ΟΙ ΛΑΪΚOΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ
Σε δύο προηγούμενα κείμενά μας, προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε το ρόλο του Επισκόπου και του Πρεσβυτέρου μέσα στην Εκκλησία. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε να αναπτύξουμε το θέμα: Ο ρόλος των λαϊκών μέσα στην Εκκλησία ή ακόμα καλύτερα τι εννοούμε με τη λέξη «λαϊκός» στην εκκλησιαστική ορολογία.
Αρχικά, χρειάζεται μια φιλολογική επισήμανση. Πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες έχουν δανειστεί από την ελληνική τη λέξη «λαϊκός». Οι ομιλούντες αυτές τις γλώσσες, στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής ορολογίας, όταν ακούν τη λέξη «λαϊκός», αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για τον μη-κληρικό. Οι ελληνόφωνοι, όμως, όταν μεταχειρίζονται αυτήν τη λέξη, εννοούν, πολλές φορές και κάτι περισσότερο. Το Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη «Για το Σχολείο και το Γραφείο» (σελ. 564), εξηγεί ως εξής το λήμμα «λαϊκός»: Αυτή η λέξη «σχετίζεται αμέσως με το λαό ή κάτι που προέρχεται από αυτόν: τέχνη/χοροί/τραγούδι/μουσική, λαϊκή αγορά, λαϊκά δικαστήρια…». Στο λεξικό δεν υπάρχει καμία αναφορά στην εκκλησιαστική σημασία του λήμματος ως «ο μη κληρικός».
Στόχος μας είναι, να αναπτύξουμε το ποια είναι η θέση των λαϊκών μέσα στην Εκκλησία, βασιζόμενοι, όπως πάντα, στα επίσημα ντοκουμέντα της Καθολικής Εκκλησίας κυρίως σ’ αυτά της Β’ Συνόδου του Βατικανού και στην πολύ σπουδαία Παραίνεση «Christifideles laici» (Οι χριστιανοί λαϊκοί) της 30ης Δεκεμβρίου 1988, του Αγίου Πάπα Ιωάννη-Παύλου του Β’. Αυτή η Παραίνεση αποτελεί μια σύνθεση της διδασκαλίας της Συνόδου των Επισκόπων, που πραγματοποιήθηκε στην Ρώμη το 1987, και είχε ως θέμα: «Κλήση και Αποστολή των λαϊκών μέσα στην Εκκλησία».
ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ «ΛΑΪΚΟΣ»
Ο όρος «λαϊκός» έχει μία μακρόχρονη και ταλαιπωρημένη ιστορία: στη συνέχεια θα επιχειρήσουμε μία πολύ συνοπτική σκιαγράφηση της ιστορίας αυτού του όρου. Στον ελληνορωμαϊκό κόσμο η λέξη «λαός» χρησιμοποιούνταν για να ξεχωρίζεται το σύνολο του πληθυσμού από αυτούς που κυβερνούσαν.
Στην Παλαιά Διαθήκη ο όρος «λαϊκός» προσδιόριζε γενικά όλο το λαό του Θεού. Στην Καινή Διαθήκη δε συναντάμε σε κανένα μέρος τη λέξη «λαϊκός» και όλα τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας καλούνται «άγιοι», «μαθητές», «αδελφοί».
Βρίσκουμε για πρώτη φορά τη λέξη «λαϊκός» γύρω στο έτος 95, στην Επιστολή προς Κορινθίους (40,6) του Πάπα Κλήμεντα Ρώμης (35-99 μ.Χ.). Στη συνέχεια συναντάμε αυτό τον όρο όλο και πιο συχνά. Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η λέξη «λαϊκός» όριζε:
α) ένα μέλος του Λαού του Θεού.
β) ένα μέλος ξεχωριστό από την ιεραρχία, μέσα στη χριστιανική κοινότητα.
γ) τον χριστιανό που έχει μια ειδική και κανονική σχέση με τα εγκόσμια.
