ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΥΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ;
ΞΕΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΙΣΤΙΚΗΣ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑΣ
Η ορθόδοξη θεολογία για να ξεπεράσει τον καθαρά νομικιστικό τρόπο αντιμετώπισης των εκτός των ορίων της χριστιανών, θα μπορούσε, υποστηρίζει ο Ν. Νησιώτης, να εμπνευσθεί από ορισμένες ιδέες που αναπτύχθηκαν στην θεολογία της Καθολικής Εκκλησίας και απ’ αυτήν υιοθετήθηκαν επίσημα, σύμφωνα με την οποία υπάρχουν vestigia ecclesiae και έξω από τα κανονικά της όρια. Η ομολογιακή Εκκλησία έχει την αυτοπεποίθηση, που προέρχεται από την πίστη, ότι αυτή παραμένει ποιοτικά στο κέντρο, αλλά ενσωματώνονται έμμεσα σ’ αυτήν, σε διάφορες ομόκεντρες βαθμίδες και οι υπόλοιπες χριστιανικές κοινότητες, ανάλογα με το βαθμό που πλησιάζουν στην δική της πίστη, μυστηριακή ζωή και ιεραρχική δομή.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να αντιμετωπισθεί με διαφορετικό τρόπο από την Ορθόδοξη ελληνική θεολογία είναι η παγκοσμιότητα της εν Χριστώ σωτηρίας. Για να ξεπεράσει τα στενά ομολογιακά της όρια, έχει στην παράδοση της στοιχεία που μπορούν να την βοηθήσουν. Ο Ειρηναίος, ο Αθανάσιος, οι Καππαδόκες Πατέρες, ο Κύριλλος Αλεξάνδρειας, ο Μάξιμος ο Ομολογητής κ.α. παρουσιάζουν τη Σάρκωση σαν ένα γεγονός που αφορά όλη την ανθρωπότητα. Η Σάρκωση έπρεπε να φανερωθεί σ’ ολόκληρη την πληρότητα της ζωής, στην πληρότητα των ανθρώπινων γενεών, για να μπορέσει όλη η πληρότητα να αγιαστεί. «Το Σώμα του Χριστού, λέει ο Γρηγόριος Νύσσης, είναι όλη η ανθρώπινη φύση με την οποία έχει ενωθεί» (PG 44, 1320 Β). Όμως Σάρκωση σημαίνει Απολύτρωση κι αυτή με τη σειρά της αγιαστική χάρη. Αυτή είναι και μία από τις έννοιες της «ανακεφαλαιώσεως των πάντων εν τω Χριστώ» που τόση σημασία έχει στον Παύλο και στον Ειρηναίο.
Ο Χριστός, ωστόσο, διοχετεύει τη χάρη διαμέσου της Εκκλησίας, παγκόσμιο σημείο σωτηρίας. Έτσι «για την Ορθοδοξία η σωτηρία θεωρείται όχι πρώτ’ απ’ όλα σαν άφεση αμαρτιών αλλά, θετικά, ως ενσωμάτωση του κόσμου όλου στην Εκκλησία, γιατί ο Λόγος σαρκώθηκε και όλοι είναι καλεσμένοι να συμμετέχουν σ’ Αυτόν εν Πνεύματι Αγίω».
Δεν πρόκειται, βέβαια, για μία «πανεκκλησιαστικότητα», παρατηρεί ο Ν. Νησιώτης. Μ’ αυτό θέλει να πει μόνο ότι η Εκκλησία είναι πιο μεγάλη από τα ίδια της τα νομοκανονικά όρια. Όλη η ανθρωπότητα, εσχατολογικά, πρέπει να τείνει προς αυτήν. Ήδη όμως, κατά κάποιο τρόπο, η Εκκλησία αγγίζει κάθε άνθρωπο, τον “αγιάζει”. Αυτό προφανώς συμβαίνει περισσότερο με αυτούς που πιστεύουν στο Χριστό έστω και αν αυτή η πίστη τους δεν είναι πλήρης. Κάθε θεία και αγιάζουσα χάρη, σε τελευταία ανάλυση, προέρχεται από την μυστηριακή ύπαρξη της Εκκλησίας του Χριστού. Αυτή η υπέρβαση των ορίων της Εκκλησίας «πραγματοποιείται από την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, το οποίο, σαν ένα υπερηχητικό, διασχίζει κάθε φράγμα για να ενσωματώσει με τρόπο μυστικιστικό και μυστηριακό όλους τους ανθρώπους στην Εκκλησία».
