ΟΙ ΛΑΪΚOΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ –Β
Ο ΛΑΪΚΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΤΟΥ 1987
Αυτός ο προβληματισμός ήταν έντονα παρόν και κατά τη διάρκεια της Συνόδου των Επισκόπων του 1987 που είχε ως αποκλειστικό θέμα τους λαϊκούς.
Οι διάφορες εθνικές ιεραρχίες αντανακλούσαν γύρω από την φύση του λαϊκού τις λιγότερο ή περισσότερο προωθημένες θέσεις των θεολογικών σχολών που τους ενέπνεαν.
Στις τελικές προτάσεις φαίνεται που υπάρχει η προσπάθεια μιας σύνθεσης που αποφεύγει, όμως, να δώσει έναν ορισμό για το τι είναι ο λαϊκός και αρκείται να τον περιγράψει. Πράγματι η Γ’ πρόταση του τελικού ανακοινωθέντος της Συνόδου λέει: «Όλοι οι χριστιανοί, άντρες και γυναίκες, είναι ενσωματωμένοι στο Χριστό μέσω του βαφτίσματος, έχουν το ίδιο χριστιανικό αξίωμα και μαζί αποτελούν το Λαό του Θεού. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να φωτιστεί και η θετική περιγραφή της κλήσης και της αποστολής του λαϊκού. Για να επιτευχθεί αυτό, είναι ανάγκη να ενισχυθεί και να εμβαθυνθεί η μελέτη της διδασκαλίας της Β’ Βατικανής Συνόδου, υπό το φως των πιο πρόσφατων εγγράφων της διδασκαλίας της Εκκλησίας, έχοντας επίσης υπόψη την εμπειρία της εκκλησιαστικής ζωής υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος… Οι χριστιανοί λαϊκοί είναι, λοιπόν, ζωντανά και συνυπεύθυνα μέλη της Εκκλησίας, η οποία είναι μία προφητική, ιερατική και βασιλική κοινότητα. Σ’ αυτή την αποστολή της Εκκλησίας… οι λαϊκοί συμμετέχουν, κυρίως, σύμφωνα με την κοσμική τους διάσταση».
Η «ΚΟΣΜΙΚΟΤΗΤΑ» ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ
Η κοσμική κατάσταση της ζωής στην εργασία, στην οικογένεια, στην κοινωνία κ.λπ. ωθεί τους λαϊκούς πιστούς να εφαρμόσουν τα εγκόσμια αγαθά σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και να αγιάσουν τους εαυτούς τους και τους υπόλοιπους συμπολίτες, αναδεικνύοντας έτσι ότι, αυτή η σωτηρία που έφερε ο Χριστός, αφορά τον άνθρωπο στην ολότητά του. Δεν πρέπει, επομένως, να προσδιορίσουμε τον κοσμικό χαρακτήρα του χριστιανού λαϊκού μόνο από την κοινωνιολογική, αλλά κυρίως από τη θεολογική του έννοια. Πρέπει να ερμηνεύσουμε τον κοσμικό χαρακτήρα υπό το φως της δημιουργικής πράξης του Θεού που εμπιστεύτηκε τον κόσμο στους άνδρες και στις γυναίκες, για να συμμετέχουν στο δημιουργικό έργο και να απελευθερώσουν την ίδια τη δημιουργία από την επιρροή της αμαρτίας και να εξαγιάσουν τους εαυτούς τους είτε με το γάμο είτε με την άγαμη ζωή, στην οικογένεια, στον επαγγελματικό βίο και στις διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες. Με αυτόν τον τρόπο, μέσω της συμμετοχής τους στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δραστηριότητες, εν Χριστώ, προσφέρουν τη μαρτυρία για το νέο κόσμο. Οι λαϊκοί, όντας πλήρως μέλη της Εκκλησίας, συμμετέχουν και στην προφητική αποστολή της, αναγγέλλοντας το Χριστό με τα έργα και με τα λόγια, σε κάθε περίπτωση της ζωής των ανθρώπων.
Η ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΠΑΡΑΙΝΕΣΗ «CHRISTIFIDELES LAICI»
O Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’, άγιος -σήμερα- της Καθολικής Εκκλησίας, είχε στα χέρια του όλη αυτή την κίνηση, όλες αυτές τις απόψεις και μαζί τις δεσμεύσεις της Β’ Βατικανής Συνόδου. Έπρεπε να κάνει μια σύνθεση και ταυτόχρονα ένα βήμα εμπρός. Αυτό έγινε με την Παραίνεση «Christifideles laici». Σε αυτό το σπουδαίο ντοκουμέντο αναπτύσσεται η θεολογία της Εκκλησίας ως Μυστήριο Κοινωνίας, περισσότερο από κάθε άλλο ντοκουμέντο της Αγίας Έδρας.
