Όποιος δεν ξέρει να ακούει μετατρέπει την πίστη σε ιδεολογία
Να μην κάνουμε την ανοησίαπου συνίσταται στην αδυναμία να ακούσουμε το Λόγο του Θεού και η οποία οδηγεί στη διαφθορά. Είπε ο Πάπας, σήμερα το πρωί στη Θεία Λειτουργία στον Οίκο Santa Marta. Ο Ιησούς κλαίει με νοσταλγία – υπενθυμίζει – όταν ο αγαπημένος του λαός απομακρύνεται από ανοησία, προτιμώντας το φαίνεσθαι, είδωλα και ιδεολογίες. Ο προβληματισμός του Φραγκίσκου παίρνει έναυσμα από τη λέξη «ανόητοι», η οποία εμφανίζεται δύο φορές στη σημερινή Θεία Λειτουργία. Ο Ιησούς τη λέει στους Φαρισαίους (Λουκ. 11, 37-41), ενώ ο Άγιος Παύλος όταν αναφέρεται στους παγανιστές (Ρωμ. 1, 16-25). Αλλά και τους Γαλάτες Χριστιανούς, ο Απόστολος των Εθνών τους είχε πει «ανόητοι» επειδή αφέθηκαν να ξεγελαστούν από «νέες ιδέες». Αυτή η λέξη «περισσότερο από μια καταδίκη, αποτελεί μια σηματοδότηση» – εξηγεί ο Πάπας – επειδή μας κάνει να δούμε το δρόμο της ανοησίας που οδηγεί στην διαφθορά. Και, σημειώνει ο Πάπας, «αυτές οι τρεις ομάδες ανόητων αποτελούνται από διεφθαρμένους».
Στους Νομοδιδάσκαλους, ο Ιησούς είχε πει ότι μοιάζουν με τους ασβεστοποιημένους τάφους: γίνονται διεφθαρμένοι επειδή ασχολούνται με την ωραιοποίηση μόνο «της εξωτερικής όψης των πραγμάτων», αλλά όχι γι αυτό που υπάρχει μέσα σε αυτά και είναι διεφθαρμένο. Ήταν επομένως, «διεφθαρμένοι από ματαιοδοξία, από το φαίνεσθε, από την εξωτερική ομορφιά, από την φαινομενική δικαιοσύνη». Οι παγανιστές από την άλλη πλευρά είναι διεφθαρμένοι λόγω της ειδωλολατρίας: Διεφθάρησαν επειδή αντήλλαξαν τη δόξα του Θεού – την οποία θα μπορούσαν να γνωρίσουν μέσω της λογικής – με τα είδωλα. Και υπάρχουν ακόμη και σήμερα ειδωλολατρίες, όπως ο καταναλωτισμός – σημειώνει ο Πάπας – ή η αναζήτηση ενός άνετου θεού. Τέλος, εκείνοι οι χριστιανοί που αφέθηκαν να διαφθαρούν από ιδεολογίες, δηλαδή έπαψαν να είναι χριστιανοί για να «γίνουν ιδεολόγοι του Χριστιανισμού». Ο Φραγκίσκος επομένως, εξηγεί σε τι συνίσταται αυτή η ανοησία:
«Η ανοησία είναι το να μην ακούω, κυριολεκτικά θα μπορούσαμε να πούμε ένα «nescio» (δεν ξέρω), «δεν ξέρω», δεν ακούω. Η ανικανότητα να ακούσω το Λόγο: Όταν ο Λόγος δεν εισέρχεται, δεν τον αφήνω να εισέλθει επειδή δεν τον ακούω. Ο ανόητος δεν ακούει. Εκείνος πιστεύει ότι ακούει, αλλά δεν ακούει. Κάνει το δικό του, πάντα. Και γι αυτό το λόγο ο Λόγος του Θεού δεν μπορεί να εισέλθει στην καρδιά του και δεν υπάρχει χώρος για την αγάπη. Και εάν εισέλθει, είναι αποσταγμένος, μετασχηματισμένος σύμφωνα με τη δική μου αντίληψη για την πραγματικότητα. Οι ανόητοι δεν ξέρουν να ακούνε. Και αυτή η κώφωση τους οδηγεί σε αυτή τη διαφθορά. Δεν εισέρχεται ο Λόγος του Θεού, δεν υπάρχει χώρος για την αγάπη και τέλος δεν υπάρχει χώρος για την ελευθερία».
Και γίνονται σκλάβοι επειδή ανταλλάσουν «την αλήθεια του Θεού με το ψέμα» και λατρεύουν τα πλάσματα αντί του Δημιουργού:
«Δεν είναι ελεύθεροι και δεν ακούνε, αυτή η κώφωση, δεν αφήνει χώρο στην αγάπη ούτε στην ελευθερία: μας οδηγεί πάντα στη δουλεία. Ακούω τον Λόγο του Θεού; Του επιτρέπω να εισέλθει; Αυτός ο Λόγος, εκ του οποίου έχουμε ακούσει να ψέλνεται το Αλληλούια, ο Λόγος του Θεού είναι ζωντανός, είναι αποτελεσματικός, αποκαλύπτει τα συναισθήματα και τις σκέψεις της καρδιάς. Ανταμείβει, εισέρχεται. Σε αυτό το Λόγο, θα επιτρέψω να εισέλθει ή είμαι κουφός γι αυτόν; Και τον μεταμορφώνω σε φαίνεσθε, τον μεταμορφώνω σε ειδωλολατρία, σε ειδωλολατρικές συνήθειες, ή τον μετατρέπω σε ιδεολογία; Καιδενεισέρχεται… ΑυτήείναιηανοησίατωνΧριστιανών».
Ο Πάπας παροτρύνει, στο τέλος της ομιλίας του, να εξετάζουμε τις «εικόνες των σημερινών ανόητων»: «Υπάρχουν Χριστιανοί ανόητοι και μάλιστα ποιμένες ανόητοι». «Ο Άγιος Αυγουστίνος – θυμίζει – τους χτυπά καλά με το ραβδί, με δύναμη» επειδή «η ανοησία των ποιμένων κάνει κακό στο κοπάδι». Αναφέρεται στην «ανοησία του διεφθαρμένου ποιμένα», στην «ανοησία του ποιμένα που είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του, του ειδωλολάτρη» και στην «ανοησία του ποιμένα ιδεολόγου». «Ας εξετάσουμε την εικόνα των ανόητων χριστιανών» – προτρέπει ο Πάπας – «και δίπλα σε αυτή την ανοησία ας κοιτάξουμε τον Κύριο ο οποίος βρίσκεται πάντα στην πόρτα», χτυπά και περιμένει. Η τελική πρόσκλησή του είναι επομένως να σκεφτούμε την νοσταλγία του Κυρίου για εμάς: «για την αγάπη του που είχε για εμάς από την αρχή».
«Και αν εμείς κάνουμε αυτή την ανοησία, απομακρυνόμαστε από εκείνον και εκείνος αισθάνεται αυτή τη νοσταλγία. Νοσταλγία για εμάς. Και ο Ιησούς με αυτή τη νοσταλγία κλαίει, έκλαψε στην Ιερουσαλήμ: ήταν ακριβώς η νοσταλγία για ένα λαό που είχε επιλέξει, είχε αγαπήσει αλλά ο οποίος είχε απομακρυνθεί από ανοησία, είχε προτιμήσει το φαίνεσθαι, τα είδωλα ή τις ιδεολογίες».
Μετάφραση: ρφ