ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΕΡΕΑΣ;

5

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΙΕΡΕΑΣ;

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει, σήμερα, η Καθολική Εκκλησία, και όχι μόνο εκείνη, είναι η έλλειψη ανθρώπων που να ανταποκρίνονται στο κάλεσμα του Θεού, για να υπηρετήσουν τους αδελφούς τους, ως πρεσβύτεροι (ιερείς) της Εκκλησίας. Συχνά, οι ίδιοι οι ιερείς αναρωτιούνται ποιος είναι ο ρόλος τους μέσα στην Εκκλησία και μέσα σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία. Μήπως ο ιερέας είναι ένας άνθρωπος για να χορηγεί μονάχα τα ιερά μυστήρια; Μήπως είναι ένα είδος κοινωνικού λειτουργού για να συνδράμει στις ανάγκες του κόσμου; Είναι ο ιερέας-εργάτης, όπως αυτοί της Γαλλίας στην δεκαετία του 60’; Είναι ο επαναστάτης-ιερέας, όπως κάποιοι ιερείς της Λατινικής Αμερικής; Εντέλει ποιος είναι ο ιερέας ή μάλλον, πώς πρέπει να είναι ο ιερέας, σύμφωνα με το κάλεσμα του Θεού;

Η φύση του ιερέα εξαρτάται από το πώς συλλαμβάνουμε την εικόνα του Θεού όπως μας την αποκάλυψε ο Χριστός και ταυτόχρονα από το πώς αντιλαμβανόμαστε και ζούμε την Εκκλησία ως μυστήριο κοινωνίας. Δηλαδή, η σωστή αντίληψη της Ιεροσύνης εξαρτάται από τη σωστή ιδέα περί του Θεού και της Εκκλησίας. Η ιεροσύνη, είναι καθαρά πρόβλημα «θεολογικό» (στην κυριολεξία η λέξη αφορά στο Θεό) και «εκκλησιολογικό» (αφορά στην κοινότητα, στην Εκκλησία).

Αναμφισβήτητα η ιερατική διακονία έχει ωφεληθεί τόσο από τις εκκλησιολογικές διατυπώσεις της Β’ Συνόδου του Βατικανού όσο και από τις βιβλικές μελέτες, γύρω από τα «διακονήματα» ή «υπουργήματα», όπως στην αποστολική παράδοση ονομάζονται τα «αξιώματα» μέσα στην Εκκλησία. Σήμερα έχει επιτευχτεί μία εννοιολογική μετακίνηση, σ’ ότι αφορά στο Ιερατείο, εν σχέση με τη Σύνοδο της Τρέντο, καθώς από τη «ιεροσύνη» περάσαμε στα «διακονήματα», από το «αξίωμα» περάσαμε στο «χάρισμα» υπέρ της Εκκλησίας, από τον «ιερέα» περάσαμε στον «πρεσβύτερο». Θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε αυτήν την προοδευτική αλλαγή, σχετικά με το ποιος είναι παραγοντικά ο ιερέας, βασιζόμενοι στην ιστορία, στην Βίβλο και στην Β’ Σύνοδο του Βατικανού.

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΕΓΚΑΙΝΙΑΖΕΙ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΙΕΡΑΤΕΙΟ
Ο ερχομός του Ιησού αποτελεί και το τέλος του ιουδαϊκού Ιερατείου. Από την ανθρώπινη καταγωγή του ο Ιησούς, δεν προέρχεται από την ιερατική οικογένεια και φυλή (την φυλή του Ααρών και Λευϊ) και δε διάλεξε ως Απόστολο, ούτε έναν από αυτές τις ιερατικές οικογένειες ή από τους ιερείς του Ναού.

Ο Ιησούς διδάσκει ότι η λατρεία είναι πνευματική και δεν είναι συνδεμένη με πρόσωπα, τόπους ή πράγματα (βλ. Ιω. 4,19-25). Για την Καινή Διαθήκη η λατρεία αποτελείται από την προσφορά του εαυτού μας στο Θεό (βλ. Ρωμ. 12,1 και Εβρ. 13,15-17,20-21). Αυτοί που είχαν μεταστραφεί από τον ιουδαϊσμό και κυρίως οι λευίτες και οι ιερείς, αισθάνονταν απογοήτευση μέσα στην πρωτοχριστιανική κοινότητα. Νοσταλγούσαν τις μεγαλοπρεπείς τελετές του ναού και η νεοφώτιστη πίστη τους κλονίζονταν. Σ’ αυτούς απευθύνεται η προς Εβραίους επιστολή, η οποία υπογραμμίζει με δύναμη ότι, στη Νέα Διαθήκη ο μοναδικός ιερέας και η μοναδική θυσία αποτελείται από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. Η θυσία του Χριστού είναι μοναδική και ανεπανάληπτη (Βλ. 1 Τιμ. 2,5). Το γεγονός αυτό καθιστά περιττό το ιουδαϊκό λατρευτικό Ιερατείο και δίνει εντελώς διαφορετική φυσιογνωμία στην Ιεροσύνη της Εκκλησίας που εγκαινίασε ο Χριστός. Για μερικούς ακούγεται παράξενη η ακόλουθη διατύπωση : Στον Χριστιανισμό δεν υπάρχουν πια ιερείς, ένας μόνος είναι ο Ιερέας, ο Ιησούς, ο μοναδικός Μεσίτης της Σωτηρίας μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Όλοι οι χριστιανοί συμμετέχουν σε αυτό το μοναδικό ιερατείο του Χριστού αλλά με διαφορετικό τρόπο, σύμφωνα με το σκοπό για τον οποίο τους κάλεσε ο Θεός (Βλ. Προς Ρωμαίους 5, 1 Εφ. 2,6.18 3,12). Αυτή τη νέα και τελείως διαφορετική φυσιογνωμία της χριστιανικής Ιεροσύνης θα προσπαθήσουμε να προσδιορίσουμε περαιτέρω.

ΒΙΒΛΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ: Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ
Η Καινή Διαθήκη για να καθορίσει την αποστολή και τα χαρίσματα των μαθητών στην Εκκλησία, μεταχειρίζεται συχνά τη λέξη «διακονία» (Εβραϊκά «αβόντα») που προφανώς σημαίνει «υπηρεσία». Η χριστιανική διακονία δεν περιορίζεται στην φιλανθρωπία, έχει ένα πιο βαθύ νόημα. Την κατέχει μια δική της δυναμική κι ένας δικός της νόμος, που τείνει να οδηγήσει αυτή τη «διακονία» σ’ ένα ολοκληρωτικό δόσιμο στην κοινότητα των χριστιανών, στην Εκκλησία. Αυτό το «δόσιμο» των χριστιανών θα αποτελέσει την ουσία εκκλησιαστικής κλήσης μέσα στην κοινότητα.

Η «διακονία» θα αποτελέσει ένα καινούριο λειτούργημα μέσα στην Εκκλησία και προϋποθέτει μία ριζική αλλαγή («μετάνοια») από αυτόν που είναι καλεσμένος να εξασκήσει αυτό το λειτούργημα. Εκείνος που καλείται από το Θεό σε ένα τέτοιο λειτούργημα πρέπει να ζει στο κόσμο απαλλαγμένος από συμφέροντα και να είναι συνεχώς προσκολλημένος στο Χριστό, το μοναδικό Κύριο του κόσμου και μοναδική πηγή των διακονημάτων : «Αυτός [ο Θεός] όρισε μερικοί να είναι απόστολοι, άλλοι προφήτες, άλλοι ευαγγελιστές, άλλοι ποιμένες και διδάσκαλοι, για να καταστήσει ικανούς τους αδελφούς να εκπληρώσουν τη διακονία, για την οικοδομή του σώματος του Χριστού» (Εφ. 4,11-12).