Ο ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ «ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΟΣ» ΤΗΣ «CHRISTIFIDELES LAICI»
Ο καρδινάλιος Pironio παρουσιάζοντας στους δημοσιογράφους την Παραίνεση «Christifideles laici» (Οι λαϊκοί Χριστιανοί) , υποστήριζε ότι σ’ αυτή δεν υπάρχουν θεολογικοί «νεωτερισμοί», ούτε στην θεωρία και ούτε και στην πράξη. Ωστόσο «η πραγματική και βαθιά ανανέωση είναι η ακόλουθη: Η πλαισίωση του θέματος των λαϊκών σε μία γνήσια εκκλησιολογία της κοινωνίας: οι χριστιανοί λαϊκοί δε θεωρούνται σαν κάτι το χωριστό, το ξεκομμένο, αλλά τοποθετούνται μέσα στη σφαιρική ολότητα μίας Εκκλησίας που είναι ουσιαστικά εν Χριστώ κοινωνία (βλ. LG, 1) και ταυτόχρονα παγκόσμιο μυστήριο σωτηρίας» (βλ. LG, 48).
Βέβαια δεν είναι και τόσο παρήγορο να μιλάμε για ανανεωτική τάση το ότι, επιτέλους, αρχίζουμε και παίρνουμε στα σοβαρά την Εκκλησία ως «μυστήριο κοινωνίας» και όχι απλώς ως ιεραρχημένη πυραμιδοειδής «τέλεια κοινότητα» στην οποία οι λαϊκοί βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας και το Ιερατείο στην κορυφή! Κάλιο αργά παρά ποτέ… Αυτό, όμως, που πρέπει να υπογραμμίσουμε εδώ, είναι ότι αυτό το μυστήριο κοινωνίας που είναι η Εκκλησία, δεν παραμένει μια αφηρημένη ιδέα αλλά τοποθετείται στο χωροχρόνο της σημερινής μας κοινωνίας με τους πόθους της, τις ανάγκες της και τα προβλήματά της. «Νέες καταστάσεις, εκκλησιαστικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και μορφωτικές, απαιτούν σήμερα με ιδιαίτερη δύναμη, την δράση των πιστών λαϊκών» (Παραίνεση “Christifideles laici”, αρ. 3.) και απαιτούν, συνεπώς, την αντίληψη και την πραγματοποίηση αυτής της δράσης στο πλαίσιο μιας Εκκλησίας που συλλαμβάνεται και βιώνεται ως «μυστήριο κοινωνίας».
Μερικά «σημεία των καιρών» και «χαρίσματα» του Πνεύματος που χαρακτήρισαν και εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν τη ζωή της Εκκλησίας στη μετασυνοδική περίοδο, ώθησαν τη Σύνοδο των Επισκόπων του 1987 και την Παραίνεση «Christifideles laici», να αξιοποιήσουν το γεγονός της Εκκλησίας ως «μυστήριο κοινωνίας». Ο Πάπας υπενθυμίζει την εμπειρία κοινωνίας και διακονίας που αυτά τα τελευταία χρόνια έχουν εμπλουτίσει τη ζωή της Εκκλησίας και κυρίως το όλο και περισσότερο αυξανόμενο φαινόμενο εκείνων των λαϊκών που συγκεντρώνονται σε κοινότητες «τόσο που μπορούμε να μιλήσουμε για μία νέα συνενωτική εποχή των λαϊκών» (Παραίνεση “Christifideles laici”, αρ. 29).
Ι ΛΑΪΚΟΙ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Στο πλαίσιο αυτής της εκκλησιολογίας της κοινωνίας, η Παραίνεση «Christifideles laici» προσπαθεί να βρει το κλειδί της ερμηνείας της φύσης και της αποστολής του λαϊκού: «Μόνο μέσα στο μυστήριο της Εκκλησίας ως μυστήριο κοινωνίας, αποκαλύπτεται η ταυτότητα των χριστιανών λαϊκών, το πρωταρχικό αξίωμά τους. Και μόνο στα πλαίσια αυτού του αξιώματος μπορούμε να προσδιορίσουμε την κλήση τους και την αποστολή τους μέσα στην Εκκλησία και στον κόσμο» (Παραίνεση “Christifideles laici“, αρ. 8).
Πράγματι, η ταυτότητα και η ειδική κλήση των λαϊκών δεν μπορούν να εννοηθούν και να βιωθούν παρά μέσα στα διαπροσωπικά πλαίσια ή τη «συσχέτιση» των προσώπων που αποτελούν τη χριστιανική κοινότητα. Αυτό σημαίνει ότι η ταυτότητα και η κλήση των λαϊκών πρέπει ν’ αναζητηθεί ταυτόχρονα από το κοινό που ενώνει όλους τους χριστιανούς και από το ειδικό χάρισμα που χαρακτηρίζει κάθε πιστό και τον καθιστά μέσα στην κοινότητα μοναδικό και αναντικατάστατο μέλος του σώματος.
