Τα δάκρυα, ένας δρόμος προς το Θεό
Την εποχή του Ομήρου, οι πιο γενναίοι πολεμιστές άφηναν τα δάκρυά τους να κυλούν. Στις μέρες μας, τα δάκρυα θεωρούνται σημάδι αδυναμίας. Κι όμως, μπορούν να είναι ένα πραγματικό σημείο δύναμης, που σημαίνει πολλά για εμάς.
Κρυμμένα, ή φανερά, τα δάκρυα έχουν χίλια πρόσωπα. Η αδ. Άννα Lécu, δομινικανίδα, φιλόσοφος και ιατρός σε σωφρονιστικά ιδρύματα μας εξηγεί, μέσω του βιβλίου της «τα δάκρυα» γιατί αυτά (τα δάκρυα) μπορούν να είναι ένα πραγματικό δώρο.
«Μακάριοι όσοι πενθούν, διότι αυτοί θα παρηγορηθούν» (Μτ 5,4).
Πως εξηγείτε αυτόν τον μακαρισμό όταν εργάζεστε σε ένα μέρος «πένθους» και δακρύων;
Αδ. Αννα: Είναι ένας μακαρισμός που προκαλεί, και πρέπει να τον δεχτούμε χωρίς να τον υπεραναλύουμε. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν καταστάσεις εκτός λογικής, που κλαίνε, και που δεν θα γελάσουν, ούτε σήμερα ούτε αύριο, και δεν θα βρουν παρηγοριά. Έχονταςαυτό υπόψη, όταν αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν ή δεν καταφέρνουν να κλάψουν ο πόνος τους είναι χειρότερος. Αυτός που κλαίει, κλαίει με την παρουσία κάποιου, ακόμη και αν είναι εν απουσία αυτού του κάποιου, κλαίει στην ανάμνηση του, για κάποιον που αγάπησε, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι σε μια πλήρη απομόνωση. Δυστυχώς, στις φυλακές βλέπουμε πολλά άτομα που δεν μπορούν να κλάψουν.
Η απουσία των δακρύων είναι ανησυχητική;
Πολύ περισσότερο από την παρουσία τους. Διαφορετικά, μπορούν να φανερώνουν μια αναισθησία της ψυχής ή μιας μεγάλης μοναξιάς. Ο πόνος των στεγνών δακρύων είναι τρομερός. Μια από τις ασθενείς μου στις φυλακές, η οποία έπασχε από δερματικά και που δεν μπορούσαμε να βρούμε θεραπεία μου είπε μια μέρα: «ξέρετε, αν το δέρμα μου υποφέρει, είναι διότι πονάει η ψυχή μου. Είναι τα δάκρυα που δεν καταφέρνω να χύσω».
Αυτός ο τρίτος μακαρισμός, δεν είναι η υπόσχεση της παρηγοριάς στην Βασιλεία;
Σίγουρα, αλλά η Βασιλεία του Θεού ξεκινά τώρα, εδώ! Ο Συμεών, ο νέος θεολόγος, έλεγε τον 10ο αιώνα: «ας πει αντίο στην αιώνια ζωή, αυτός που δεν την βρήκε εδώ στην γη». Αυτό που μας υποσχέθηκε, δεν είναι μόνο μια παρηγοριά στον ουρανό, αλλά η σιγουριά πως ακόμη και η πονεμένη καρδιά μπορεί να βρει την χαρά. Αυτός είναι ο κίνδυνος του ωφελισμού: σήμερα, δεν καταφέρνουμε πλέον να σκεφτούμε πως είμαστε συνάμα στην λύπη και στην ηρεμία. Τα δάκρυα όμως μας εγγυούνται πως ναι.
Στο βιβλίο σας «τα δάκρυα» γράφετε: «τα δάκρυα μας, μας ξεφεύγουν, δεν μπορούμε να τα κατανοήσουμε πλήρως».
