Πρωτείο και αλάθητο: 150 χρόνια από τη διακήρυξή τους

26

Πρωτείο και αλάθητο: 150 χρόνια από τη διακήρυξή τους

Μετά από μακροχρόνιες συζητήσεις, εγκρίθηκαν στην Α’ Σύνοδο του Βατικανού το δόγμα του πρωτείου του Πάπα επί της καθ’ όλου Εκκλησίας και το δόγμα του αλαθήτου της ποντιφικής διδασκαλίας όταν προφέρεται “από καθέδρας”. Τι είναι και ποια είναι τα δόγματα της Εκκλησίας.
Πριν από εκατόν πενήντα χρόνια, στις 18 Ιουλίου 1870, δημοσιεύθηκε η Διάταξη “Pastor Aeternus”, η οποίο καθόριζε τα δύο δόγματα του πρωτείου του Πάπα και του παπικού αλαθήτου.
Μακρές και ταραγμένες συζητήσεις

Η δογματική Διάταξη εγκρίθηκε ομόφωνα από τους 535 Συνοδικούς Πατέρες που ήταν παρόντες, «μετά από μακρές, γόνιμες αλλά και ταραγμένες συζητήσεις», όπως είχε πει ο Παύλος Στ’ κατά τη διάρκεια μιας Γενικής Ακρόασης, περιγράφοντας εκείνη την ημέρα ως «μια δραματική σελίδα στη ζωή της Εκκλησίας, η οποία όμως δεν υπήρξε μια σελίδα λιγότερο σαφής και καθοριστική» (Γενική Ακρόαση, 10 Δεκεμβρίου 1969). Ογδόντα τρεις ήταν οι Πατέρες της Συνόδου, οι οποίοι δεν συμμετείχαν στην τελική ψηφοφορία. Η έγκριση του κειμένου ήρθε την τελευταία ημέρα της Α’ Συνόδου του Βατικανού, η οποία στη συνέχεια ανεστάλη λόγω του γαλλο-πρωσικού πολέμου που ξεκίνησε στις 19 Ιουλίου 1870 και παρατάθηκε “sine die” μετά την κατάληψη της Ρώμης από τα ιταλικά στρατεύματα, στις 20 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Η Διάταξη αντικατοπτρίζει μια ενδιάμεση θέση μεταξύ των διαφόρων απόψεων των συμμετεχόντων, αποκλείοντας, για παράδειγμα, ο ορισμός του αλαθήτου να επεκταθεί ακέραια και στις Εγκυκλίους ή σε άλλα περί διδασκαλίας κείμενα. Μετά τη Σύνοδο ακολούθησε το σχίσμα των Παλαιοκαθολικών, οι οποίοι αρνήθηκαν να δεχτούν το δόγμα της αλαθήτου διδασκαλίας του Πάπα.

Το δόγμα για τη λογικότητα και την υπερφυσικότητα της πίστεως

Τα δύο δόγματα διακηρύχθηκαν μετά το δόγμα περί της λογικότητας και της υπερφυσικότητας της πίστεως, που περιέχονται στην άλλη δογματική Διάταξη της Α’ Συνόδου του Βατικανού “Dei Filius” της 24ης Απριλίου 1870. Το κείμενο αναφέρει ότι:

«Ο Θεός, η αρχή και το τέλος των πάντων, είναι δυνατόν να γνωριστεί με βεβαιότητα στο φυσικό φως της ανθρώπινης λογικής μέσω της κτιστής πραγματικότητας· όντως, η αόρατη πραγματικότητα του Θεού γίνεται γνωστή από τη διάνοια του ανθρωπίνου πλάσματος μέσω των πραγμάτων που δημιουργήθηκαν (Ρωμ 1,20)».

Αυτό το δόγμα – εξηγούσε ο Παύλος Στ’ στη Γενική Ακρόαση του 1969 – αναγνωρίζει ότι:

«Η λογική, με τη δικές της δυνάμεις, μπορεί να φθάσει στην ασφαλή γνώση του Δημιουργού μέσω των δημιουργημάτων. Έτσι, στον αιώνα του ορθού λόγου, η Εκκλησία υπερασπίζεται την αξία της λογικής, υποστηρίζοντας αφενός την υπεροχή της αποκαλύψεως και της πίστεως επί της λογικής και των δυνατοτήτων της, αλλά δηλώνοντας αφετέρου ότι δεν μπορεί να υπάρξει αντίθεση μεταξύ της αλήθειας της πίστεως και της αλήθειας της λογικής, αφού ο Θεός είναι η πηγή και των δύο».

