Τρία αδέλφια, ο Αλβέρτος, ο Γιάννης και ο Λορέντζος, έκαναν τους χτίστες. Το βράδυ μετά τη δουλειά, συναντιόντουσαν με τους φίλους και διηγιόντουσαν πως πέρασαν την ημέρα τους.
Ο Αλβέρτος έλεγε σε όλους ότι, η δική του δουλειά είναι σκληρή και άχαρη, αισθανόταν σαν να μειώνεται κάνοντας αυτή τη δουλειά, περνώντας τον καιρό του με το να σπάει πέτρες με τη βαριά και στο σφυρί.
Ο Ιωάννης όμως, ήρεμος, εξέφραζε πάντα την ικανοποίησή του, διότι με τη δουλειά του κατάφερνε να κερδίζει τίμια το ψωμί του και να συντηρεί την πολύτεκνη οικογένειά του
Ο Λορέντζος, που τον αποκαλούσαν καλλιτέχνη , και αυτός σπούσε τις πέτρες και εκείνος συντηρούσε μία πολύτεκνη οικογένεια, αλλά η σκέψη του σε κάθε χτύπημα με το σφυρί στις πέτρες που τις έκανε πιο λείες, έβαζε και ένα σκοπό στο έργο του. Με ενθουσιασμό επαναλάμβανε στον εαυτό του και σε όποιον τον συναντούσε: “Κατασκευάζω ένα Καθεδρικό Ναό”.
Κάθε εργασία μπορεί να είναι καταπιεστική , αξιοπρεπής ή καταπιεστική ανάλογα την αξία της, το σκοπό, τις προοπτικές, το ιδεώδες που δίνεις στον ιδρώτα σου και στην κούραση σου.
Τίποτε είναι μικρό από αυτό που γίνεται με αγάπη”.