του π.Βασιλείου Θερμού
Ο κληρικός ως παράγοντας ενότητας
Διανύουμε τον όγδοο χρόνο μιας οικονομικής, πολιτικής και ηθικής κρίσης, η οποία έχει εξαντλήσει ψυχικά τον λαό μας. Ανησυχητικό είναι ότι δεν διαφαίνεται ακόμη στον ορίζοντα προοπτική ανάκαμψης. Παράλληλα, έχουν από καιρό προστεθή και διαλυτικά κοινωνικά φαινόμενα, όπως οργή, κυνισμός, ατομικισμός, πολωσεις, συγκρούσεις, απουσία της ελπίδας. Επίσης η ανέκαθεν ευδοκιμούσα στον τόπο μας ανομία γιγαντώθηκε με τη μορφή καταλήψεων, χειροδικιών, καταστροφών, ακόμη και επιθετικότητος προς την Εκκλησία (αναφέρομαι σε εκρήξεις και βανδαλισμούς του 2016), κάτι πρωτοφανές στη νεώτερη ελληνική ιστορία. Και όλα αυτά συμβαίνουν εν μέσω μιας ανησυχητικής παγκόσμιας αστάθειας.
Μέσα σε αυτό το τοπίο ποιος μπορεί και πρέπει να είναι ο προβληματισμός μας ως υπεύθυνων ποιμένων; Με ποιους τρόπους θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να λειτουργήσουμε εξυγιαντικά; Πώς θα εργασθούμε ώστε να μειωθούν τα εν λόγω φαινόμενα, αλλά και να μη μεταδοθούν περαιτέρω σε όσους ακόμη δεν έχουν αγγίξει;
Κάθε μορφή κοινωνικής βίας ή διαιρέσεως είναι παράλογη, επειδή αντιβαίνει προς την αγάπη για την πατρίδα μας και το εύλογο ένστικτο αυτοσυντηρήσεώς της. Επιπλέον είναι και αντιχριστιανική επειδή αντιμάχεται το θέλημα του Θεού. Παραστατικά περιγράφει αμφότερα τα αποτελέσματα ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς:
«Τό μεταξύ σας μῖσος εἰσχώρησε μέ τή συνέργεια τοῦ πονηροῦ καί ἔδιωξε τήν ἀγάπη, καί μάλιστα ὄχι μόνο μιά φορά ἀλλά πολλές εἰσέρχεται καί διαλύει τήν ἀγάπη ἀνάμεσά σας καί τήν ἕνωσή μας πρός τόν Θεό. Καί ἔτσι, ὄχι μόνο παραλύει τά κοινά μέλη τῆς πόλεως καί τήν καθιστᾶ κατά κάποιο τρόπο σάν παράλυτη, ἀλλά καί τά μετατρέπει σέ ἐχθρούς ὥστε νάὑ ποκινεῖ ἐμφύλιες διαμάχες καί συγχύσεις καί ταραχές ἀθεράπευτες. Καί ἀφοῦ μετέτρεψε τούς ὁμοφύλους σέ ἀντιπάλους, δίνει στήν πόλη μας μορφή πόλεως πού καταλήφθηκε ἀπό τούς ἐχθρούς, ξεσηκώνοντας τήν ἴδια ἐνάντια στόν ἑαυτό της καί κάνοντάς την ἀντίπαλο τοῦ ἑαυτοῦ της »(Ὁμιλίαα΄, περίτῆς πρός ἀλλήλους εἰρήνης, 3, ΕΠΕ9, 31).
Εν ολίγοις, η έχθρα καί η βία α) μας χωρίζουν από τόν Θεό, β) ματαιώνουν τήν μεταξύ μας ένωση πρός τήν οποία έχουμε όλοι καταστατικά κληθή, γ) λειτουργούν αυτοκαταστροφικά για τον τόπο και για οποιοδήποτε κοινωνικό σύνολο. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πόσο αυτές αντιστρατεύονται τή δράση του Αγίου Πνεύματος, τό Οποίο δρα ως συνδετικός δεσμός προάγοντας τήν ενότητα και τήν αγάπη. Εξίσου πρέπει νά ειπωθῆ χωρίς περιστροφές, ότι κάθε μορφής βία καί εχθρότητα συνιστούν προσβολή κατά του ανθρωπίνου προσώπου το οποίο πλάσθηκε κατ’εικόνα Θεού.
Θα χρειασθή λοιπόν να αναλάβουμε δράση ενωτική και ειρηνοποιητική, δηλαδή να εξεύρουμε τρόπους ειρηνεύσεως των καρδιών, καταπραΰνσεως των πολιτικών παθών, ενότητος του λαού, επανοικοδομήσεως του κοινωνικού ιστού. Θα είναι σφάλμα να επικεντρωθούμε στις επιθέσεις κατά της Εκκλησίας που κατά καιρούς λαμβάνουν χώρα, δίνοντας το δικαίωμα να μας κατηγορήσουν για συντεχνιακή νοοτροπία. Θα είναι μυωπικό και θα δημιουργήσει κακή εντύπωση μια αμυντική προσπάθεια να προστατεύσουμε αποκλειστικά την Εκκλησία ως οργανισμό. Αντιθετα, πρόκειται για σημάδια ανησυχητικά που βλάπτουν ολόκληρο τον λαό.
Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ερμηνεύοντας τόν μακαρισμό του Χριστού «μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί ὅτι αὐτοί υἱοί Θεοῦ κληθήσονται», γράφει: «Ποιοί εἶναι αὐτοί; Ὅσοι μιμοῦνται τή θεία φιλανθρωπία, ὅσοι φανερώνουν στή ζωή τους τίς ἰδιότητες τῆς θείας ἐνέργειας… Αὐτή τή δράση (ὁ Κύριος) νομοθετεῖ καί γιά σένα: νά ἀποβάλεις τό μῖσος, νά σταματήσεις τόν πόλεμο, νά ἐξαφανίσεις τόν φθόνο, νά ἐξορίσεις τή διαμάχη, νά καταργήσεις τή μνησικακία. Καί ἀντί γι’αὐτά νά εἰσαγάγεις ὅσα προκύπτουν ἀπό τήν ἀφαίρεση τῶν ἐχθρικῶν» (Εἰς τούς Μακαρισμούς, ζ΄, ΕΠΕ8, 267).
Συνεπώς κάθε ειρηνοποιό έργο αποτελεί εντολή του Χριστού καί μίμηση του έργου της Αγίας Τριάδος. Γιατί άραγε είναι ο συγκεκριμένος μακαρισμός πού επιφυλάσσει τήν ύψιστη τιμή γιά τόν άνθρωπο, νά γίνει δηλαδή υιός Θεού; Μάλλον διότι μέσα από τήν προοπτική της χριστολογίας ο ειρηνοποιός αναδεικνύεται σέ φορέα του Αγίου Πνεύματος, γεγονός τό οποίο δέν είναι τίποτε άλλο από τήν υιοθεσία. Συνεχίζει ο ίδιος:
«Αὐτός λοιπόν πού ἀποβάλλει μιά τέτοιαν όσο ἀπό τήν ἀνθρώπινη ζωή καί συνδέει τούς ἀνθρώπους μέ συμπάθεια καί εἰρήνη, καί τούς ὁδηγεῖ σέ φιλική ὁμόνοια, δέν πραγματοποιεῖ ἑπομένως ἔργο θείας ὄντως δυνάμεως, περιορίζοντας μέν τά κακά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἰσάγοντας δέ ἀντί γι’αὐτά τήν μέθεξη τῶν ἀγαθῶν; Γι’αὐτό καί υἱό τοῦ Θεοῦ ὀνομάζει τόν εἰρηνοποιό, διότι γίνεται μιμητής τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ αὐτός πού χαρίζει τά παραπάνω στή ζωή τῶνἀνθρώπων»(Ό.π., 265-267).
Βεβαίως θα αντείπει κανείς ότι, παραλλήλως προς το περιγραφέν κοινωνικό κλίμα, συντρέχουν και άλλα ανησυχητικά συμπτώματα τα οποία φαίνεται να στοχεύουν στην θεσμική περιθωριοποίηση της Εκκλησίας. Επιδράσεις από τον ορθολογιστικό Διαφωτισμό από τη μια πλευρά, μαζί με βεβιασμένα ισοπεδωτικά συμπεράσματα περί της μάστιγας του θρησκευτικού φανατισμού από την άλλη, ωθούν μερίδα των πολιτικών και των διανοουμένων μας να διάκειται εχθρικά προς την Ορθόδοξη Εκκλησία και να την εκλαμβάνουν και αυτή ως μήτρα μισαλλοδοξίας. Οπωσδήποτε θα πρέπει να απαντήσουμε καταλλήλως με ψυχραιμία, θα δώσουμε τη μάχη σε θεσμικό επίπεδο, θα αποφύγουμε κάθε ενέργεια η οποία ενδέχεται να εκληφθή ότι τους δικαιώνει. Όμως φρονώ ότι θα είμαστε πειστικοί στον βαθμό που θα εργασθούμε έμπρακτα και με συνέπεια προς την κατεύθυνση της ειρήνευσης και της ενότητας την οποία προανέφερα, διότι μια τέτοια μαρτυρία θα αποκαλεί την καλύτερη απάντηση στο ερώτημα ποιόν ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η Εκκλησία της Ελλάδος στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Εννοείται ότι ακυρώνουμε οποιαδήποτε ενωτική προσπάθεια στον βαθμό που ταυτιζόμαστε με κάποιο πολιτικό κόμμα ή που υιοθετούμε ακραίες εκφράσεις κατά πολιτικών. Στην περίπτωση αυτή παίζουμε το παιγνίδι των άκρων (ακροδεξιάς και ακροαριστεράς) τα οποία έχουν στόχο να υπονομεύσουν την δημοκρατία, να εμφανίσουν ως μάταιο τον όποιο αγώνα που διεξάγεται μέσω των θεσμών, και να ξεπλύνουν την δική τους θρασύτητα ως ‘αντισυστημική’. Ως κληρικοί χρειάζεται να εμπεδώσουμε και να διδάξουμε πως τα νοσήματα της δημοκρατίας (και η δική μας παρουσιάζει αρκετά) θεραπεύονται μόνο με περισσότερη και υγιέστερη δημοκρατία, και όχι με έξαλλες εναλλακτικές λύσεις οι οποίες εγκυμονούν τραγωδίες για τον λαό μας.
Ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε μέχρι τώρα γίνεται οξύτερος αν συνυπολογίσουμε ότι μετά από μία πενταετία θα εορτασθούν τα 200 χρόνια από την έναρξη του αγώνα της ανεξαρτησίας. Πρόκειται για μια ιστορική στιγμή κατά την οποία διερωτάται κανείς, σε ποια κοινωνική ατμόσφαιρα και υπό ποιες ψυχολογικές προϋποθέσεις θα πανηγυρίσει το έθνος την επέτειο της επανάστασης του 1821; Με ποιους τρόπους θα οδηγηθή στα κατάλληλα διδάγματα, κάτι που αποτελεί άλλωστε τον λόγο υπάρξεως των επετείων; Ποια ιδεολογικά και ηθικά αντισώματα θα ανεβάσουν το ηθικό του λαού, θα τον εμψυχώσουν για να εμπνευσθή από τους προγόνους του, αλλά κυρίως θα τον καθοδηγήσουν για να συνεχίσει να γράφει την ιστορία του; Ποια εν τέλει είναι η αποστολή του Ελληνισμού μέσα στον σύγχρονο συγκεχυμένο κόσμο και πώς η Εκκλησία μας θα μπορούσε να συμβάλει σε αυτήν;
Είναι φανερό ότι τα επιτακτικά αυτά ερωτήματα πιέζουν για δημιουργικές δράσεις. Όχι για απλή συντήρηση των κεκτημένων όπως πολλοί δυστυχώς συνηθίζουμε, αλλά για εφευρετική ποιμαντική, όχι για τον εφησυχασμό σε κοινότοπες δραστηριότητες αλλά για εμπνευσμένη προσέγγιση του λαού του Θεού. Ανάγκη λοιπόν να μας απασχολήσει ο τρόπος με τον οποίο θα αγγίξουμε την καρδιά του λαού και θα τον βοηθήσουμε να αντιστρέψει την πορεία της φθοράς. Δεν απευθυνόμαστε σε κάποιο δικό μας ‘κομματικό ακροατήριο’ όπως πράττουν οι πολιτικοί, αλλά σε όποιον πιστεύει στον Ιησού Χριστό, καθώς και σε κάθε πολίτη καλής θελήσεως. Δεν υπερασπιζόμαστε μια μερίδα που λέγεται Εκκλησία απέναντι σε κάποιαν άλλη, αλλά την αξία κάθε ανθρώπου ο οποίος αποτελεί εικόνα Θεού. Δεν είναι φυσικά αποστολή της Εκκλησίας να υπηρετεί τον Ελληνισμό, αλλά αν τα συγκεκριμένα πρόσωπα που απαρτίζουν τον Ελληνισμό καταρρεύσουν ψυχικά και πνευματικά, τότε η αποστολή μας κλονίζεται.
Εν ολίγοις, το μέλλον του τόπου κυριολεκτικά εξαρτάται από την ανάπτυξη πνεύματος ενότητας και συνεργασίας. Πολύ δύσκολο έργο, αν αναλογισθούμε την μακραίωνη παράδοση διχασμών και πολώσεων. Αν όμως δεν επιχειρηθή σε αυτή τη κρίσιμη στιγμή, πότε θα γίνει αυτό; Επ’ αυτού δεν αρκούν εγκύκλιοι και δηλώσεις· απαιτείται συναγερμός κλήρου και πιστών ώστε να λειτουργήσει η Εκκλησία μας ως ‘ζύμη’ εν τω κόσμω, σε αυτή την καίρια ιστορική στιγμή στην οποία εκλήθημεν να υπάρξουμε και να δράσουμε ως ποιμένες.