Το δόγμα περί του πρωτείου

Στην “Pastor Aeternus”, ο Πίος Θ’ μαζί με τους Συνοδικούς Πατέρες, πριν από την διακήρυξη του δόγματος για το πρωτείο, υπενθυμίζουν την προσευχή του Ιησού στον Πατέρα, ώστε οι μαθητές του «να είναι ένα»: Ο Πέτρος και οι διάδοχοί του είναι «η διαχρονική αρχή και η ορατή βάση» ενότητας της Εκκλησίας. Στη συνέχεια, δηλώνεται επίσημα:

«Επομένως, διακηρύσσουμε και επιβεβαιώνουμε, με βάση τις μαρτυρίες του Ευαγγελίου, ότι το πρωτείο δικαιοδοσίας εφ’ όλης της Εκκλησίας του Θεού, αποτελεί υπόσχεση και ανάθεση στον μακάριο Απόστολο Πέτρο από τον Χριστό τον Κύριο με άμεσο και ευθή τρόπο […] Ό,τι λοιπόν ο Αρχιποίμην όλων των προβάτων, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, θεσμοθετήθηκε στον μακάριο Απόστολο Πέτρο προς αιώνια σωτηρία και για το διηνεκές αγαθό της Εκκλησίας, είναι απαραίτητο, δια βουλήσεως του θεσμοθετήσαντος Ιησού Χριστού, να διαρκεί για πάντα στην Εκκλησία η οποία, θεμελιωμένη επί της πέτρας, θα παραμείνει σταθερή μέχρι τη συντέλεια των αιώνων […] Συνεπώς, όποιος διαδέχεται τον Πέτρο σε αυτήν την Καθέδρα, δυνάμει της θεσμοθετήσεως του ιδίου του Χριστού, αποκτά το Πρωτείο του Πέτρου εφ’ όλης της Εκκλησίας […] Όλοι, ποιμένες και πιστοί, οποιουδήποτε λειτουργικού τυπικού και αξιώματος, δεσμεύονται προς αυτόν, από την υποχρέωση της ιεραρχικής υπαγωγής και της αληθινής υπακοής, όχι μόνο στα πράγματα που αφορούν την πίστη και τα ήθη, αλλά και σε εκείνα που σχετίζονται με την πειθαρχία και την διακυβέρνηση της Εκκλησίας, σε όλο τον κόσμο. Με αυτόν τον τρόπο, έχοντας διαφυλάξει την ενότητα της κοινωνίας και την ομολογία της ίδιας πίστεως με τον Ρωμαίο Ποντίφικα, η Εκκλησία του Χριστού θα είναι ένα μόνο ποίμνιο υπό έναν μόνο αρχιποίμενα. Αυτή είναι η διδασκαλία της καθολικής αλήθειας, από την οποία κανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί χωρίς απώλεια της πίστεως και κίνδυνο για τη σωτηρία».

Το αλάθητο στη διδασκαλία του Πάπα

Για το πρωτείο του Πάπα, ο Πίος ο Θ’ αναφέρει:

«Σε αυτό εμπεριέχεται και η ανώτατη διδακτική εξουσία, η οποία χορηγήθηκε στον Πέτρο και τους διαδόχους του για τη σωτηρία όλων, όπως επιβεβαιώνει η συνεχής παράδοση της Εκκλησίας […] Αλλά, επειδή αυτόν ακριβώς τον καιρό, κατά τον οποίο γίνεται ιδιαιτέρως αισθητή η ανάγκη της υγιούς παρουσίας του Αποστολικού διακονήματος, υπάρχουν αρκετά πρόσωπα που αντιτίθενται στο κύρος του, πιστεύουμε ότι είναι αληθινά απαραίτητο να διακηρύξουμε επίσημα το προνόμιο το οποίο ο Μονογενής Υιός του Θεού ευδόκησε να συνδέσει με το ανώτατο ποιμαντικό αξίωμα. Επομένως, Εμείς, μένοντας πιστοί στην παράδοση που λάβαμε από τις αρχές της χριστιανικής πίστεως, προς δόξαν του Θεού Σωτήρα μας, προς ανύψωση της Καθολικής θρησκείας και προς σωτηρία των χριστιανικών λαών, με την έγκριση της Αγίας Συνόδου, διακηρύσσουμε και ορίζουμε ως δόγμα αποκεκαλυμένο εκ Θεού ότι ο Ρωμαίος Ποντίφικας, όταν μιλά από Kαθέδρας, δηλαδή, όταν ασκεί το ανώτατο αξίωμά του ως Ποιμένα και Διδασκάλου όλων των Χριστιανών, και δυνάμει της υπέρτατης αποστολικής του εξουσίας ορίζει ότι μια διδασκαλία, που αφορά στην πίστη και τα ήθη, πρέπει να γίνει αποδεκτή ως αληθής από ολόκληρη την Εκκλησία, δια της θείας συμπαραστάσεως που ο Κύριος του υποσχέθηκε στο πρόσωπο του μακαρίου Πέτρου, χαίρει εκείνου του αλαθήτου με το οποίο ο Θείος Λυτρωτής θέλησε να συνοδεύεται η Εκκλησία του για τον καθορισμό της διδασκαλίας περί της πίστεως και των ηθών: επομένως, αυτοί οι ορισμοί του Ρωμαίου Ποντίφικος είναι αμετάβλητοι αφ’ εαυτού τους, και όχι από τη συγκατάθεση της Εκκλησίας».

Πότε συντρέχει το αλάθητο

Ο Ιωάννης-Παύλος Β’ εξήγησε το νόημα και τα όρια του αλαθήτου κατά τη Γενική Ακρόαση της 24ης Μαρτίου 1993:

«Το αλάθητο δεν δίνεται στον Ρωμαίο Ποντίφικα “σαν σε έναν ιδιώτη”, αλλά καθόσον εκπληρώνει “το αξίωμα του ποιμένα και του διδασκάλου” όλων των Χριστιανών. Αυτός, επιπλέον, δεν ασκεί το αλάθητο σαν να έχει την εξουσία εν τω εαυτώ του και εκ του εαυτού του, αλλά “δυνάμει της υπέρτατης αποστολικής του εξουσίας” και “δια της θείας συμπαραστάσεως που ο Κύριος του υποσχέθηκε στο πρόσωπο του μακαρίου Πέτρου”. Τέλος, δεν το κατέχει σαν να μπορούσε να το διαθέσει ή να υπολογίζει σε αυτό σε όλες τις περιστάσεις, αλλά μόνο “όταν μιλά από Καθέδρας”, και μόνο σε ένα διδακτικό πεδίο που περιορίζεται στις αλήθειες της πίστεως και της ηθικής και σε εκείνες που είναι στενά συνδεδεμένες με αυτές […]».

Ο Πάπας πρέπει λοιπόν να ενεργεί ως “ποιμένας και διδάσκαλος όλων των Χριστιανών”, εκφραζόμενος επί αληθειών σχετικά με την “πίστη και τα ήθη”, με όρους που να φανερώνουν με σαφήνεια την πρόθεσή του να ορίσει μια συγκεκριμένη αλήθεια και να επιζητήσει την οριστική προσκόλληση σε αυτήν όλων των Χριστιανών.

Αυτό συνέβη – για παράδειγμα – στον καθορισμό του δόγματος της Αμιάντου Συλλήψεως της Θεοτόκου, για τον οποίο ο Πίος Θ’ είπε: «Είναι μια διδασκαλία αποκεκαλυμμένη από τον Θεό και γι’ αυτό πρέπει να πιστεύεται σταθερά και συνεχώς από όλους τους πιστούς»· ή ακόμη και στον καθορισμό του δόγματος της Μεταστάσεως της Θεοτόκου, όταν ο Πίος ΙΒ’ είπε: «Με την εξουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, των Μακαρίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, και με την δική Μας, δηλώνουμε και ορίζουμε ως θεϊκά αποκεκαλυμμένο δόγμα… κ.λπ.». Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούμε να μιλήσουμε για έκτακτη παπική διδασκαλία, της οποίας οι ορισμοί είναι αμετάβλητοι «αφ’ εαυτού τους, και όχι από τη συγκατάθεση της Εκκλησίας» […] Οι Ανώτατοι Ποντίφικες μπορούν να ασκήσουν αυτήν τη μορφή διδασκαλίας. Και αυτό πράγματι συνέβη. Ωστόσο, πολλοί Πάπες δεν την άσκησαν.

Τι είναι ένα δόγμα

Τα δόγματα είναι αλήθειες της πίστεως που η Εκκλησία διδάσκει ως αποκεκαλυμμένες από τον Θεό (βλ. Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας, αρ.74-95). Είναι σταθερά σημεία της πίστεώς μας. Τα κύρια είναι τα εξής: Ο Ένας και Τριαδικός Θεός· ο Πατέρας είναι δημιουργός των πάντων· ο Ιησούς, ο Υιός του Πατέρα, είναι αληθινός Θεός και αληθινός άνθρωπος, ο οποίος ενανθρώπισε, πέθανε και αναστήθηκε για τη σωτηρία μας· το Άγιο Πνεύμα είναι Θεός· η Εκκλησία είναι μία, όπως και το Βάπτισμα είναι ένα. Και ακόμη: η άφεση των αμαρτιών, η ανάσταση των νεκρών, η ύπαρξη του Παραδείσου, της Κολάσεως και του Καθαρτηρίου, η μετουσίωση, η θεία μητρότητα της Παναγίας, η παρθενία της, η Αμίαντος Σύλληψή της και η Μετάστασή της. Όλες αυτές οι αλήθειες δεν είναι αφηρημένες και ψυχρές, αλλά πρέπει να γίνονται κατανοητές εντός της μεγάλης αληθείας του Θεού, ο οποίος είναι αγάπη και θέλει να μεταδώσει τη θεϊκή ζωή του στα πλάσματά του. Ο Ιησούς αποκαλύπτει ποιες είναι οι μεγαλύτερες εντολές: η αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον (Μτ 22,36-40). Στο τέλος της επίγειας ζωής μας θα κριθούμε επί τη βάση της αγάπης.

Δόγματα και ανάπτυξη της διδασκαλίας

Ένα δόγμα, επομένως, είναι ένα σταθερό σημείο για τη ζωή της πίστεως. Καθορίζεται από το Διδακτικό Σώμα της Εκκλησίας που το αναγνωρίζει μέσα στην Αγία Γραφή ως αποκεκαλυμμένο από τον Θεό και σε στενή σχέση με την Ιερά Παράδοση. Η Ιερά Παράδοση, ωστόσο, δεν είναι κάτι ακίνητο και στατικό, αλλά – όπως λέει ο Ιωάννης-Παύλος Β’ στην Αποστολική Επιστολή “Ecclesia Dei” εν συνεχεία της Β’ Συνόδου του Βατικανού – είναι ζωντανή και δυναμική καθόσον αυξάνει η κατανόηση της πίστεως. Τα δόγματα δεν αλλάζουν, αλλά χάρη στο Άγιο Πνεύμα κατανοούμε όλο και περισσότερο το εύρος και το βάθος των αληθειών της πίστεως. Έτσι, ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος Β’ μπορεί να επιβεβαιώσει «ότι η εξάσκηση της διδακτικής εξουσίας συγκεκριμενοποιεί και φανερώνει τη συμβολή του Ρωμαίου Ποντίφικος στην ανάπτυξη της διδασκαλίας της Εκκλησίας» (Γενική Ακρόαση, 24 Μαρτίου 1993).

Πρωτείο, συλλογικότητα, οικουμενισμός

Ο Παύλος Στ’, κατά την Γενική Ακρόαση του 1969, υπερασπίστηκε την επικαιρότητα της Α’ Συνόδου του Βατικανού και τη σύνδεσή της με τη ακόλουθη Β’ Σύνοδο του Βατικανού: «Οι δύο Σύνοδοι του Βατικανού, η Α’ και η Β’, είναι συμπληρωματικές» ακόμη και αν διαφέρουν πολύ «για πολλούς λόγους». Έτσι, η προσοχή στα προνόμια του Ποντίφικος στην Α’ Βατικανή επεκτείνεται στην Β’ Βατικανή σε όλον τον λαό του Θεού με τις έννοιες της “συλλογικότητας” και της “κοινωνίας”, ενώ η εστίαση στην ενότητα της Εκκλησίας, η οποία έχει στον Πέτρο το σημείο ορατής αναφοράς, αναπτύσσεται σε μια ισχυρή στράτευση υπέρ του οικουμενικού διαλόγου. Τόσο που ο Ιωάννης-Παύλος Β’ στην Εγκύκλιό του “Ut unum sint” μπορεί να κάνει μια έκκληση προς τις χριστιανικές κοινότητες ώστε να βρεθεί μια μορφή άσκησης του πρωτείου, η οποία, «χωρίς να αποποιείται με κανέναν τρόπο το ουσιώδες της αποστολής του, να ανοίγει σε μια νέα κατάσταση» , ως «διακονία αγάπης που αναγνωρίζεται από τους μεν και από τους δε» (Ut unum sint, 95).

