Στροφή στο διάλογο μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων.
Από τις 14 έως και τις 22 Σεπτεμβρίου του έτους 2016 στην πόλη Chieti της Ιταλίας, μετά από πρόσκληση της Αρχιεπισκοπής, της οποίας η ποίμανση μου έχει ανατεθεί και με τη στήριξη της Συνόδου της Ιταλικής Ιεραρχίας, πραγματοποιήθηκε η 14η Γενική Συνέλευση της Διεθνούς Μικτής Επιτροπής για τον θεολογικό διάλογο μεταξύ της Καθολικής και της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η Επιτροπή αυτή συστάθηκε από τον Πάπα Ιωάννη Παύλος Β και τον Οικουμενικό Πατριάρχη Δημήτριο Α με την ευκαιρία που ο Πάπας επισκέφτηκε το Φανάρι στις 30 Νοεμβρίου του έτους 1979.
Τα τελευταία χρόνια, μετά τη Συνάντηση που έγινε στη Ραβέννα το έτος 2007 και είχε ως αποτέλεσμα την έκδοση ενός σημαντικού ντοκουμέντου με θέμα: Εκκλησιολογικές και Κανονικές Συνέπειες της μυστηριακής φύσης της Εκκλησίας. Άλλες Γενικές Συνελεύσεις πραγματοποιήθηκαν στην Κύπρο το έτος 2009 στην Βιέννη το 2010 και στο Αμμάν το 2014, χωρίς όμως να υπογραφεί κάποιο κοινό κείμενο.
Στην πόλη Chieti έγινε μια πολύ σημαντική συμφωνία στη σχέση μεταξύ του Πρωτείου του Επισκόπου της Ρώμης και τη συνοδικότατα όλης της Εκκλησίας. Εγκρίθηκε ένα ντοκουμέντο, το οποίο ψηφίστηκε από όλους τους συμμετέχοντες με μόνη εξαίρεση την Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας. Το κείμενο έχει τίτλο Συνοδικότητα και πρωτείο την πρώτη χιλιετία: προς μία κοινή συναντήληψη στην υπηρεσία της ενότητας της Εκκλησίας.
Στις εργασίες προήδρευαν ο Αρχιεπίσκοπος της Τελμεσσού Ιώβ από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και ο Καρδινάλιος KurtKoch, Πρόεδρος του Ποντιφικού Συμβουλίου για την Ενότητα των Χριστιανών. Έλαβαν μέρος, όπως και στο παρελθόν σε ανάλογες περιπτώσεις, δύο εκπρόσωποι από κάθε μια από τις 14 αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες (με μόνη εξαίρεση την απουσία της Εκκλησίας της Βουλγαρίας) και άλλοι τόσοι Εκπρόσωποι της Καθολικής Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και εγώ. Από τον τόπο των εργασιών Chieti, το ντοκουμέντο αυτό, που εγκρίθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου, θα ονομάζεται Ντοκουμέντο της πόλεως Chieti και κατά κοινή γνώμη όλων των παρόντων θα μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό σταθμό στον οικουμενικό διάλογο μεταξύ των δύο Εκκλησιών.
Ο πρώτος σημαντικός λόγος της συμφωνίας που επιτεύχθηκε συνίσταται στο γεγονός το ίδιο, ότι εγκρίθηκε και δημοσιεύτηκε ένα κοινό ντοκουμέντο: φάνηκαν ώριμοι οι καιροί για μία συμφωνία, που έστω και μη ολοκληρωμένη, μπορεί να δημοσιευθεί, ώστε οι εκκλησιαστικές κοινότητες να μελετήσουν όσα οι εκπρόσωποί τους θεώρησαν κοινή ιδιοκτησία της πίστης των δύο Εκκλησιών , σε ότι αφορά την συνοδικότητα της ίδιας της Εκκλησίας και το πρωτείο του Πάπα της Ρώμης. Αυτό το δεδομένο είναι σημαντικό και ανοίγει το δρόμο για μελλοντικές και νέες εξελίξεις της μελέτης που ξεκίνησε. Ιδιαίτερα η συμφωνία που επιτεύχθηκε είναι και μόνο αν σκεφθεί κανείς τις τόσες διαιρέσεις που δημιουργήθηκαν ήδη από το ξεκίνημα της δεύτερης χιλιετίας μεταξύ των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσης σχετικές με το πρωτείο του Πάπα.
