Παίζοντας κρυφτό
Μόλις πέρασα από ένα πάρκο παιχνιδιών. Αλλά φαίνεται πως, λόγο της μεγάλης ζέστης που επικρατούσε αυτές τις ημέρες, το πάρκο ήταν σχεδόν έρημο. Οι γιορτινές και δυνατές φωνές μερικών παιδιών μου κίνησε την περιέργεια και τότε σταμάτησα και διαπίστωσα ότι τα παιδιά έπαιζαν κρυφτό. Δύο έτρεχαν να κρυφτούν, το ένα πίσω από ένα θάμνο και το άλλο μεταξύ των σκαλοπατιών της τσουλήθρας.
Υπήρχε μια απόλυτη σιωπή εκείνη τη στιγμή από τα τρία αυτά παιδιά. Αυτό που έψαχνε τα άλλα επικέντρωνε όλη την προσοχή του στο να ανακαλύψει που βρίσκονται τα άλλα δύο, για να μπορέσει να φωνάξει με όλη τη δύναμη της φωνής και με ικανοποίηση το νικηφόρο: «Σε είδα, δε βρήκα!
Όμως από την πλευρά εκείνων που κρύβονται κάνουν ότι είναι δυνατόν για να παρατείνουν, όσο το δυνατό περισσότερο το κρύψιμό τους, από αυτό που τα ψάχνει. Δεν ξέρω τίνος κτυπά πιο δυνατά η καρδιά εκείνου που ψάχνει ή εκείνων που αναζητούνται; Κατά τη γνώμη μου σε μια τέτοια περίπτωση και οι δύο μπορεί να θεωρηθούν νικητές.
Είναι πράγματι όμορφη η θέση εκείνου που ψάχνει και δεν είναι καθόλου λιγότερο ενδιαφέρουσα η θέση εκείνου που κρύβεται να μην τον βρουν. Είναι η στιγμή που αισθάνεται κανείς σημαντικός για κάποιον. Μόλις βρεθείς τότε κρύβεσαι και πάλι για να συνεχίσεις το παιχνίδι….. της αγάπης.
Το λέω έτσι, διότι μου φαίνεται ότι η ιστορία του άσωτου γιού βρίσκεται όλη εδώ.
Πηγαίνοντας να κρυφτείς, μακριά , πολύ μακριά από το σπίτι και να διαπιστώσεις στο τέλος ότι και ο Θεός βρίσκεται στο παιχνίδι.
Σου δίνει την εντύπωση ότι έχεις καλά κρυφθεί, ότι δεν σε βλέπει, για να σε βεβαιώσει στην κατάλληλη στιγμή, ότι από πάντα σε αναζητούσε και πάντα σε αναζητά, μέχρις ότου ακούσεις την έκρηξη της χαράς που σου φωνάζει: «σε βρήκα».!
Ευχαριστώ που μ’ άφησες να σε βρω , ευχαριστώ για τη γιορτή και τη χαρά που μου προκάλεσες.