ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΥΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ;

7

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ  ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΥΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ;

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σε ένα προηγούμενο σημείωμά μας αναπτύξαμε το θέμα: «Γιατί η Καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει τα ιερά Μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας;». Η απάντηση και τα μηνύματα που λάβαμε υπήρξαν από κάθε άποψη θετικά. Εκθέσαμε αυτό που η Καθολική Εκκλησία, ήδη από τον τρίτο αιώνα μ. Χ., με αποκορύφωμα την Β΄ Σύνοδο του Βατικανού, πιστεύει και διδάσκει για τους μη Καθολικούς. Και όσο αφορά την «Αδελφή Ορθόδοξη Εκκλησία», αναγνωρίζει πλήρως την εγκυρότητα των ιερών Μυστηρίων της και επομένως την εκκλησιαστικότητά της.

Δυστυχώς, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο και για την Ορθόδοξη Εκκλησία και τη θεολογία της, αναφορικά με τα μυστήρια της Καθολικής Εκκλησίας και την εκκλησιαστική της υπόσταση. Και αυτό για δύο λόγους: Πρώτο διότι ένας κλάδος από την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας ακολούθησε μια μαξιμαλιστική και αυστηρή γραμμή σχετικά με τα κριτήρια εγκυρότητας των ιερών μυστηρίων και δεύτερο διότι, δεδομένου της διοικητικής δομής των ορθοδόξων εκκλησιών, δεν υπήρξε για αυτές η δυνατότητα, (όπως λ.χ. για εμάς η Β’ Σύνοδος του Βατικανού), για να αποφασίσουν έγκυρα και οριστικά, σχετικά με αυτό το σπουδαίο εκκλησιολογικό θέμα: ποια, δηλαδή είναι η εκκλησιολογική οντότητα των υπολοίπων μη ορθοδόξων χριστιανών.

Η Μεγάλη και Αγία Σύνοδος των Ορθοδόξων Εκκλησιών (Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, 16 – 25 Ιουνίου 2016), από την οποία όλοι περιμέναμε κάποια εξέλιξη σχετικά, επανάλαβε απλώς την κοινή μαξιμαλιστική πράξη των Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Θα προσπαθήσουμε, σε δύο ενότητες, να εκθέσουμε τους ιστορικούς λόγους που εμπνέουν ακόμα και σήμερα, ένα μεγάλο μέρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία δεν αναγνωρίζει την εγκυρότητα των Μυστήριων των μη ορθοδόξων, και επομένως και των Καθολικών. Σε μια δεύτερη ενότητα θα εκθέσουμε την σκέψη μερικών ορθόδοξων θεολόγων που προσεγγίζουν το θέμα αυτό, πολύ πιο θετικά. Θα αναφερθούμε κυρίως στην σκέψη του Νικολάου Νησιώτη. Το θέμα θα χρειάζονταν μεγαλύτερη εμβάθυνση, με περισσότερα στοιχεία, τα οποία έχουμε στη διάθεση μας, αλλά δεν είναι αυτός ο καταλληλότερος χώρος.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

 Το θέμα της εγκυρότητας των μυστήριων των χριστιανών, που ανήκαν σε διαφορετικές εκκλησίες από τη δική τους (αιρετικοί ή σχισματικοί) δεν εμφανίστηκε πρόσφατα. Αντιμετωπίσθηκε ήδη από τον Γ΄ αιώνα του χριστιανισμού. Οι ποιμένες της Εκκλησίας έπρεπε να απαντήσουν σε μία απλή ερώτηση: Από τη στιγμή που, μαζί με την πρωταρχική Εκκλησία, υπήρχαν και άλλες ομάδες χριστιανών που είχαν αποσχισθεί απ’ αυτήν, αλλά συνάμα διεκδικούσαν τη γνησιότητα της πραγματικής Εκκλησίας του Χριστού, ποια ήταν η θέση των ποιμένων σχετικά με τα ιερά μυστήρια αυτών των ομάδων; Γι’ αυτούς, οι διάφορες αιρετικές ομάδες αποτελούσαν πραγματική εκκλησία; Και από τη στιγμή που ήταν το βάπτισμα, εκείνο που εισήγαγε στην πραγματική Εκκλησία, τι αξία είχε το βάπτισμα των αιρετικών, αλλά και των σχισματικών; Υπενθυμίζουμε πως οι αιρετικοί είναι αυτοί που δεν παραδέχονται κάποιο δόγμα της Εκκλησίας, ενώ οι σχισματικοί είναι αυτοί που έχουν αποχωρήσει από την ενότητα μιας Εκκλησίας ή ενός Πατριαρχείου και έχουν δικούς τους επισκόπους, χωρίς όμως να αρνηθούν το κοινό δόγμα.

