Τα διακονήματα του Αναγνώστη & του Ακολούθου να είναι προσβάσιμα στις γυναίκες
Ο Πάπας Φραγκίσκος όρισε με ένα Ιδιόβουλο να είναι εφεξής προσβάσιμα και στις γυναίκες τα διακονήματα του Αναγνώστη και του Ακολούθου, και να λάβουν μια σταθερή και θεσμοθετημένη μορφή που να δίνεται με συγκεκριμένη εντολή. Οι γυναίκες, οι οποίες αναγινώσκουν τον Λόγο του Θεού κατά τη διάρκεια των Ιερών Ακολουθιών, ή εκτελούν μια υπηρεσία στην Αγία Τράπεζα, ως βοηθοί κατά τη Θεία Λειτουργία, ή ως έκτακτοι χορηγοί της Θείας Μεταλήψεως, ασφαλώς δεν είναι κάτι το νέο: σε πολλές κοινότητες, σε όλο τον κόσμο, είναι πλέον μια πρακτική εξουσιοδοτημένη από τους Επισκόπους. Μέχρι τώρα, ωστόσο, όλα αυτά γίνονταν χωρίς πραγματική θεσμική εντολή, κατά παρέκκλιση από αυτό που καθιέρωσε ο Άγιος Παύλος Στ’, ο οποίος το 1972, καταργώντας τους λεγόμενους «κατώτερους βαθμούς» του κλήρου, είχε αποφασίσει να διατηρήσει την πρόσβαση σε αυτά τα διακονήματα μόνο στους άνδρες, επειδή τα θεωρούσε προπαρασκευαστικά για οποιαδήποτε πρόσβαση στην ιεροσύνη. Τώρα ο Πάπας Φραγκίσκος, στη γραμμή όσων προέκυψαν από τις τελευταίες Συνόδους των Επισκόπων, θέλησε να επισημοποιήσει και να κάνει θεσμική αυτή τη γυναικεία παρουσία στο Ιερό Βήμα.
Με το Ιδιόβουλο «Spiritus Domini» («Το Πνεύμα του Κυρίου»), που τροποποιεί την πρώτη παράγραφο του κανόνα 230 του Κώδικα Κανονικού Δικαίου και δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021 , ο Ποντίφικας ορίζει, επομένως, να έχουν πρόσβαση και οι γυναίκες σε αυτά τα διακονήματα και αυτά να αναθέτονται μέσω μιας λειτουργικής πράξης που να τα θεσμοθετεί.
Ο Άγιος Πατέρας διευκρινίζει ότι θέλησε να αποδεχθεί τις προτάσεις που προέκυψαν από διάφορες Συνόδους της Ιεραρχίας, γράφοντας στο Ιδιόβουλο ότι «τα τελευταία χρόνια φθάσαμε σε μια ανάπτυξη της διδασκαλίας, η οποία επισήμανε πως ορισμένα διακονήματα, τα οποία θεσπίστηκαν από την Εκκλησία, έχουν ως βάση τους την κοινή βαπτισματική κατάσταση των πιστών και την βασιλική ιεροσύνη την οποία όλοι οι πιστοί έλαβαν στο Ιερό Μυστήριο του Βαπτίσματος». Ως εκ τούτου, ο Πάπας καλεί να αναγνωρίσουμε ότι πρόκειται για διακονήματα των λαϊκών πιστών «ουσιαστικά διακριτά από τη διακονηματική ιεροσύνη, η οποία λαμβάνεται με το Ιερό Μυστήριο της Χειροτονίας».
Η νέα διατύπωση του κανόνα 230 – § 1 λέει το εξής: «Οι λαϊκοί που έχουν την ηλικία και τα απαιτούμενα προσόντα, τα οποία ορίζονται με διάταγμα από τη Σύνοδο της Ιεραρχίας, μπορούν να προσληφθούν μόνιμα σύμφωνα με το καθορισμένο λειτουργικό τυπικό στα διακονήματα του Αναγνώστη και του Ακολούθου». Απαλείφεται, λοιπόν, ο προηγούμενος προσδιορισμός που έλεγε: «Οι άρρενες λαϊκοί».
Το Ιδιόβουλο συνοδεύεται από μια επιστολή που απευθύνεται στον Πρόεδρο της Ρωμαϊκής Συνόδου για τη Διδασκαλία της Πίστεως, τον Καρδινάλιο Λουίς Λανταρία, με την οποία ο Άγιος Πατέρας εξηγεί τους θεολογικούς λόγους της επιλογής του. Ο Πάπας γράφει ότι «στον ορίζοντα της ανανέωσης που χάραξε η Β’ Σύνοδος του Βατικανού, υπάρχει σήμερα επιτακτική ανάγκη να ανακαλυφθεί εκ νέου η συνυπευθυνότητα όλων των βαπτισμένων εντός της Εκκλησίας, και ιδίως η αποστολής των λαϊκών πιστών». Και αναφερόμενος στο τελικό έγγραφο της Συνόδου για την Αμαζονία, παρατηρεί πως «για όλη την Εκκλησία, μέσα στην ποικιλία των καταστάσεων, είναι επείγον να προωθηθούν και να δοθούν διακονήματα σε άνδρες και σε γυναίκες […] Είναι την Εκκλησία των βαπτισμένων ανδρών και γυναικών που πρέπει να εδραιώσουμε προωθώντας τη διακονηματικότητα και, προπάντων, τη συνειδητοποίηση της σπουδαιότητας του βαπτίσματος».
Ο Άγιος Πατέρας, στην επιστολή του προς τον Καρδινάλιο, αφού υπενθύμισε με τα λόγια του Αγίου Ιωάννη-Παύλου Β’ ότι «όσον αφορά τα ιερά λειτουργήματα, η Εκκλησία δεν έχει καμία εξουσία να χορηγήσει στις γυναίκες την ιερατική χειροτονία», προσθέτει ότι «για τα διακονήματα που δεν άπτονται της Ιεράς Χειροτονίας είναι δυνατόν, και μάλιστα σήμερα φαίνεται σκόπιμο, να ξεπεραστεί αυτή η επιφύλαξη». Ο Πάπας εξηγεί ότι «η προσφορά στους λαϊκούς και των δύο φύλων της δυνατότητας πρόσβασης στα διακονήματα του Ακολούθου και του Αναγνώστη, δυνάμει της συμμετοχής τους στη βαπτισματική ιεροσύνη και μέσω μιας λειτουργικής πράξης (θεσμοθέτησης), θα αυξήσει την αναγνώριση της πολύτιμης συμβολής που εδώ και καιρό πάρα πολλοί λαϊκοί, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, προσφέρουν στη ζωή και την αποστολή της Εκκλησίας». Και καταλήγει λέγοντας ότι «η επιλογή να ανατεθούν και στις γυναίκες αυτά τα διακονήματα, που συνεπάγονται σταθερότητα, δημόσια αναγνώριση και την εντολή εκ μέρους του Επισκόπου, καθιστά πιο αποτελεσματική στην Εκκλησία τη συμμετοχή όλων στο έργο της ευαγγελισμού».
Η παρούσα μέριμνα έρχεται μετά από εμβάθυνση της θεολογικής σκέψης γύρω από αυτά τα διακονήματα. Η μετασυνοδική θεολογία ανακάλυψε πράγματι τη συνάφεια του Αναγνώστη και του Ακολούθου, όχι μόνο σε σχέση με την διακονηματική ιεροσύνη, αλλά επίσης και προπάντων σε σχέση με τη βαπτισματική ιεροσύνη. Αυτά τα διακονήματα τοποθετούνται στη δυναμική της αμοιβαίας συνεργασίας που υπάρχει μεταξύ των δύο μορφών ιεροσύνης, και αναδεικνύουν την καθαυτό «λαϊκή» φύση τους, που συνδέεται με την άσκηση της βαπτισματικής ιεροσύνης όλων των πιστών.
Μετάφραση: π. Λ