«Το Ανάθεμα του 1054 και η άρση του το 1965»
Στις 7 Δεκεμβρίου, η Εκκλησία μας, τιμά την ιερά μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Αμβροσίου Επισκόπου Μεδιολάνων.
Του Ιερομ. Ιωακείμ Οικονομίκου, Ιεροκήρυκα της Ι. Μ. Κίτρους
Αυτήν την ημέρα, επέλεξε η Μητέρα Εκκλησία να σβήσει από την μνήμη της τα Αναθέματα πού είχε καταθέσει ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος στις 16 Ιουλίου του 1054 εναντίον του Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου, στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας.
Λίγες ημέρες μετά, στις 24 του ιδίου μηνός, ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος εξέδωσε δικό του αφοριστικό κείμενο εναντίον του Καρδιναλίου Ουμβέρτου.
Η κίνηση αυτή πλήγωσε ανεπανόρθωτα τις δύο κορυφαίες Εκκλησίες, οδηγώντας τες στην απομόνωση και στην απομάκρυνση. Αλλά ποιό ήταν το ιστορικό πλαίσιο πού φτάσαμε στην κατάθεση του αφοριστικού κειμένου και πώς έγινε η άρση του;
Όλα ξεκινούν το 1009, όταν ο τελευταίος Πάπας Ιωάννης XVIII μνημονεύτηκε στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Μετά την παραίτησή του, στον Θρόνο της Εκκλησίας της Ρώμης ανέρχεται ο πρώτος Φράγκος Πάπας και αυτός είναι ο Σέργιος IV. Ο νέος Φράγκος Πάπας, στέλνει επιστολή στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο δηλώνοντας την πίστη του στο δόγμα του Φιλιόκβε. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως αρνήθηκε να δεχτεί αυτήν την ομολογία, με αποτέλεσμα η Κωνσταντινούπολη να διακόψει το μνημόσυνο του Ρώμης και να διαγραφεί το όνομά του. Από τότε κανένας Πάπας δεν μνημονεύτηκε στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και κατ’ επέκταση στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Μια προσπάθεια για την αποκατάσταση των σχέσεων των δύο Εκκλησιών γίνεται το 1024 όπου ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ευστάθιος, γράφει μια επιστολή πρός τον Πάπα Ιωάννη τον 19ο ζητώντας την αποκατάσταση των σχέσεων και την διευθέτηση των διαφωνιών τους. Ο Πατριάρχης Ευστάθιος γράφει: “με την συναίνεση του Επισκόπου Ρώμης, η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως θα καλείται και θα θεωρείται Οικουμενική στην σφαίρα της δικής της επιρροής, όπως και η Εκκλησία της Ρώμης, είναι στον κόσμο” (Στήβεν Ράνσημαν. Δύση και Ανατολή σε σχίσμα. σελ. 60). Αυτήν την κίνηση ανέτρεψαν οι Κλουνιακοί Μοναχοί, οι οποίοι ήταν πιστοί στον Πάπα.
Το 1043, ανέρχεται στον Θρόνο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ο Μιχαήλ Κηρουλάριος. Ήταν ένας ικανός διοικητής, αλλά άκαμπτος και τραχύς, ενώ οι θεολογικές και εκκλησιαστικές γνώσεις του ήταν μικρές και ελλιπείς. Έτρεφε μια αντιπάθεια πρός τον Παπισμό, ενώ προσπαθούσε να επιβάλλει μια ομοιομορφία στις Λατινικές Εκκλησίες της Κωνσταντινουπόλεως, κάτι πού προκάλεσε την αντίδραση της Ρώμης και των Λατίνων της Πόλεως.
Το 1053,ο Πάπας Λέων ο Θ’ (1049 – 1054) ηγήθηκε μιας εκστρατείας εναντίον των Νορμανδών. Στην μάχη αυτή ο Πάπας συνελήφθη. Λίγο πριν πεθάνει, επέστρεψε στην Ρώμη, προσαρτώντας τις επαρχίες της Νοτίου Ιταλίας από τον Κωνσταντινουπόλεως στην άμεση δικαιοδοσία του. Η ενέργεια αυτή έκανε τον Μιχαήλ Κηρουλάριο να στείλει μια επιστολή δια του Αχρίδος Ιωάννου πρός τον Τρανίας Ιωάννη, καταδικάζοντας τα ρωμαϊκά έθιμα. Την επιστολή αυτήν, ο Αχρίδος Ιωάννης την επέδωσε στον Καρδινάλιο Ουμβέρτο. Ο Ουμβέρτος μη γνωρίζοντας καλά ελληνικά, έκανε μια πρόχειρη μετάφραση την οποία επέδωσε στον Πάπα Λέοντα Θ’. Ο Πάπας ζήτησε από τον Καρδινάλιο Ουμβέρτο να συντάξει δύο επιστολές. Η μία πρός τον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο και η άλλη πρός τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος, προβάλλοντας την υπεροχή της Ρώμης.
Την ίδια στιγμή, μια αντιπροσωπεία από την Κωνσταντινούπολη, φτάνει στην Ρώμη προσκομίζοντας δύο επιστολές. Η μία από τον Πατριάρχη και η άλλη από τον Αυτοκράτορα. Ο Πατριάρχης έλεγε ότι θα γράψει το όνομα του Πάπα στα Δίπτυχα, αν και ο Πάπας έγραφε το δικό του όνομα στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ρώμης. Το “λάθος” όμως του Πατριάρχου που πυροδότησε ακόμα περισσότερο τις άσχημες σχέσεις ήταν, ότι τον αποκαλούσε “αδελφό” και όχι “πατέρα”, ενώ υπέγραφε ως Οικουμενικός Πατριάρχης.
Ο Πάπας, παρά την ψυχρότητα, στέλνει μια αντιπροσωπεία να συζητήσει με την Κωνσταντινούπολη, για τα θέματα πού είχαν προκύψει. Η αντιπροσωπεία αποτελούνταν από τον Καρδινάλιο Ουμβέρτο, τον Καρδινάλιο Φρειδερίκο της Λωραίνης και τον Αρχιεπίσκοπο Πέτρο του Αμάλφι. Μέχρι όμως να φτάσει η Παπική αντιπροσωπεία, ο Πάπας Λέων ο Θ’ πέθανε. Κατά την παραμονή της αντιπροσωπείας στην Πόλη, ο Πατριάρχης διαπίστωσε ότι η επιστολή του Πάπα είχε παραβιαστεί, ενώ το περιεχόμενο το θεωρούσε προσβλητικό. Όπως ανέφερε, ο Πάπας ήταν ευγενικός και δεν μπορεί να έχει γράψει μια τέτοιοι επιστολή. Ο θάνατος όμως του Πάπα δεν νομιμοποιούσε πλέον την παραμονή τους στην Πόλη.
Η Παπική αντιπροσωπεία όμως, παρέμεινε στην Πόλη προκαλώντας με την συμπεριφορά τους, μέχρι το καλοκαίρι του 1054, χωρίς κάποια αποτελέσματα. Τον Ιούλιο του 1054 ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος συνέταξε ένα Λίβελλο και τον κατέθεσε στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας, αναθεματίζοντας τον Πατριάρχη. Η κίνηση αυτή δεν είχε την νομιμότητα, διότι ο Παπικός Θρόνος ήταν κενός. Λίγες ημέρες μετά, ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος αναθεμάτισε το έγγραφο και τους συντάκτες του. Το ανάθεμα του Πατριάρχου, ήταν πολύ προσεκτικό. Αναφερόταν μόνο στον Ουμβέρτο και στους συνοδός του, και όχι στην Εκκλησία της Ρώμης. Γι’ αυτό “το ζήτημα είχε αφεθεί ανοιχτό για κάθε Πάπα ο οποίος, εφόσον αναγνωρίζει ότι ο Ουμβέρτος είχε ενεργήσει ultra vires, θα μπορούσε να επαναλάβει φιλικές διαπραγματεύσεις”. (Στήβεν Ράνσημαν. Δύση και Ανατολή σε Σχίσμα. σελ. 78).
Ο Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος, έστειλε δύο επιστολές στον Πατριάρχη Αντιοχείας Πέτρο, αναφερόμενος στα γεγονότα. Στην πρώτη αφήνει υπόνοιες ότι η Ανατολική Ορθόδοξος Εκκλησία είχε αφοριστεί στο σύνολό της. Αυτό το έγραψε όμως εν βρασμώ ψυχής. Στην δευτέρα όμως, κάνει μία πιο λεπτομερή αναφορά στα γεγονότα, αναφερόμενος ότι δεν μνημονεύει τον Πάπα, διότι είχε παραλάβει το σχίσμα από παλιά.
Ο Πατριάρχης Αντιοχείας αναφέρει στον Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριο ότι, το Σχίσμα δεν είναι παλαιό, αλλά αρκετά πρόσφατο, ενώ αναφέρει ότι το όνομα του Πάπα, έχει διαγραφεί και στο δικό του Πατριαρχείο. Γράφει χαρακτηριστικά: ” επί δε τούτοις, και άλλοι συν εμοί των της Εκκλησίας ελλογίμων πολλοί, ότι επί τω μακαρίτη πατριάρχη Αντιοχείας κυρώ Ιωάννη, ο Πάπας της Ρώμης Ιωάννης και αυτός ακούων, εν τοις ιεροίς διπτύχοις ανεφέρετο….και εν Κωνσταντινουπόλει δε πρό χρόνων τεσσαράκοντα και πέντε εισελθών, εύρον επί του μακαρίτου Πατριάρχου κυρού Σεργίου, τον δηλωθένατ Πάπαν εν τη μυσταγωγία μετά των άλλων Πατριαρχών αναφερόμενον. Όπως δε ύστερον η αυτού εξεκόπη αναφορά, και δι’ ήν αιτίαν αγνοώ”. Εν κατακλείδι, ο Πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος αναφέρει: “Οι λατίνοι είναι αδελφοί μας, και είναι μόνο η άγνοιά τους, πού τους κάνει να εκτρέπονται. Δεν πρέπει να απαιτούμε από αυτούς την ίδια λεπτολόγο ακρίβεια πού απαιτούμε από τους δικούς μας άκρως το ότι ομολογούν το μυστήριο της Τριάδος και της Ενσαρκώσεως”.
Από τα παραπάνω, αντιλαμβανόμαστε, ότι το Σχίσμα έγινε για επιπόλαιους λόγους, ενώ ο αναθεματισμός αναφέροντας μόνο στα πρόσωπα και όχι στις Εκκλησίες.
Από τότε πέρασαν σχεδόν 1000 χρόνια, για να φτάσουμε το 1965. Το Φανάρι, συγκροτεί μια Υποεπιτροπή με επικεφαλής τον Γέροντα Χαλκηδόνος Μελίτωνα, ο οποίος ενώπιον της Αγίας και Ιεράς Συνόδου παρουσίασε με ιστορικά στοιχεία ότι, το ανάθεμα του 1054 στερείται θεολογικών λόγων, όσο αφορά το κείμενο του Ουμβέρτου, ενώ το κείμενο του Πατριάρχου Μιχαήλ Κηρουλαρίου είναι μια καταδίκη του Λιβέλλου του Καρδιναλίου Ουμβέρτου. Μάλιστα ο Χαλκηδόνος Μελίτων, κάνει και αναφορά στην απάντηση του Αντιοχείας Πέτρου, για την οποία αναφερθήκαμε παραπάνω.
Έτσι στις 7 Δεκεμβρίου 1965, αντιπροσωπείες από την Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως με επικεφαλής τον αείμνηστο Γέροντα Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα και τον τότε νεαρό Διάκονο νύν Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, φτάνει στο Βατικανό. Ο Γέρων Χαλκηδόνος Μελίτων, οδηγείται στον Θρόνο του Πάπα Παύλου ΣΤ’ και εκεί αναγιγνώσκεται το κείμενο της Άρσεως των Αναθεμάτων από την μνήμη της Εκκλησίας. Το ίδιο σκηνικό, πραγματοποιήθηκε και στην Μεγάλη Εκκλησία, όπου εντός του Πανσέπτου Πατριαρχικού Ναού, σε Πατριαρχική και Συνοδική Χοροστασία, με προεξάρχοντα τον αείμνηστο Μεγάλο Πατριάρχη Αθηναγόρα, καταφτάνει η Παπική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Καρδινάλιο Μπέα. Μετά το Ευαγγέλιο, ο Αρχιγραμματεύς της Αγίας και Ιεράς Συνόδου αναγιγνώσκει από τον Πατριαρχικό Άμβωνα το κείμενο με το οποίο διαγράφονταν από την μνήμη της Εκκλησίας τα αναθέματα και οι προσβλητικοί λόγοι, οι αβάσιμες κατηγορίες και οι απαράδεκτες χειρονομίες, όχι όμως και οι θεολογικές διαφορές.
Ο σύγχρονος Άγιος της Εκκλησίας, Νεκτάριος Επίσκοπος Πενταπόλεως, αναφερόμενος στο Σχίσμα του 1054, λέει ότι “Το Σχίσμα δεν ολοκληρώθηκε επί Κηρουλαρίου, αλλά από την αδέξια στάση της Φλωρεντίας”.
Η Άρση των Αναθεμάτων από την Εκκλησία οδήγησε την Ανατολή και την Δύση σε μια αμοιβαιότητα, τις έφερε πιο κοντά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχουν λυθεί όλα τα προβλήματα πού τις χωρίζουν. Ο διάλογος είναι ο μόνος τρόπος ώστε να αρθούν τα εμπόδια και αν ο Θεός ευλογήσει, να δούμε την πολυπόθητη ένωση εν πνεύματι και αληθεία.
Πηγή: Από: arxon.gr