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΓΊΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ

Η ιστορία της εκκλησίας, μας διδάσκει ότι στην Ανατολή και στη Δύση η απάντηση αν οι ετερόδοξοι έχουν έγκυρα μυστήρια, δεν ήταν πάντα ίδια. Η διδασκαλία για το ποιος ανήκε στη πραγματική Εκκλησία και ποιος δεν ανήκε, δεν ήταν ξεκάθαρη. Οι αποφάσεις που έχουν παρθεί στις διάφορες συνόδους, κυρίως όσον αφορά στην αξία του βαπτίσματος, ταλαντεύονταν μεταξύ νομοκανονικής αυστηρότητας (ακρίβειας) και ποιμαντικής «οικονομίας».

Όπως γνωρίζουμε, κατά τη διάρκεια του Γ΄ αιώνα, σταθμός για τη περαιτέρω στάση των δύο παραδόσεων, Ανατολής και Δύσης, έναντι στην εγκυρότητα ή όχι του βαπτίσματος των αιρετικών, υπήρξε η δογματική διαμάχη μεταξύ της Εκκλησίας της Ρώμης, με τον Πάπα Στέφανο από το ένα μέρος, και από το άλλο, αυτής της Καρθαγένης με τον Άγιο Κυπριανό, τον οποίο υποστήριζε ένα μεγάλο μέρος Εκκλησιών της Μ. Ασίας, σχετικά με το εάν έπρεπε να αναβαπτιστούν ή όχι οι Δονατιστές. Για τον Κυπριανό το βάπτισμα των αιρετικών ήταν άκυρο. Αντίθετα για τον Πάπα Στέφανο ήταν έγκυρο. Βέβαια, μετά το θάνατο του Κυπριανού, η Εκκλησία της Αφρικής θα ευθυγραμμιστεί με την παράδοση της Δύσης, ωστόσο το πρόβλημα δε θα ξεκαθαριστεί εντελώς, όσον αναφορά την Ανατολή.

Η αρχή που εμπνέει τον Άγιο Κυπριανό (περί το 200 – 258) για να δικαιολογήσει την απόφαση του να αναβαπτίσει τους αιρετικούς και τους σχηματικούς, είναι εκκλησιολογικής φύσης: «Το βάπτισμα δόθηκε στην Εκκλησία και υπάρχει μόνο σε αυτήν» (Ep. 73, 10). Πράγματι, ισχυρίζεται ο επίσκοπος της Καρθαγένης, μόνο η Εκκλησία κατέχει το Άγιο Πνεύμα, οι αιρετικοί, ακριβώς επειδή δεν ομολογούν την πραγματική πίστη, δεν κατέχουν το Άγιο Πνεύμα, το μόνο που χορηγεί τη Θεία Χάρη του βαπτίσματος και επομένως της σωτηρίας. Κατά βάθος, το τελικό κριτήριο για την ορθόδοξη παράδοση, σχετικά με την εγκυρότητα του βαπτίσματος, είναι η δική της ορθοδοξία του δόγματος.

