Το Γιώργο, τον έβλεπα κάθε μέρα να ακολουθεί το μονοπάτι που τον οδηγούσε από το σπίτι του στην κεντρική πλατεία της κωμόπολης που κατοικούσε. Τα βήματά του ήταν κανονικά και σίγουρα. Εάν δεν παρατηρούσα το άσπρο του μπαστούνι, δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι είναι «τυφλός».
Μια μέρα σκέφτηκα να τον γνωρίσω από κοντά. Τον πλησιάζω και τον χαιρετώ με ένα εγκάρδιο καλημέρα. « Καλημέρα!» μου απαντά εκείνος. Εντυπωσιασμένος σταματά αμέσως, γυρνώντας το πρόσωπο προς εμένα.
«Με ποιόν έχω την τιμή να μιλώ;» μου λέει με ζεστασιά ψυχής. Παρουσιάστηκα, μετά από κάποιο κομπλιμέντο που του έκανα, και ο ίδιος με κάλεσε φιλικά να τον πάρω αγκαζέ. «Έτσι μπορούμε να μιλήσουμε πιο ελεύθερα – μου λέει – και εγώ δεν θα σκέπτομαι και δεν θα κουράζομαι να σκέπτομαι τα βήματά μου…».
Μου διηγείται ότι είναι «ανάπηρος πολέμου» και ότι ήταν μάλιστα ένα φίλος που του αφαίρεσε το φως. Μου εξήγησε ότι, οι πρώτες στιγμές της τυφλότητάς του ήταν τρομερές: να μην μπορώ να κινηθώ πια μόνος μου, να μη βλέπω το πρόσωπο της γυναίκας μου, των παιδιών μου, το χαμόγελο των φίλων μου., το χρώμα των λουλουδιών,, την ομορφιά της φύσης.… «Αφού πέρασαν όμως αυτές οι στιγμές, άρχισα να δοκιμάζω ένα τρόπο για να βλέπω, να κοιτάζω…..».
«Έλαβα μέρος σε μια εκδήλωση για τυφλούς στη Ρώμη – μου διηγείται -. Πριν μπω στο χώρο που είχε διαμορφωθεί για το σκοπό αυτό, ο Ειρηναίος, ο συνοδός μου, με ενημέρωσε ότι στην είσοδο της αίθουσα είναι γραμμένο: « Το ουσιώδες δεν μπορεί κανείς να το δει με τα φυσικά του μάτια» και αμέσως ένα τυφλός που βρισκόταν κοντά μου, φώναξε: «Ευτυχώς!» Και μετά πρόσθεσε με την ίδια δυνατή φωνή του: “Τη στιγμή του θανάτου δεν θα μπορούμε να διαμαρτυρηθούμε ότι, δεν μπορέσαμε να δούμε τις ομορφιές αυτού του κόσμου».
Νομίζω πως ήθελε να αναφερθεί στα λόγια του Αποστόλου Θωμά που ήθελε να δει με τα φυσικά του μάτια τον πιο όμορφο άνθρωπο από τους υιούς των ανθρώπων: «Μακάριοι όσοι πιστεύουν χωρίς να βλέπουν». Να πιστεύει κανείς και να βλέπει την πραγματικότητα που βλέπει ο Θεός. Να πιστεύει και «να βλέπει το Θεό».
Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, όταν έχασε το φως του και τον ρωτούσαν πως αισθάνεται, απαντούσε: « Δεν πειράζει που δεν βλέπω το φως, αρκεί που βλέπω αυτόν που δημιούργησε το φως».
Είναι θαυμάσια όλα αυτά που το φως των ματιών επιτρέπουν να δεις και να θαυμάσεις, αλλά είναι απείρως πιο όμορφο να μπορείς να δεις την πραγματικότητα με την πίστη , με τα μάτια του Θεού.
Συνεχίζοντας την οικειότητα, ο Γιώργος πρόσθεσε: « Όποιος με συνοδεύει προσπαθεί να μου προσφέρει αυτά που τα μάτια του μπορούν να δουν, αλλά εγώ μπορώ να του δωρίσω αυτό που τα δικά του μάτια, ακόμη και ορθάνοικτα, δεν μπορούν να δουν και δεν έχουν προετοιμαστεί για να δουν. Όχι μόνο θυμάμαι τα χρώματα , τα πρόσωπα, αλλά τώρα αυτό που , αγγίζω, ακούω, γεύομαι, οσφραίνομαι φαίνεται ότι κάνει πιο βαθειά την «όρασή μου». Επίτρεψέ μου να σου πω ότι δεν είμαι αφηρημένος από τα μάτια, αλλά οδηγούμε από το μυαλό για να εκτιμώ τα πιο μικρά και τις εύγεστες διαφοροποιήσεις. Θέλεις να σου πω όλη την αλήθεια; Άρχισα να βλέπω από τη στιγμή που έχασα το φως μου».
Ευχαριστώ Γιώργο, που μου έδωσες το βαθύ φως, όσων βλέπω και με κάνεις να νιώθω «ευτυχής» με το να τα κοιτάζω με τα μάτια της πίστης.