Και ο Πάπας Φραγκίσκος στην “Evangelii gaudium” μιλά για μια «μεταστροφή της ποντιφικής διακονίας». Ο Πάπας παρατηρεί:

«Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού, διαβεβαίωσε ότι, κατά τρόπο ανάλογο με τις παλαιές πατριαρχικές Εκκλησίες, οι Ιερές Σύνοδοι της Ιεραρχίας μπορούν “να συμβάλουν, με πολλούς και γόνιμους τρόπους, ώστε η έννοια της συλλογικότητας να λάβει συγκεκριμένη μορφή” (Lumen gentium, 36). Αλλά η ευχή αυτή δεν πραγματοποιήθηκε πλήρως, διότι δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί επαρκώς το καταστατικό που διέπει τις κατά τόπους Ιερές Συνόδους της Ιεραρχίας, ώστε να εννοούνται ως υποκείμενα συγκεκριμένων δικαιοδοσιών, συμπεριλαμβανομένης και κάποιας αυθεντικής διδακτικής εξουσίας. Ένας υπερβολικός συγκεντρωτισμός, αντί να βοηθάει, περιπλέκει τη ζωή της Εκκλησίας και την ιεραποστολική δυναμική της» (Evangelii gaudium, 32).

Και πρέπει να θυμόμαστε ότι, σύμφωνα με όσα δήλωσε η Β’ Σύνοδος του Βατικανού: «Το αλάθητο που ο Κύριος υποσχέθηκε στην Εκκλησία, εδρεύει επίσης στο Επισκοπικό σώμα όταν ασκεί την ανώτατη διδακτική εξουσία μαζί με τον Διάδοχο του Πέτρου» (Lumen gentium, 25).

Αγαπώ τον Πάπα και την Εκκλησία σημαίνει οικοδομώ επάνω στον Χριστό

Πέρα από τα δόγματα, ο Πίος Ι’ υπενθύμιζε, σε μια Ακρόαση του έτους 1912, την ανάγκη να αγαπούμε τον Πάπα και να τον υπακούμε, και έλεγε ότι ένιωθε οδύνη όταν αυτό δεν συνέβαινε. Ο Άγιος Ιωάννης Μπόσκο προέτρεπε τους συνεργάτες του και τους μαθητές του να φυλάγουν στην καρδιά τους τις «τρεις λευκές αγάπες»: τη Θεία Ευχαριστία, την Παναγία και τον Πάπα.

Και ο Βενέδικτος ΙΣΤ’, στις 27 Μαΐου 2006, μιλώντας στην Κρακοβία με τα παιδιά που είχαν μεγαλώσει μαζί με τον Ιωάννη-Παύλο Β’, εξηγεί με απλά λόγια τι επιβεβαιώνουν αυτές οι αλήθειες της πίστεως που είχαν διακηρυχθεί στο μακρινό 1870:

«Μην φοβάστε να χτίσετε τη ζωή σας εν μέσω της Εκκλησίας και μαζί με την Εκκλησία! Να είστε περήφανοι για την αγάπη σας για τον Πέτρο και για την Εκκλησία, η οποία του έχει ανατεθεί από τον Ιησού Χριστό. Μην εξαπατηθείτε από εκείνους που θέλουν να αντιτάξουν τον Χριστό στην Εκκλησία! Υπάρχει μόνο ένας βράχος επάνω στον οποίο αξίζει να χτιστεί το σπίτι. Αυτός ο βράχος είναι ο Χριστός. Υπάρχει μόνο μία πέτρα επάνω στην οποία αξίζει να στηρίξετε τα πάντα. Αυτή η πέτρα είναι αυτός για τον οποίο ο Χριστός είπε: “Εσύ είσαι Πέτρος και επάνω σε αυτήν την πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου” (Μτ 16,18). Εσείς, οι νέοι, γνωρίζετε καλά τον Πέτρο της εποχής μας. Επομένως, μην ξεχνάτε ότι ούτε ο Πέτρος που παρακολουθεί τη συνάντησή μας από το παράθυρο του Θεού Πατέρα, ούτε αυτός ο Πέτρος που τώρα στέκεται μπροστά σας, ούτε κανένας επόμενος Πέτρος θα είναι ποτέ εναντίον σας, ούτε κατά της οικοδόμησης ενός ανθεκτικού σπιτιού επάνω στον βράχο. Απεναντίας, θα κάνει οτιδήποτε είναι δυνατόν με την καρδιά του και με τα δύο του χέρια για να σας βοηθήσει να οικοδομήσετε τη ζωή σας επάνω στον Χριστό και μαζί με τον Χριστό».

————————-
Πηγή: Vatican News
Μετάφραση: π.Λ

κοινοποίηση άρθρου:

Περισσότερα

Διαβάστε ακόμη

Μήνυμα του Ηγουμένου των Ιησουιτών Pierre Salembier τ.Ι.

Σεβασμιότατε, αγαπητοί συνάδελφοι, αγαπητοί φίλοι, Καθώς συγκεντρωθήκατε για να τελέσετε ένα μνημόσυνο στη μνήμη των Ιησουιτών συντρόφων μας, των πατέρων Δημήτρη Δαλέζιου, Μιχάλη Ρούσσου και