Όπως εκθέσαμε, στο προαναφερθέν άρθρο μας, το ανάλογο κριτήριο της Δύσης, εκτός από εκκλησιολογικό, είναι και χριστολογικό. Υπενθυμίζουμε ένα μικρό μέρος αυτού του κειμένου. Η πρακτική της Δύσης, αναφορικά με την εγκυρότητα των Μυστηρίων των ετεροδόξων εμπνέεται κυρίως από την θεολογία του Αγίου Αυγουστίνου. Για αυτόν: «Για να έχουμε το ιερό μυστήριο είναι επαρκής η επίκληση της Αγίας Τριάδας, όπως επιτάσσει ο Ιησούς στο Ευαγγέλιο. Γι’ αυτό, υπό την προϋπόθεση της επίκλησης της Αγίας Τριάδας, κατά τη χορήγηση του βαπτίσματος, ακόμη και εκτός της Καθολικής Εκκλησίας, μπορούμε να έχουμε το ιερό μυστήριο». Για τον Αυγουστίνο, η ενότητα και η αγιότητα του βαπτίσματος πηγάζουν απευθείας από τον Χριστό, διότι Αυτός είναι ο πρωταρχικός ιερουργός κάθε ιερού μυστηρίου, ως εκ τούτου, «το βάπτισμα είναι βάπτισμα όχι επειδή εξαρτάται από την αξία εκείνων που το χορηγούν, αλλά επειδή έχει αφ’ εαυτού του τη δική του αγιότητα και αλήθεια, εξαιτίας Εκείνου που το σύστησε» (Contra Cresconium, IV, 16, 19). «Ας βαπτίζει λοιπόν ο Πέτρος, είναι ο Χριστός που βαπτίζει· ας βαπτίζει ο Παύλος, είναι ο Χριστός που βαπτίζει· ας βαπτίζει ακόμη κι ο Ιούδας, είναι ο Χριστός που βαπτίζει» (In Io. Ev. 6, 6-8). Ωστόσο, για να έχουμε τα αποτελέσματα του βαπτίσματος πρέπει ο βαπτισμένος να ανήκει στο Σώμα του Χριστού, το οποίο ζωοποιείται από το Άγιο Πνεύμα. Ανήκουμε σε αυτό το Σώμα μόνο με την Αγάπη και την Ενότητα».

Η διδασκαλία του Κυπριανού πέρασε στις Εκκλησίες της Μικράς Ασίας μέσω του Φιρμιλιανού (+ 268), επισκόπου Καισαρείας Καππαδοκίας και, μπορούμε να πούμε, είναι αυτή που εμπνέει ακόμη και σήμερα, γενικά, τις ορθόδοξες Εκκλησίες.

Α’ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ

Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας (325) ενώ στον όγδοο Κανόνα αναγνωρίζει την εγκυρότητα των χειροτονιών των Ναυατιανών κι επομένως του βαπτίσματός τους, αντίθετα στον Κανόνα 19 υποχρεώνει να αναβαπτιστούν οι Παυλικιανοί. Η Σύνοδος της Νίκαιας άνοιγε έτσι μία μεσαία οδό μεταξύ της Καρθαγένης, όπου απαιτούσαν την αναβάπτιση όλων των αιρετικών και της Ρώμης, για την οποία ήταν αρκετό το να δεχθεί τους αιρετικούς να απαρνηθούν τα σφάλματα τους και να δεχθούν τη χειροθεσία. Το ίδιο ορίζει και η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος της Κων/πόλεως (381). Η Πενθέκτη Σύνοδος του Τρούλου (692) στον Κανόνα 95, επαναλαμβάνει αυτή τη διδασκαλία. Κατά την ίδια περίοδο έχουμε μία άλλη μαρτυρία προς σ’ αυτήν την κατεύθυνση: Ο Πατριάρχης Τιμόθεος διαχωρίζει τους αιρετικούς σε τρεις κατηγορίες:

«των δεομένων του αγίου βαπτίσματος
των μη βαπτιζομένων, χριομένων δε τω μύρω τω αγίω
των τε μήτε βαπτιζομένων μήτε χριομένων»

Το κριτήριο για την εγκυρότητα του βαπτίσματος των αιρετικών στη Δύση και σ’ ένα μέρος της Ανατολής (που αντανακλούσε ο Κανόνας 8 της Νίκαιας και οι άλλες μαρτυρίες που αναφέραμε), αφορούσε το αν αυτή η αίρεση αυτών των ομάδων δεν είχε ως αντικείμενο το βασικό δόγμα της χριστιανοσύνης: την Αγία Τριάδα, επομένως, ομολογούσαν το Μυστήριο της Αγίας Τριάδας στο όνομα της οποίας χορηγείται το βάπτισμα σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου (βλ. Μτθ. 28, 18-19).

Ο ΆΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ «ΚΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ»

Ο Άγιος Βασίλειος φέρνει ένα νέο και προσδιοριστικό στοιχείο για τη μετέπειτα εξέλιξη της εγκυρότητας ή μη του βαπτίσματος στη συνείδηση των Ανατολικών Εκκλησιών, την έννοια της «οικονομίας ένεκα των πολλών». Στην Α΄ κανονική Επιστολή του προς τον Αμφιλόχιο Ικονίου, ο Μέγας Βασίλειος υπενθυμίζει τη διδασκαλία των Πατέρων. Διακρίνει τους αιρετικούς σε εκείνους που η Εκκλησία απορρίπτει εντελώς ως ξένο σώμα κι επομένως δεν παραδέχεται το βάπτισμα τους, και σε αυτούς που δε θεωρούνται εντελώς αποκομμένοι από τη χριστιανική κοινότητα και που επομένως τους αναγνωρίζεται το βάπτισμα. Αναφερόμενος στη περίπτωση των Καθαρών υπενθυμίζει ότι ο Κυπριανός και ο Φιρμιλιανός απέρριψαν την εγκυρότητα του βαπτίσματος όλων των αιρετικών, αλλά, προσθέτει, από τη στιγμή που μερικοί ποιμένες της Μ. Ασίας δέχονταν το βάπτισμα μίας κατηγορίας αιρετικών «οικονομίας ένεκα των πολλών», θα ήταν της γνώμης ότι είναι πιο σωστό να ακολουθεί αυτή η παράδοση (Επιστολή αρ. 188, PG 32, 669).

Κατά τη διάρκεια του βυζαντινού μεσαίωνα ο μεγάλος κανονολόγος Ζωναράς, αναφερόμενος στη Σύνοδο της Καρθαγένης (419) στην οποία η μεγάλη πλειοψηφία των επισκόπων είχε ψηφίσει υπέρ της αναβάπτισης όλων των αιρετικών, παρατηρεί ότι «αυτές ήταν γνώμες Πατέρων που συντάχθηκαν με τον Μεγάλο Κυπριανό, αλλά δεν είχαν κάποια οριστική επιβολή, ούτε όσον αφορά όλους τους αιρετικούς ή τους σχηματικούς. Κι’ αυτό γιατί η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος πήρε διαφορετικές αποφάσεις» (Βλ. Γ. Α. Ράλλη, και Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των Θείων και Ιερών Κανόνων, τ. 2, Αθήνα 1853, 19).

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ……

+ Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος

κοινοποίηση άρθρου:

Περισσότερα

Διαβάστε ακόμη

Πρόγραμμα Θείων Λειτουργιών 20-21.4.2024

Οικισμός Ενορία  20 -21 Απριλίου 2024 Αγάπη Αγίου Αγαπητού 20/4 Σάββατο    18.00 Θεία Λειτουργία Αετοφωλιά Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου – Άνδρος Καθεδρικού Ναού Αγίου

Mελέτη του Ευαγγελίου της ημέρας

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ  ΤΗΣ 4ης  ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ ΤΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ 19 Απριλίου 2024    Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.  Αμήν Επικαλούμαι το 

Καθολική Αρχιεπισκοπή Νάξου-Τήνου-Μυκόνου-Άνδρου και Μητρόπολη παντός Αιγαίου