Στην σύγχρονη Εκκλησία ο όρος «λαϊκός» παρουσιάζεται με τρεις εκκλησιολογικές έννοιες:
α) τη γενική έννοια του «Λαού του Θεού» που περιέχει όλους τους βαφτισμένους,
β) την έννοια του «μη-κληρικού», δηλαδή μ’ αυτόν τον όρο καθορίζεται το μέλος του λαού του Θεού που δεν ανήκει σε καμία από τις βαθμίδες της ιεραρχίας,
γ) τέλος έχει την έννοια της «εγκοσμιότητας» με τη θετική σημασία της λέξης. Προσδιορίζει τον χριστιανό που δεν αποκόπτεται από τον κόσμο και τις δομές του με τη χειροτονία ή με την αφιέρωση στη μοναχική ζωή, αλλά παραμένει μέσα στις δομές της ζωής του κόσμου, όπου έμπρακτα υπηρετεί τον Θεό και αναζητεί τη βασιλεία του Θεού δια μέσω, ακριβώς, των εγκοσμίων -αυτών- δομών.
Ο ΛΑΪΚΟΣ ΣΤΗ Β’ ΣΥΝΟΔΟ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ
Τα διάφορα θεολογικά ρεύματα υπογραμμίζουν ξεκάθαρα τη μία ή την άλλη απ’ αυτές τις έννοιες.
Η Β’ Σύνοδος του Βατικανού μας δίνει έναν ορισμό του λαϊκού που προκύπτει από τη σύνθεση αυτής της τριπλής λαϊκότητας:
«Με το όνομα “λαϊκοί” εννοούμε, εδώ, όλους τους πιστούς που δεν είναι μέλη της ιερατικής τάξης και της αναγνωρισμένης από την Εκκλησία τάξης των μοναχών, δηλαδή τους πιστούς εκείνους που, αφού ενσωματώθηκαν με το βάπτισμά τους στο Χριστό, κι έγιναν Λαός του Θεού και συμμέτοχοι στο ιερατικό, προφητικό και βασιλικό αξίωμα του Χριστού, εκπληρώνουν μέσα στην Εκκλησία και μέσα στον κόσμο, ανάλογα με τις δυνατότητες του καθενός, την αποστολή όλου του χριστιανικού λαού» (Δογματική Διάταξη «Περί Εκκλησίας» Lumen Gentium = LG, αρ. 31 α).
Αυτός ο ορισμός του «λαϊκού» που δίνεται από τη Σύνοδο, αποτελείται από δύο σκέλη: ένα αρνητικό – οι «λαϊκοί» δεν είναι κληρικοί και δεν είναι μοναχοί και ένα θετικό: οι λαϊκοί είναι όλοι οι χριστιανοί, ενσωματωμένοι στο Χριστό με το βάφτισμα, Λαός του Θεού και συμμέτοχοι στο ιερατικό, προφητικό και βασιλικό αξίωμα του Χριστού.
Το γεγονός ότι ο λαϊκός δεν είναι κληρικός, δεν επιφέρει κανένα θετικό η αρνητικό στοιχείο στον βαφτισμένο. Το θετικό στοιχείο προκύπτει από το γεγονός ότι ο πιστός είναι χριστιανός, είναι ενσωματωμένος στο Χριστό, ανήκει στο Λαό του Θεού. Με αυτήν την έννοια η «λαϊκότητα» αποτελεί το χαρακτηριστικό κάθε χριστιανού. Έτσι, μπορούμε να πούμε, πως κάθε χριστιανός είναι «λαϊκός» γιατί ανήκει στο Λαό του Θεού: και ο κληρικός και ο μοναχός είναι «λαϊκοί», όπως εξ’ άλλου κάθε χριστιανός μη-κληρικός είναι «εκκλησιαστικός», ανήκει στην Εκκλησία, συμμετέχει στο βασιλικό Ιερατείο του Χριστού: «Αλλά εσείς είσθε εκλεκτή γενιά, βασιλικό ιερατείο, ένα άγιο έθνος, ένας λαός που ανήκει στο Θεό, για να αναγγείλετε τις αρετές εκείνου που σας κάλεσε μέσα απ’ το σκοτάδι στο θαυμαστό του φως. Εσείς που κάποτε δεν ήσασταν λαός, αλλά τώρα είσθε λαός του Θεού» (Α’ Πέτρου, 2, 9-10).