Ο «ΔΙΑΚΟΝΟΣ» ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΣΚΕΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ «ΕΞΟΥΣΙΑ»
Εκείνοι που ασκούν τη διακονία μέσα στην Εκκλησία είναι απεσταλμένοι και αντιπρόσωποι του Χριστού. Τα λόγια του Χριστού: «Όποιος ακούει εσάς, εμένα ακούει κι αυτός που περιφρονεί εσάς, περιφρονεί εμένα» (Λκ 10,16), αν και απευθύνονται σ’ όλους τους μαθητές του Χριστού, εντούτοις δεν παύουν να έχουν μια ιδιαίτερη σημασία για τους διακονούντες την Εκκλησία. Η παρουσία του Χριστού μεταξύ των μαθητών του, εξασφαλίζει σ’ αυτούς μία εξουσία που εξασκούν στο όνομα του. Η εξουσία όμως αυτή έχει νόημα μόνο όταν την χαρακτηρίζει η ταπείνωση και πάντοτε το πνεύμα υπηρεσίας: «Εάν κάποιος θέλει να είναι πρώτος, πρέπει να είναι ο τελευταίος όλων και υπηρέτης όλων» (Μκ. 9,35).

Η εξουσία στην Εκκλησία διαφέρει απόλυτα από την εγκόσμια, που την ασκούν με τη χρήση της βίας και της δύναμης. Είναι εξουσία μόνο και εφόσον επαγγέλλεται το Λόγο, που είναι «δύναμη Θεού». Ο σκοπός της εξουσίας αυτής είναι η σωτηρία του ανθρώπου, γι’ αυτό εκείνοι που την ασκούν μέσα στην Εκκλησία δεν μπορούν να επιβληθούν με εξωτερικές πιέσεις, διότι ο άνθρωπος δέχεται την εξουσία αυτή εσωτερικά, στα πλαίσια της ελευθερίας του πνεύματος, από αγάπη.

Ωστόσο, μέσα σ’ αυτά τα γνήσια εκκλησιολογικά πλαίσια, η εξουσία των «διακόνων» δεν παύει ν’ ασκείται με μια κάποια δύναμη. Τα λόγια του Χριστού προς τους Αποστόλους μας το επιβεβαιώνουν. Έτσι π.χ. όταν στο τελευταίο δείπνο τους λέει «Τούτο ποιείτε εις την εμίν ανάμνησιν» μεταδίδει στους Αποστόλους του και στους διαδόχους του την «εξουσία» να αναβιώνουν ανά τους αιώνας την «ανάμνηση» του Πασχαλινού του Μυστήριου. Επίσης, όταν μετά την Ανάστασή του ο Κύριος λέει στους Αποστόλους του: «Μου δόθηκε πλήρης εξουσία στον ουρανό και στη γη. Πηγαίνετε λοιπόν και κάνετε όλα τα έθνη μαθητές μου» (Μτ. 28,18), τους καθιστά μάρτυρες και αγγελιοφόρους της σωτηρίας, ως τα πέρατα της γης, για ολόκληρη τη διάρκεια της ιστορίας, μέχρι την ένδοξη επάνοδό Του.

ΑΠΟ ΤΑ «ΔΙΑΚΟΝΗΜΑΤΑ» ΣΤΟ «ΙΕΡΑΤΕΙΟ»
Στην Καινή Διαθήκη, μαζί με το Βάπτισμα και την Ευχαριστία, βρίσκουμε μια άλλη, ζωτικής σημασίας, πράξη για την Εκκλησία: πρόκειται για την εκλογή και τον ορισμό ενός προσώπου που είναι καλεσμένος να εξασκήσει ένα εκκλησιαστικό διακόνημα, κι αυτό επιτελείται με μια χειροθεσία και μια επίκληση, που μεταδίδει τη χάρη της διακονίας. Η εκλογή του Ματθία γίνεται μέσα σ’ ένα τελετουργικό πλαίσιο (βλ. Πράξ. 1,15-26). Οι επτά διάκονοι διορίζονται από τους Αποστόλους με την προσευχή και με την «επίθεση των χεριών». Ο Απόστολος Παύλος στις διάφορες πόλεις που κηρύττει, τοποθετεί στην κοινότητα, ως πρεσβύτερους, μερικούς άντρες με την επίθεση των χεριών (Βλ. το «χειροτονίσαντες» στις Πράξεις των Αποστόλων 14,23).

Οι Ποιμαντικές επιστολές του Αγίου Παύλου (Προς Τιμόθεο Α’ και Β’, προς Τίτον) μας αποκαλύπτουν κάτι επιπλέον. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρεται σε ένα ιδιαίτερο χάρισμα του Θεού που πρέπει «ν’ αναζωπυρωθεί» και που γίνεται παρόν, εξαιτίας της επίθεσης των χεριών. (βλ. Β’ Τιμ. 16 και Α’ Τιμ. 4,14). Στον Άγιο Τίτο υπενθυμίζει, ότι του έχει δώσει ήδη εντολή να εγκαταστήσει πρεσβυτέρους (Τίτος 1,5).