Από τη στιγμή που αυτή είναι η σωστή ερμηνευτική διάσταση της Εκκλησίας μέσα στην οποία τοποθετείται η κλήση και η αποστολή των λαϊκών, γίνεται κατανοητό πως αφ’ ενός, μέσα στο μοναδικό λαό του Θεού «κοινό είναι το αξίωμα των μελών εξ’ αιτίας της αναγέννησής τους εν Χριστώ, κοινή η χάρη των παιδιών [του Θεού], κοινή η κλήση για την αγιότητα, μια μόνο σωτηρία, μια μόνο ελπίδα και αδιάσπαστη αγάπη» (Βλ. LG, 32 – Παραίνεση “Christifideles laici“, αρ. 15). Αφετέρου, «το κοινό αξίωμα που προέρχεται από το βάφτισμα, προσλαμβάνει στους χριστιανούς λαϊκούς μια ιδιότητα που το ξεχωρίζει, χωρίς ωστόσο να το χωρίζει, από τους πρεσβυτέρους, τους μοναχούς και τις μοναχές» (Christifideles laici αρ. 15).
Ως μέλος της Εκκλησίας-μυστήριο – κοινωνίας , ο «λαϊκός» δεν είναι παρά ο χριστιανός ενσωματωμένος, με το βάφτισμα στο μυστήριο της Αγίας Τριάδας. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο συμμετέχει, ουσιαστικά, στο ιερατικό, προφητικό και βασιλικό αξίωμα του Χριστού, αξίωμα που τον καθιστά «χριστιανό», κι επομένως «καλεσμένο», απ’ την ίδια τη χριστιανική του υπόσταση, να ζήσει μια ζωή «άγια», εννοώντας μ’ αυτή τη λέξη να συμμετέχει πλήρως στη ζωή του Θεού, που θέλει να αυτοεπικοινωνήσει μαζί με τον βαφτισμένο (αρ. 16-17). Αυτό σημαίνει, υπογραμμίζει η Παραίνεση, ότι ο «λαϊκός» «όχι μόνο ανήκει στην Εκκλησία, αλλά είναι η Εκκλησία (αρ. 9). Επομένως, «ακριβώς γιατί η συμμετοχή των λαϊκών στο τριπλό αξίωμα του Χριστού προέρχεται από την εκκλησιαστική κοινωνία, απαιτεί να το ζήσουν στην κοινωνία και για την επαύξηση της κοινωνίας» (αρ. 14).
ΟΙ ΛΑΪΚΟΙ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝ ΣΤΗΝ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Απ’ ότι προσπαθήσαμε να συνοψίσουμε μέχρι εδώ, προκύπτει η «συνυπευθυνότητα» των χριστιανών λαϊκών στην ιεραποστολή της Εκκλησίας. Πράγματι η εκκλησιαστική κοινωνία «αντιπροσωπεύει την πηγή και ταυτόχρονα τον καρπό της ιεραποστολής: η κοινωνία είναι ιεραποστολική και η ιεραποστολή είναι κοινωνία» (Christifideles laici αρ. 32). «Η κοινωνία παράγει κοινωνία και διαμορφώνεται ουσιαστικά ως ιεραποστολική κοινωνία». Αυτό σημαίνει ότι η ιεραποστολική δράση των λαϊκών αποτελεί μέρος της ουσιαστικής αποστολής της Εκκλησίας που συνίσταται να διακηρύξουν σε όλους τη θέληση του Θεού να «κοινωνήσει» με τον άνθρωπο.
Ο λαϊκός χριστιανός μέσα στον κόσμο, με την καθημερινή μαρτυρία στον τόπο εργασίας του και γενικά στις διάφορες καθημερινές δραστηριότητές του, συμβάλλει με την εξάσκηση της πίστης και της αγάπης, στην ωρίμανση της βασιλείας του. Άλλωστε, ακόμα και στην πολιτική μπορεί να εμπλακεί ο λαϊκός: «Η υπηρεσία της κοινωνίας πραγματοποιείται με διάφορους τρόπους, που προέρχονται όλοι απ’ αυτή τη χριστιανική αγάπη προς τον πλησίον, που παίρνει παλαιές και νέες μορφές για να προσαρμόζεται στις πιο ποικίλες απαιτήσεις. Αυτή η χριστιανική αγάπη είναι που εμψυχώνει και υποβαστάζει μια πολύ προσεκτική και δραστήρια αλληλεγγύη προς την ολότητα των αναγκών του ανθρώπου…
Η χριστιανική αγάπη, επιπλέον, δεν μπορεί να χωριστεί από τη δικαιοσύνη, και με αυτή την έννοια οι λαϊκοί πιστοί δεν μπορούν απολύτως να αρνηθούν να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή, για την επίτευξη του κοινού καλού, δηλ. του καλού όλων των ανθρώπων και του κάθε ανθρώπου» (Παραίνεση “Christifideles laici“, αρ. 41 και 42).
† Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος