Ονειρεύτηκα … τον Παράδεισο
Όταν θα σε συναντήσω Κύριε, κάνε να ‘ναι μια μέρα γιορτής. Επιθυμώ τη μέρα που θα ‘ρθω σε σένα, ο ουρανός να ‘ναι γεμάτος άστρα – θα στηρίζομαι στο μπαστούνι μου και στο δρόμο – ερχόμενος προς Σε – θα λέω στα άγρια και ήμερα ζώα, στους φίλους μου: Είμαι ο φίλος σας, πάω στον Παράδεισο, εκεί είναι ο Θεός και δεν υπάρχει κόλαση. Και θα φωνάζω: ελάτε φίλοι μου που αγαπάτε το πράσινο και εσείς αγαπητά άγρια ζώα, διώξτε απ’ τα αυτιά σας τις μύγες, τα τσιμπούρια, τα τσιμπήματα.
Θεέ μου, θα βρεθώ ανάμεσα σ’ αυτά τα ζώα που τόσο αγάπησα γιατί σκύβουν το κεφάλι όταν τρώνε, σηκώνουν το λαιμό – σαν να λένε ευχαριστώ – όταν πίνουν νερό, και σε κοιτάζουν με τέτοιο τρόπο που σ’ εντυπωσιάζει, σαν να μιλούν χωρίς να βγάζουν λέξη!
Ελπίζω να φθάσω στον ουρανό – κοντά Σου Κύριε – ακολουθούμενος από χιλιάδες, περιθωριακούς, ακροβάτες της κοινωνίας και σαλτιμπάγκους της περιφρόνησης. Μαζί μου θα έχω αυτούς που σηκώνουν μπιτόνια νερό στην πλάτη τους, αυτούς που έχουν τελάρα στα κεφάλια τους, σαν τα υπομονετικά γαϊδουράκια, φορτωμένα με προϊόντα, με τρόφιμα, εκείνους που φορούν κοντά παντελονάκια για να μην πονούν οι πληγές στα πόδια και εκείνους που παρά τη ζέστη, ντύνονται βαριά για να μην πληγώνονται απ’ τα επικίνδυνα ζώα.
Κάνε Κύριε, να βρεθώ μ’ όλους αυτούς, σ’ ένα τέτοιο παράδεισο που οι άγγελοι θα μας οδηγούν σε ζωντανά ρυάκια, σε πράσινες πλαγιές με όλα τα δέντρα του Κήπου της Εδέμ. Κάνε Κύριε, να αισθανθώ δεμένος με όλους αυτούς και με τα ζώα που θαυμάζουν την αδυναμία τους, να βρεθώ τυλιγμένος στην λάμψη της αιώνιας χαράς του δικού Σου παράδεισου που υποσχέθηκες σε όσους σέβονται την πλάση, δηλαδή Εσένα!
π. Μάρκος Βιδάλης