Το κείμενο ξεκινά από την κοινή αναγνώριση της βασικής προβολής της τοπικής Εκκλησίας, στην οποία προΐσταται ο Επίσκοπος και στην οποία είναι σημείο του Χριστού ποιμένα. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές, όταν προΐσταται στη Θεία Ευχαριστία, την οποία τελεί με τους Πρεσβυτέρους και το λαό του Θεού. Αυτή η προβολή, που πάντοτε υπογραμμίζεται από την Ορθοδοξία, ήλθε στο φως και από την Β’ Σύνοδο του Βατικανού και διέγειρε μια νέα δυναμικότητα στην ποιμαντική των Εκκλησιών που ευρίσκονται σε διάφορα σημεία του πλανήτη.
Από τις αρχές η προβολή που δόθηκε στις τοπικές Εκκλησία συνδέθηκε με την ανάγκη μιας επαρχιακής κοινωνίας, που εκφραζόταν με τις περιφερειακές και οικουμενικές Συνόδους, στις οποίες συμμετείχαν οι τοπικές Εκκλησίες εκπροσωπούμενες από τους Επισκόπους τους. Αυτή η επισκοπική κοινωνία έδωσε το έναυσμα στη δημιουργία των Μητροπόλεων και των Πατριαρχείων, μέσω των οποίων οι τοπικές Εκκλησίες αναγνώριζαν μία έκφραση και ένα σημαντικό μέσον ενότητας της πίστης που όλες ομολογούσαν.
Το σημαντικό σημείο που έγινε στην πόλη Chieti ήταν η κοινή διαπίστωση τη ανάγκης της βασιμότητας μιας έκφρασης της κοινωνίας σε οικουμενικό επίπεδο. Σ’ αυτό το πλαίσιο, επιβεβαιώθηκε η ανάγκη της συνοδικής ενότητας όλων των επισκόπων που διαθέτουν την αποστολική διαδοχή.
Ορθόδοξοι και Καθολικοί ομόψυχα ομολόγησαν τον ρόλο του Επισκόπου της Ρώμης. Της Εκκλησίας που προΐσταται στην αγάπη και στην οποία πάντοτε αναγνωρίστηκε η πρώτη θέση στην τάξη μεταξύ των Πατριαρχικών Εδρών.
Συγκεκριμένα, αυτό το πρωτείο θεωρήθηκε στην Ανατολή, ως «πρωτείο τιμής», ενώ στη Δύση, ιδιαίτερα από τον τέταρτο αιώνα και έπειτα, αναφερόταν στο ρόλο του Πέτρου που είχε ανάμεσα στους Αποστόλους, και ερμήνευε το πρωτείο του Επισκόπου της Ρώμης μεταξύ των όλων των Επισκόπων ως ένα προνόμιο που συνδεόταν στο γεγονός είναι ο διάδοχος του Πέτρου, πρώτου μεταξύ των Αποστόλων.
Αυτό εξηγεί τις αναφορές στην έδρα της Ρώμης που προερχόταν από την Ανατολή και τη Δύση, για την επίλυση διαφορών μεταξύ διαφόρων Εκκλησιών αλλά και στο εσωτερικό τους, που ήταν αρκετές κατά την πρώτη Χιλιετία. Εκτός από αυτό, «από την έναρξη της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου (Νίκαια 325) , οι κυριότερες διαφορές που αφορούσαν την πίστη και την κανονική τάξη μέσα στην Εκκλησία, εξεταζόταν από τις Οικουμενικές Συνόδους. Παρόλο που ο Επίσκοπος της Ρώμης δεν ήταν προσωπικά παρών σε καμία από αυτές, κάθε φορά όμως αντιπροσωπευόταν από τους απεσταλμένους του ή ενέκρινε τις αποφάσεις της Συνόδου μετά το γεγονός.
Η “συνεργεία” του Επισκόπου της Ρώμης καθορίστηκε στη Δεύτερη Σύνοδο της Νικαίας το έτος 787, ως μία αναγκαία προϋπόθεση για την αναγνώριση της οικουμενικότητας της Συνόδου. Η αναφορά και η προσφυγή στην Έδρα της Ρώμης και στον Επίσκοπό της και η συμφωνία μαζί του αντιλαμβανόντουσαν ως σημείο εγγύησης της ενότητας της όλης Εκκλησίας.
Θα μπορέσει αυτό το μοντέλο να επιστρέψει και σήμερα για την ενότητα των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσης στην Τρίτη Χιλιετία;
Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα θα δοθεί στις επόμενες φάσεις του διαλόγου μεταξύ των Καθολικών και Ορθοδόξων. Σε κάθε όμως περίπτωση, αυτό που έγινε στην πόλη Chietiτο Σεπτέμβριο toy2016, είναι κάτι το πολύ σημαντικό: ήταν μια θετική στροφή, χίλια χρόνια μετά το οδυνηρό σχίσμα!
+ BrunoForte, Καθολικός Αρχιεπίσκοπος της πόλεως Chieti
Πηγή:Zenit
Μετάφραση:kantam.gr