Αυτές οι ιδέες που προέρχονται από την Αγία Γραφή και την Πατερική Θεολογία, μπορούν να συνοψισθούν ως εξής: Πρέπει να εγκαταλειφθεί μία στατική και ομολογιακή εκκλησιολογία για μία πιο δυναμική και χαρισματική εκκλησιολογία. Πράγματι η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, απόλυτο δώρο του Πνεύματος αλλά ταυτόχρονα και καρπός της ελεύθερης επιλογής μας: Είμαστε σώμα Χριστού αλλά και γινόμαστε συνεχώς σώμα Χριστού. Η ενσωμάτωση στην Εκκλησία αρχίζει με το βάπτισμα – χρίσμα και τελειοποιείται συνεχώς με την Ευχαριστία, το μυστήριο εκείνο που δημιουργεί συνεχώς την Εκκλησία. Αυτή η συνεχής δημιουργία της Εκκλησίας έχει ένα χαρακτήρα ισχυρά εσχατολογικό. Μόνο στο έσχατον, η ενσωμάτωσή μας στην Εκκλησία μπορεί να θεωρηθεί πλήρης.
Αυτές οι διαπιστώσεις δίνουν τη δυνατότητα στο Ν. Νησιώτη να βγάλει μερικά συμπεράσματα.
α) Το κανονικό δίκαιο είναι αναγκαίο αλλά δεν είναι το καθοριστικό στοιχείο για την συμμετοχή του ανθρώπου στην Εκκλησία ως σώμα Χριστού.
β) «Υπάρχει στην Εκκλησία μία πραγματικότητα που ξεπερνά τα νομοκανονικά της όρια. Είναι η πραγματικότητα της «εκκλησιαστικότητας». Αυτή προκύπτει από το βάπτισμα που εισάγει σ’ αυτήν την εκκλησιαστική πραγματικότητα, από την ευχαριστιακή τελετουργία, από την ζωή των χαρισμάτων που φανερώνονται ως δυναμικοί δεσμοί ενότητας και ως διακονία στον κόσμο (ιεραποστολή, ευαγγελισμός, κοινωνική προσφορά για την ειρήνη και τη δικαιοσύνη), και τέλος με την εσχατολογική αναμονή, το αλληλομοίρασμα της ίδιας ελπίδας του Χριστού, που εμψυχώνει την πίστη μας».
γ) Όλοι οι χριστιανοί που ανήκουν σε μία ιστορική Εκκλησία βασισμένη πάνω σ’ αυτά τα στοιχεία, συμμετέχουν αναπόφευκτα σ’ αυτή την πραγματικότητα που ονομάζουμε «εκκλησιαστικότητα».
δ) Αυτό δε σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να πάψει να θεωρεί τον εαυτό της σαν την πραγματική Εκκλησία του Χριστού: «Πρέπει να πιστεύουμε ότι ανήκουμε στην μόνη και αδιάσπαστη πραγματική Εκκλησία των Αποστόλων όπως την πιστεύουν οι Ορθόδοξοι. Αυτή η πίστη, όμως, δεν έχει αποκλειστικό χαρακτήρα, πρόκειται για μία διαπίστωση. Λέει ότι περιέχει η ορθόδοξη πίστη όταν πιστοποιεί και διαβεβαιώνει την ενσωμάτωση της στην Εκκλησία. Αλλά αυτή η πίστη δεν πρέπει να μας εμποδίσει να συλλάβουμε την ενσωμάτωσή μας ως μία συν-ενσωμάτωση σε μία πραγματικότητα πέρα από τα νομοκανονικά όρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας, (συν-ενσωμάτωση) που μοιραζόμαστε μαζί με τα άλλα μέλη του Σώματος του Χριστού που διατηρούν τα ίδια με μας οικουμενικά στοιχεία» (πίστη στο Χριστό και το μυστήριο της Αγίας Τριάδας, Αγία Γραφή, Μυστήρια…).
ε) «Η Εκκλησία οντολογικά είναι μία και μπορεί να τη βιώσουμε δυναμικά στα πλαίσια της εκκλησιαστικής-διακοινωνικής της διάστασης. Η αμοιβαία αναγνώριση αυτής της εκκλησιαστικότητας βρίσκεται στη βάση της ενδόμυχης ανανέωσης κάθε Εκκλησίας και οδηγεί, με την ενέργεια της χάρης του Θεού, προς την ενότητα».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Νομίζουμε πως ο Ν. Νησιώτης ανοίγει ένα δρόμο πολύ πιο θετικό για να μπορέσει η ελληνική θεολογία να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται στον τομέα του οικουμενισμού. Αυτό είναι επιτακτικό για πολλούς λόγους. Πρώτα και κύρια για να μπορέσει ο διάλογος να έχει ένα αύριο.
Όταν η ορθόδοξη θεολογία υποστηρίζει ότι ακολουθεί την παράδοση, πρέπει να αποσαφηνίσει ότι ακολουθεί μία συγκεκριμένη παράδοση, αυτή του Κυπριανού. Και στην Ανατολή ακόμη, όπως είδαμε στην ιστορική αναδρομή, δεν συμφωνούσαν όλοι με το ριζοσπαστικό τρόπο με τον οποίο ο Κυπριανός και οι υποστηρικτές του αντιμετώπιζαν τους αιρετικούς. Η παράδοση του Αυγουστίνου και της Εκκλησίας της Ρώμης έχει, τουλάχιστον, τόση αξία όσο αυτή της Εκκλησίας της Αφρικής η οποία μάλιστα, στη συνέχεια, ευθυγραμμίστηκε με την πράξη της Ρώμης.
Όχι μόνο ο Ν. Νησιώτης έχει διαφοροποιηθεί από την επίσημη, αρνητική στάση της ορθόδοξης θεολογίας έναντι των μυστηρίων των ετεροδόξων, αλλά και αρκετοί ορθόδοξοι θεολόγοι, έξω από τον ελλαδικό χώρο, εμπνέονται από διαφορετικές εκκλησιολογικές αρχές.
Σαν παράδειγμα αναφέρουμε τον G. Florowsky (Βλ. The limits of the Church, στο «The church Quart. Rev.». 117 (1933) 117-131. Το ίδιο στα γαλλικά στο «Messager de l’ Esarchat du Patriarcat russe en Europe occidentale», 37 (1961) 28-40).
Για το G. Florowsky, πολλά προβλήματα προκύπτουν, γιατί δε θεωρούμε στα σοβαρά την Εκκλησία ως «Σώμα Χριστού»: «Η Εκκλησία παρουσιάστηκε πολύ συχνά, μάλλον, σαν μία κοινότητα εκείνων που πιστεύουν στο Χριστό και Τον ακολουθούν και όχι σαν Σώμα Του, στο οποίο ο ίδιος υπάρχει συνεχώς ως ενεργός και δρα ‘‘δια του Πνεύματος’’, για να ‘‘ανακεφαλαιώσει’’ τα πάντα εν Εαυτώ… Έτσι, πολλοί θησαυροί της πατερικής παράδοσης, στην πραγματικότητα, έχουν χαθεί για τη σύγχρονη θεολογία ή έχουν αγνοηθεί από μέρους της, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση». «Η ‘‘ενότις ημών εν τω Πνεύματι’’ είναι ακριβώς η ‘‘ενσωμάτωση’’ μας στο Χριστό, που είναι η έσχατη πραγματικότητα μίας χριστιανικής ύπαρξης». Στα πλαίσια μίας τέτοιας εκκλησιολογίας δεν είναι εύκολο αν υποστηριχθεί η θεωρία της «κατ’ οικονομίας».
Υπενθυμίζουμε ακόμα τον P. Evdokimov: «Εμείς ξέρουμε, γράφει με κάποια ειρωνεία, που είναι η Εκκλησία, αλλά δεν μας έχει δοθεί να κρίνουμε και να πούμε πού δεν είναι η Εκκλησία». Ο Ρουμάνος ορθόδοξος θεολόγος Ιον Βρια, παραδέχεται ξεκάθαρα ότι οι μη ορθόδοξοι, όπως οι αγγλικανοί και οι καθολικοί, αποτελούν το πλήρωμα της Εκκλησίας (Βλ. I. Bria, «Intercommunion et unité», εις Istina 14 (1969) 234.
Ελπίζουμε, πως κάποτε, όλοι οι χριστιανοί θα βρούμε έναν κοινό παρανομαστή, και θα αναγνωρίσουμε πως, με όλες μας τις διαφορές, η κοινή πίστη μας στο Χριστό, μας καθιστά αδέλφια, παιδιά του ενός και μοναδικού Θεού Πατέρα. Αλίμονο αν, μετά από 20 αιώνες χριστιανισμού, θέλουμε ακόμα να περιορίσουμε τόσο δραστικά, με νομοκανονικά όρια την Εκκλησία, Σώμα του Χριστού, Λαό του Θεού και Ναό του Αγίου Πνεύματος. Θα έπρεπε κανείς να αρχίζει να αμφιβάλλει για την αποτελεσματικότητα της Λύτρωσης. Μήπως, σε μία εποχή, που το Ισλάμ κινητοποιείται όλο και περισσότερο, οι χριστιανοί, αντί να κλείνονται αλαζονικά στον εαυτό τους, πρέπει να ανοιχτούν στην οικουμενικότητα του Πνεύματος και να ευαισθητοποιηθούν από την κρισιμότητα των καιρών;
+ Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος