε πολλούς, επείγεται οι αδύναμοι και οι άρρωστοι να βοηθηθούν. Και αν κάποιος λέει: «Είναι δύσκολο τώρα πια ν’ αλλάξω», το παράδειγμα του Ζακχαίου αποδεικνύει το αντίθετο..
Μετά τη συνάντησή του με το Χριστό εκείνος αλλάζει ριζικά: «Δίνω τα μισά από τα υπάρχοντά μου στους φτωχούς» (στίχος 8). Είναι μια φράση πολύ ρεαλιστική. Δεν λέει τα δίνω όλα, αλλά «τα μισά από τα υπάρχοντά μου». Προσδιορίζει την ποσότητα και την τηρεί. Μπορούμε να πούμε πως δείχνει το δρόμο της πραγματικότητας αξιολογώντας την προσωπική του κατάσταση και αποφασίζει να την αλλάξει. Και εμείς μπορούμε να βρούμε το συγκεκριμένο μέτρο και να το τηρήσουμε. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να έρθει η σωτηρία στη ζωή μας.