Διότι ποτέ δεν είμαστε πλήρως διάφανοι για τον εαυτό μας, κρυβόμαστε από εμάς τους ίδιους! Αυτή η πλήρης διαφάνεια προς τον εαυτό μας και τους άλλους που λένε ορισμένοι είναι ένας μύθος, ένα σύγχρονο κατασκεύασμα. Μας χρειάζεται να μάθουμε να συμβιώνουμε με αυτή την θολούρα του εαυτού μας, να μάθουμε να ζούμε με τα όρια μας: αυτό είναι το να ωριμάζουμε ψυχικά. Στο Μεσαίωνα έκλαιγαν πολύ. Ωστόσο, τα δάκρυα αυτά, θα τα κρύψουμε με τον μοντερνισμό. Γιατί; Διότι ο μοντερνισμός μας, έχει ως κινητήρια δύναμη την εξουσία, την εξουσία του εαυτού μας. Φανταζόμαστε πως επειδή βλέπουμε κάτι το γνωρίζουμε, και επειδή το γνωρίζουμε το μπορούμε. Όχι, λοιπόν! Τα δάκρυα είναι ένα υγρό που θολώνει το βλέμμα μας, την όραση μας. Αλλά μέσω των δακρύων βλέπουμε πράγματα που δεν θα βλέπαμε με μια καθαρή όραση. Τα δάκρυα μας λένε πως αυτή η θολούρα είναι μέσα μας, πως δεν είμαστε τόσο διαφανείς όσο θέλουμε να δείξουμε και πως τελικά μέσα μας υπάρχει ακόμα κάτι, κάτι πιο βαθύ, κάτι πιο μεγάλο.
Πως να ξεχωρίσουμε τα πραγματικά δάκρυα από τα κροκοδείλια;
Ένα κοριτσάκι απαντούσε μια μέρα στη μητέρα της που τη ρώτησε γιατί κλαίει: «όταν κλαίω, σε αγαπώ καλύτερα». Τα αληθινά δάκρυα είναι αυτά που μας βοηθούν να αγαπάμε καλύτερα, είναι αυτά που δίνονται χωρίς να τα ψάχνουμε. Τα ψεύτικα είναι αυτά που δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν, αλλά αυτά που θέλουν να λάβουν κάτι από αυτή την παράσταση που έδωσαν. Μπορούμε να εικονογραφήσουμε αυτή την διαφορά με τον Ρουσσώ και τον Άγιο Αυγουστίνο. Ο πρώτος δεν παύει να περιγράφει τα δάκρυά του, σκηνοθετώντας τα, και κοιτάζοντας τον εαυτό του να κλαίει, πράγμα που δεν με συγκινεί, ενώ ο δεύτερος κλαίει διότι κοιτάζει τον Χριστό που τον τάραξε, τον συνέτριψε, και ελπίζει πως τα δάκρυα του αυτά θα μας οδηγήσουν σε Εκείνον.
Πες μου πως κλαις και θα σου πω ποιος είσαι…
Τα δάκρυα φανερώνουν κάτι από εμάς, αλλά και μας ξυπνούν, μας ζωντανεύουν! Διότι μόνο οι ζώντες κλαίνε. Και όποιος κλαίει έχει μια καρδιά που καίει! Η ικανότητά του να υποφέρει, αλλά και να συμπαθεί, να καταλαβαίνει, να συμπαραστέκεται ξυπνά. Να κλαις, είναι να σε αγγίζει κάτι το οποίο σε προσπερνά, και είναι να ελπίζεις στην παρηγοριά. Δεν είναι τυχαίο που το Ευαγγέλιο λέει πως το πρωί της Ανάστασης, είναι η Μαρία η Μαγδαληνή, η οποία είχε κλάψει περισσότερο, που έλαβε τη μεγαλύτερη χαρά (Ιω. 20, 11-18).
Τι μας λέει η Μαρία η Μαγδαληνή για αυτό το δώρο των δακρύων;
Συσσωρεύει στο πρόσωπό της τους ρόλους της αμαρτωλής γυναίκας (της πόρνης) που κλαίει στα πόδια του Ιησού, της Μαρίας (αδελφής του Λαζάρου) που κλαίει το νεκρό αδελφό της και αυτής που παρίσταται κλαίγοντας μπροστά στον άδειο τάφο. Οι μοναχοί της ερήμου πήραν αυτές τις τρείς φιγούρες, προτρέποντας τους πιστούς να κλαίνε με δάκρυα μετάνοιας, με δάκρυα παρηγοριάς και με δάκρυα θέλησης προς τον Θεό. Η Μαγδαληνή μας διδάσκει ακόμη, πως αυτός που σχίζετε από τα δάκρυα, ενώνεται συνάμα σε αυτά. Είναι η ίδια αυτή γυναίκα που κλαίει απαρηγόρητη για τον χαμό του Κυρίου, αλλά και γεμάτη χαρά μόλις τον ξαναβλέπει. Είναι η ίδια που κλαίει για τις αμαρτίες της, αλλά και χύνει δάκρυα ευγνωμοσύνης όταν συγχωρείται. Είναι η ενσάρκωση του τρίτου αυτού μακαρισμού! Μέσα στα δάκρυά της, όπως και σε όλων τα δάκρυα, κρύβεται μια παράδοξη δύναμη αλλαγής. Δάκρυα τύφλωσης που δίνουν την όραση! Δάκρυα πόνου, που γίνονται δάκρυα παρηγοριάς.
Κλαίει τρείς φορές, το ίδιο και ο Ιησούς!
Ακριβώς. Τρείς φορές οι Γραφές λένε πως ο Ιησούς κλαίει. Κλαίει «πάνω» στην Ιερουσαλήμ και στην σκλήρυνση της καρδιάς των κατοίκων της. Έπειτα, κλαίει τον θάνατο του Λαζάρου, δάκρυα λύπης, αλλά και γλύκα δάκρυα, αγάπης, που πάγωσε ο θάνατος. Εκείνη την στιγμή ο Ιησούς κλαίει τον θάνατο του ανθρώπου: κλαίει κάθε άνθρωπο, κάθε άνδρα, κάθε γυναίκα, κάθε παιδί που πεθαίνει.
Τέλος ο Ιησούς κλαίει στην Γεσθημανή.
Ναι. Στο Όρος των Ελαιών, τα δάκρυα του Μεσσία διαπερνούν την νύχτα για να ανέβουν στον Θεό που μοιάζει να κρύφτηκε. Αφού ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, είναι, λοιπόν, ο ίδιος ο Θεός που κλαίει και ικετεύει. Τα δάκρυά του αγκαλιάζουν όλες τις ικεσίες, όλα τα δάκρυα όλων των χρόνων. Αγκαλιάζουν και σηκώνουν αυτές τις ικεσίες μέχρι το τέλος των καιρών, μέχρι την Καινούργια Ημέρα που υπόσχεται η Αποκάλυψη, όπου ο Θεός θα έχει την κατοικία αιώνια με τους ανθρώπους. Τότε θα σκουπίσει κάθε δάκρυ από τους οφθαλμούς μας.
Τα δάκρυα του Χριστού «κουβαλούν» κάθε δάκρυ μας;
Απότότε κανένα δάκρυ πια δεν είναι χαμένο! Διότι ο Υιός του Θεού έκλαψε δάκρυα άγχους, απογοήτευσης, πόνου. Κάθε άνθρωπος μπορεί να πιστέψει πως πράγματι, ο Θεός ο ίδιος, διαμέσου του Υιού Του, μαζεύει κάθε δάκρυ σαν ένα πολύτιμο μαργαριτάρι.
Κάθε δάκρυ υιού ανθρώπου είναι του Υιού του Θεού. Αυτό που ο φιλόσοφος Εμμανουήλ Levinas είχε προβλέψει και πει σε αυτή την φράση του: «Κανένα δάκρυ δεν πρέπει να χαθεί, κανένας θάνατος δεν πρέπει να χάσει την Ανάσταση».
Είναι σε αυτή την συνταρακτική αποκάλυψη που ριζώνει η πνευματική παράδοση του «δώρου των δακρύων»: αφού ο ίδιος ο Θεός έκλαψε, αυτό σημαίνει πως τα δάκρυα είναι ένας δρόμος προς Αυτόν, ένα μέρος που μπορούμε να Τον συναντήσουμε αφού ο ίδιος κατοικεί σε αυτά. Τα δάκρυα πρέπει να δεχόμαστε ως έναν φίλο που έρχεται να μας δει, ως ένα δώρο που μας κάνει ένας φίλος, και αυτός ο φίλος δεν είναι άλλος από τον Θεό τον ίδιο.
Μετάφραση: π.Α.Π