Ο Κάρολος πάντα λάτρης της ελευθερίας. Τον είχα ακούσει συχνά να αναφέρει, με στόμφο, ένα στίχο της Θείας Κωμωδίας: “Libertà vo’ cercando ch’è si cara” (ψάχνω για την ελευθερία που είναι τόσο αγαπητή). Και πρόσθετε σε όποιον ήταν δίπλα του: «Ε, ναι, η ελευθερία είναι ανεκτίμητη επειδή είναι το μεγαλύτερο δώρο που μας έκανε ο Θεός».
Ποιος ξέρει πώς, ποιος ξέρει γιατί, ο Κάρολος αφέθηκε να διαφθαρεί από ψεύτικους φίλους… Για εκείνους ελευθερία συνιστούσε η συσσώρευση δισεκατομμυρίων… Ο κύριος δρόμος ήταν στρωμένος από κλεψιές, ληστείες τραπεζών, απαγωγές προσώπων.
Είχε προσχωρήσει – μου διηγούταν – στη συμμορία με ένα ιδιαίτερο ντύσιμο: ορκιζόμενος πίστη έως το θάνατο, για όποια αποστολή θα του ανέθετε ο αρχηγός. Σίγουροι για το ότι είχαν να κάνουν με ένα «άντρα με λόγο», του ανέθεσαν τη φύλαξη των θυμάτων απαγωγής.
Αφού είχε δώσει το λόγο του, το εκτελούσε πιστά. Κάθε μέρα, νύχτα και μέρα, δίπλα στον απαχθέντα. Στα πιο ανθυγιεινά και σκοτεινά κρησφύγετα, στα πιο κρυμμένα και ανθυγιεινά χαμόσπιτα. Εκτιθέμενος στο κρύο, στη ζέστη… και ιδιαίτερα στο συνεχή φόβο να αποκαλυφθεί. Δεσμοφύλακας ενός κρατούμενου, δεν μπορούσε παρά να ζει φυλακισμένος και ο ίδιος.
Η καρδιά του Κάρολου δεν παρέμενε αναίσθητη στους θρήνους, στις ικεσίες, στα κλάματα απελπισίας των «επικουρούμενών» του που νύχτα μέρα εκλιπαρούσαν για ελευθερία. Αισθανόταν ακόμη πιο απομονωμένος από ότι οι όμηροί του. Γιατί λοιπόν, να τρέχει από πίσω από αυτή την παράξενη ελευθερία που ονομαζόταν «εκατό, διακόσια, τριακόσια δισεκατομμύρια»; Και για ποια τιμή!!!
Μια νύχτα δε θα το έκανε πια. Δε μπορούσε να ανεχθεί πια να ζει ως «δεσμοφύλακας φυλακισμένος», κρατούμενος με τους κρατούμενούς του. Εάν τον ελευθερώσω – σκέφτηκε – θα ζήσω ελεύθερος και εγώ, η ελευθερία που του δίνω είναι η δική μου ελευθερία. Αληθινή ελευθερία, που δεν μπορεί ποτέ να πληρωθεί από όλα τα δισεκατομμύρια που έχει κάποιος ονειρευτεί.
Τον κέρδισε η καλή αίσθηση, από ότι ο ασφυκτικός χρόνος. Στην πιο κατάλληλη στιγμή της νύχτας, αποκάλυψε ή μάλλον εξομολογήθηκε στον φίλο κρατούμενο όλο το δράμα του και τη νέα του πρόταση: όχι πλέον δεσμοφύλακας φυλακισμένος, αλλά ελεύθερος εξαιτίας της χορήγησης ελευθερίας. Βγαίνοντας από εκείνο το χαμόσπιτο ελευθέρωσαν ο ένας τον άλλο.
Και εγώ γίνομαι δεσμοφύλακας, κάθε φορά που βάζω στη φυλακή τον πλησίον μου. Αυτό συμβαίνει όταν τον δικάζω και τον καταδικάζω, όταν ονειρεύομαι – περίεργη ελευθερία – για να τον κάνω να πληρώσει τις αδικίες, αληθινές ή φανταστικές, όταν προτείνω να μη κερδίζει ποτέ, όταν επιθυμώ να έχω πάντα δίκιο.
Όταν δε συγχωρείς, όταν δεν αγαπάς αυτό σε βάζει στη χειρότερη φυλακή.
Αλλά μόλις συγχωρήσω και αγαπήσω, όπως ό Θεός με συγχωρεί και με αγαπά, βρίσκω τον εαυτό μου να απολαμβάνω μαζί με τον πλησίον μου, αυτή την πραγματική, ανεκτίμητη ελευθερία που είναι το μεγαλύτερο δώρο του Θεού.
Μετάφραση: ρφ