Η χειρονομία της επίθεσης των χεριών προέρχεται από τον ιουδαϊσμό και μπορεί να σημαίνει ευλογία (Πράξ. 8,17) ή μετάδοση μίας αποστολής (Πράξ. 19,3).

Η αποστολή αυτή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνίσταται στη διακονία μίας ορατής καθοδήγησης της χριστιανικής κοινότητας, στη διάδοση και υπεράσπιση του κηρύγματος των αποστόλων και στη λειτουργική υπηρεσία (Βλ. Α’ Τίτου 4,13 5,20-22 Ιακ. 5, 14-15….). Στην αρχή, λοιπόν, τα διακονήματα χαρακτηρίζονται από μια χαρισματική διάσταση και κυρίως τη διάσταση υπηρεσίας (διακονίας), που μας υπενθυμίζει το ολοκληρωτικό δόσιμο του «Δούλου του Γιαχβέ» (βλ. Ησ. 50,1-10).

Αυτά τα χαρακτηριστικά επιβεβαιώνονται και στα αμέσως μετά, αποστολικά γραπτά (βλ. Α’ επιστολή του Κλήμεντος Ρώμης (88-97 ή 92-101), Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων (2ος μ.Χ. αιώνας), ο Ποιμήν του Ερμά (2ος μ.Χ. αιώνας) .

Ο Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας (30 περίπου – 107) μας παρουσιάζει ήδη μια δομή της Εκκλησίας αρκετά οργανωμένη. Ο επίσκοπος αποτελεί το κέντρο της κοινότητας, όσον αφορά την πειθαρχία, τη διδασκαλία και τη λατρεία. Οι πρεσβύτεροι είναι οι συνεργάτες του επισκόπου και αποτελούν το πρεσβυτέριο. Οι διάκονοι παρουσιάζονται, για πρώτη φορά, ως ξεχωριστή οντότητα, με μια διακονία που αφορά κυρίως την Αγία Ευχαριστία.

Μπορούμε, λοιπόν, να συμπεράνουμε πως στην εποχή αυτή, εκείνο που χαρακτηρίζει το Ιερατείο ήταν η προφητική και αποστολική διακονία του Λόγου και η ποιμαντική αποστολή που έχει ως σκοπό να διατηρήσει την ενότητα της κοινότητας.

Με την εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων, όπως οι γνωστικοί, υπογραμμίζεται περισσότερο η διδακτική αποστολή του ιερέα για να διατηρηθεί η γνησιότητα του αποστολικού κηρύγματος. Αυτό όμως φέρνει σιγά σιγά την ανάγκη να υπογραμμιστεί περισσότερο η θεσμική διάσταση της Ιεροσύνης, με συνέπεια να γίνει υποτονικός ο χαρισματικός χαρακτήρας της. Με άλλα λόγια δεν επισημαίνεται αρκετά ότι η Ιεροσύνη είναι στην ουσία της ένα διακόνημα δοσμένο από το Άγιο Πνεύμα για την οικοδόμηση της Εκκλησίας. Ένας δεν γίνεται ιερέας για τον εαυτόν του, αλλά ουσιαστικά για την κοινότητα. Έτσι σιγά σιγά, περνάμε από το χαρισματικό διακόνημα του «πρεσβυτέρου» στο θεσμικό του «ιερατείου» με όλες τις συνέπειες.

† Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

κοινοποίηση άρθρου:

Περισσότερα

Διαβάστε ακόμη

Μήνυμα του Ηγουμένου των Ιησουιτών Pierre Salembier τ.Ι.

Σεβασμιότατε, αγαπητοί συνάδελφοι, αγαπητοί φίλοι, Καθώς συγκεντρωθήκατε για να τελέσετε ένα μνημόσυνο στη μνήμη των Ιησουιτών συντρόφων μας, των πατέρων Δημήτρη Δαλέζιου, Μιχάλη Ρούσσου και