Θρησκευτική ουδετερότητα: μήπως είναι ήδη εδώ;
Ποιος δεν περιμένει την αντίδραση της Ιεράς Συνόδου για την πρόταση του πακέτου της θρησκευτικής ουδετερότητας; Ποιος πιστεύει ότι στην αλλαγή του μισθολογικού καθεστώτος τους οι κληρικοί θα παραδώσουν τα όπλα αμαχητί; Όλοι οι Έλληνες πολίτες έχουμε μάθει πλέον τί ακολουθεί όταν η Πολιτεία προβαίνει σε τόσο ριζικές προτάσεις αλλαγής και όταν πρόκειται να θίξει τόσο λεπτά ζητήματα, σχεδόν ζητήματα ταμπού, που έχουν να κάνουν με τη σχέση της με την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά. Το έργο επαναλαμβάνεται.
Διαβάσαμε και ακούσαμε πολλά, θα διαβάσουμε και θα ακούσουμε κι αλλά καθώς η Ορθόδοξη Εκκλησία ούτε επιθυμεί και φυσικά ούτε πρόκειται να επιδιώξει την θρησκευτική ουδετερότητα, πόσο μάλλον τον χωρισμό Κράτους-Εκκλησίας, για τον απλούστατο λόγο ότι κάτι τέτοιο δεν συμφέρει τον κλήρο της (το χριστεπώνυμο πλήρωμα δεν επηρεάζεται από τέτοιου είδους αποφάσεις και αλλαγές).
Δεν αμφισβητείται ο ρόλος της Εκκλησίας στη διατήρηση και διαφύλαξη των αξιών σε δύσκολες περιόδους της ιστορίας της πατρίδος μας. Όλες οι Εκκλησίες και όλες οι Θρησκείες, λίγο ως πολύ, εντός και εκτός συνόρων, διαδραμάτισαν ρόλους στυλοβάτη σε καιρούς χαλεπούς και δύσκολους και αυτό ουδείς μπορεί να το διαψεύσει. Παρόλα αυτά αναχρονιστικές θεωρίες, εξωπραγματικές ιδεολογίες και σλόγκαν τύπου Ελλάς-Ελλήνων-Χριστιανών που εκφράζονται από τον κλήρο σε κάθε ευκαιρία απέχουν πολύ από το σήμερα.
Υπάρχει αντίδραση για την θρησκευτική ουδετερότητα. Σαν η θρησκευτική ουδετερότητα να ήταν κάτι νέο, κάτι που είναι έξω και μακριά από τον Έλληνα!!! Περιθώρια για εθελοτυφλίες δεν υπάρχουν. Αν προσγειωθούμε στα σημερινά δεδομένα θα διαπιστώσουμε πως η Ελλάδα, όπως και πολλά κράτη της δύσης, έχει χάσει κατά πολύ την χριστιανική της υπόσταση. Σε αυτό δεν φταίει μόνο η Πολιτεία και οι νέοι αντιχριστιανικοί νόμοι που θεσπίζονται, όπως πολύ συχνά ακούγεται, αλλά ευθύνεται και η αναποτελεσματικότητα της Εκκλησίας ή καλύτερα του Κλήρου της, καθώς επίσης και η έλλειψη μιας στοιχειώδους χριστιανικής μαρτυρίας από πλευράς της.
Ο τακτικός εκκλησιασμός αγγίζει τα ποσοστά του 20-30% (στις καλύτερες των περιπτώσεων) και όσοι συμμετέχουν στη λειτουργική, λατρευτική, μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας είναι λίγες δεκάδες 70χρονων. Τί παραπάνω χρειάζεται ο κληρικός και η επίσημη Εκκλησία για να συνειδητοποιήσουν ότι διανύουμε ήδη μια εποχή θρησκευτικής αδιαφορίας; Ο οποιοσδήποτε προβληματισμός γύρω από την πρακτικά παρούσα θρησκευτική ουδετερότητα δεν έχει κανένα απολύτως νόημα όταν το πρόβλημα της θρησκευτικής αδιαφορίας είναι ήδη οξύτατο;
Δυστυχώς, έχει χαθεί η αξία της έννοιας της χριστιανικής ταυτότητας, την οποία η ίδια η Εκκλησία περιορίζει στο τί λέει το Σύνταγμα της Ελλάδος ή τί εμπεριέχεται στα επίσημα κρατικά έγγραφα. Το Σύνταγμα εξασφαλίζει την θρησκευτική ελευθερία των πολιτών χωρίς το ίδιο να πρέπει να προσδιορίζεται θρησκευτικά. Από την άλλη ο χριστιανός πολίτης είναι τέτοιος επειδή έχει βαπτιστεί στο όνομα της Αγίας Τριάδος και η χριστιανική του ιδιότητα δεν πρέπει να επηρεάζεται από το εάν το Σύνταγμα είναι θρησκευτικά ουδέτερο ή όχι, αλλά από το εάν ο βίος του συνάδει με το κάλεσμα στην αγιοσύνη. Διαφορετικά η έννοια του χριστιανικού ανήκειν δεν καθορίζεται από το Ιερό Βάπτισμα και τη συμμετοχή στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, αλλά από τελείως ξένους προς την Χριστιανική Διδασκαλία και Παράδοση παράγοντες.
Αντί, λοιπόν, η επικείμενη θρησκευτική ουδετερότητα να αποτελεί αιτία αντιδράσεων, θα έπρεπε να είναι μια πρόκληση για την ίδια την Εκκλησία να αναλογιστεί την αποστολή της στον κόσμο του σήμερα, να επανεξετάσει τις μορφές ποιμαντικής δράσης και τους τρόπους προσέγγισης των απομακρυσμένων χριστιανών.
π.Γ.Π.