“ΌΤΑΝ ΣΕ ΛΕΝΕ ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΙ … ΣΕ ΦΩΝΑΖΟΥΝ ΓΙΑΝΝΗ”
Κάποιοι φίλοι επισκέφθηκαν το νησί. Έτσι, λοιπόν, ένα πρωινό πήραμε το αυτοκίνητο ώστε να δουν την ενδοχώρα.
Ο δρόμος μας έβγαλε σε ένα ιστορικό θρησκευτικό μνημείο ίσως το σημαντικότερο αυτού του τόπου. Μια Εκκλησία όπου η ζωή της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Οι φίλοι μου κι εγώ μπήκαμε μέσα με το σεβασμό που αρμόζει στον Ιερό αυτό χώρο αφιερωμένο στη Χάρη της Παναγίας.
Το Ναό επιβλέπει και φροντίζει κάποιο πρόσωπο στο οποίο διακρίνει κανείς την ευλάβεια και την αγάπη που το διακατέχει για την Πίστη του. Η κοινή ιερατική μας ενδυμασία προκάλεσε απορία στο πρόσωπο αυτό που θέλησε να ξεκινήσει έναν διάλογο μαζί μας προκειμένου να ικανοποιήσει την περιέργειά της ή άλλους πιθανούς σκοπούς. Μας ρώτησε από πού είμαστε και αν μένουμε Νάξο. Στη συνέχεια και προκειμένου να φτάσει στο ζητούμενο δηλαδή στην απόχρωση, την ιδιαιτερότητα και την ομοιομορφία της περιβολής μας συνέχισε διακριτικά να ερευνά. Απάντησα στον ίδιο φιλικό και ευγενικό τόνο με της κυρίας ότι είμαστε Καθολικοί Ιερείς. Με έκπληξη η κυρία αυτή αναρωτήθηκε φωναχτά: Υπάρχουν ρωμαιοπαπικοί στην Νάξο; Από πότε; Της απάντησα ότι τους ρωμαιοπαπικούς δεν τους γνωρίζω γι’ αυτό δεν ξέρω αν υπάρχουν στη Νάξο. Δεν ξέρω καν πού υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Της επεσήμανα ότι εμείς δεν είμαστε ρωμαιοπαπικοί αλλά χριστιανοί καθολικοί. Εκείνη μέσα στην απλότητά της δυσκολεύτηκε να αποδεχτεί την πραγματική μου ιδιότητα και την ονομασία της Εκκλησίας στην οποία ανήκω και προσπάθησε να αναπτύξει έναν μακρύ και ατέλειωτο διάλογο μαζί μου προκειμένου να με πείσει ότι δεν είμαι χριστιανός καθολικός αλλά ρωμαιοπαπικός αιρετικός. Μέσα στην απλή και αθώα της αμάθεια έκανε αναφορά ακόμα και στον Απόστολο Πέτρο ενώ εγώ αναρωτήθηκα αν άραγε ήξερε που είναι θαμμένος ο Άγιος Πέτρος.
Η ώρα είχε περάσει … πέντε λεπτά. Έπρεπε να φύγω διότι οι φίλοι μου είχαν ήδη κατηφορίσει. Άναψα το κεράκι μου, ασπάστηκα το Εικόνισμα της Παναγίας και έφευγα. Η κυρία έμεινε εκεί με μια ζωντανή, σχεδόν παθιασμένη αλλά πάντοτε διακριτική εμμονή και αφοσίωση στα λόγια που της είχαν διδάξει να παπαγαλίζει, ελπίζοντας πως θα καταφέρει να με πείσει ότι …. δεν με λένε “Γιώργο αλλά Γιάννη”. Δυστυχώς και παρόλη την επιμονή της η επιθυμία της παρέμεινε ανεκπλήρωτη, αφού τη χαιρέτησα και έφυγα.
Κατηφόριζα και συνάντησα ένα γκρουπ αλλοδαπών τουριστών. Κατάλαβαν την ιδιότητά μου και με ρώτησαν πληροφορίες για το Ναό. Τους απάντησα πως δεν είμαι ο αρμόδιος και ότι μέσα η φύλακας θα τους παρείχε τις πληροφορίες που ζητούσαν. Σε ποια γλώσσα δε δύναμαι να φανταστώ.
Δεν τίναξα τη σκόνη απ’ τα σανδάλια μου όπως προτρέπει το Ευαγγέλιο και σίγουρα θα επανέλθω. Άλλωστε σε ένα μέρος σαν κι εκείνο ευπρόσδεκτοι είναι οι πάντες. Λυπήθηκα μονάχα για εκείνο το σπουδαίο Ιερό Μνημείο διότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο χαραμίζεται ανελέητα.
π.Γ.Π.