Ενώ η «αρνητική» (μη κληρικός) συνιστώσα του ορισμού «λαϊκός», αναφέρεται στην κοινωνιολογική πλευρά της χριστιανικής εικόνας του λαϊκού (δεν ανήκει σε μία κοινωνική τάξη (τον κλήρο). Αντίθετα, η «θετική» αναφορά, αφορά στην οντολογική του φύση (είναι ο Λαός του Θεού). Αλλά αυτή από μόνη της δεν αρκεί να χαρακτηρίσει την ιδιαιτερότητα του «λαϊκού», διότι είναι κοινή για κάθε χριστιανό, και για τους κληρικούς. Η Σύνοδος προσθέτει ένα τρίτο θετικό στοιχείο που θέλει να προσδιορίσει τον αποκλειστικό χαρακτήρα του «λαϊκού»: την «εγκοσμιότητα»: «Ο κοσμικός χαρακτήρας ταιριάζει ιδιαίτερα στους λαϊκούς… Αυτοί έχουν την ιδιαίτερη κλήση να αναζητούν το Θεό, ασχολούμενοι με τα εγκόσμια και να τα εφαρμόζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ζουν μέσα στον κόσμο, δοσμένοι σ’ όλα και στον καθένα από τα καθήκοντα και τις υποθέσεις του κόσμου, και στις τακτικές συνθήκες της οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, με τις οποίες είναι συνυφασμένη η ζωή τους» (Βλ. LG, αρ. 31β).
Κι όμως, η «εγκοσμιότητα» αν και αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα για τους λαϊκούς, ωστόσο δεν είναι αποκλειστικότητα δική τους. Πραγματικά και «οι κληρικοί, … μερικές φορές μπορούν ν’ ασχοληθούν με εγκόσμια πράγματα, ακόμα και να εξασκήσουν ένα κοσμικό επάγγελμα» (LG, αρ. 31β ). Εν τούτοις η «εγκοσμιότητα», σύμφωνα με τη Σύνοδο, «ταιριάζει ιδιαίτερα στους λαϊκούς» και δε συνίσταται σ’ ένα εξωτερικό στοιχείο αλλά αποτελεί συστατικό της χριστιανικής του υπόστασης. Ο «λαϊκός» , λοιπόν, είναι ο «εγκόσμιος» χριστιανός», ο «άνθρωπος στον κόσμο και με τον κόσμο».
Αυτή η διδασκαλία της Β’ Βατικανής Συνόδου πυροδότησε νέες συζητήσεις. Αρκετοί θεολόγοι, ξεκινώντας ακριβώς από τη διδασκαλία της «Lumen Gentium» (Φως των Εθνών), προσπάθησαν να ξεπεράσουν αυτόν τον ορισμό του λαϊκού και την ίδια την έννοια της λαϊκότητας στο πλαίσιο της εκκλησιολογίας της κοινωνίας και υποστήριξαν ότι η λαϊκότητα αποτελεί διάσταση όλης της Εκκλησίας. Όλοι οι χριστιανοί, μη εξαιρουμένων των κληρικών και των μοναχών, χαρακτηρίζονται από την εγκοσμιότητα και από την λαϊκότητα.
Η σύγχρονη Θεολογία αξιοποιεί στα μέγιστα την έννοια της Εκκλησίας ως Μυστήριο Κοινωνίας, μέσα στην οποία κάθε βαπτισμένος έχει ένα χάρισμα να εξασκήσει, για να προσδιορίσει καλύτερα τη θέση του λαϊκού μέσα στην Εκκλησία.
+ Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος