Ο φόβος, ο πόνος και η παγκόσμια προσευχή
Η προσευχή του Πάπα στην Πλατεία Αγίου Πέτρου για το τέλος της πανδημίας του κορωνοϊού συνένωσε αρκετούς ανθρώπους διαφορετικής πίστης και πεποιθήσεων. Και πολλοί συνειδητοποίησαν ότι είναι πιο κοντά ο ένας στον άλλον, απ’ ό,τι νόμιζαν.
Μια σιωπηλή προσευχή, σε μια πλατεία έρημη, που είχε όμως γεμίσει από πιστούς και μη πιστούς όλου του κόσμου. Πρόκειται για μια παγκόσμια προσευχή, που κάνει να βγουν από την καρδιά όχι τα λόγια μας, αλλά οι ανείπωτοι αναστεναγμοί του Πνεύματος. Δεν χρειάζονται ετικέτες: ο Θεός είναι Πατέρας όλων. Ο φόβος και ο πόνος μπορούν να διαιρέσουν ακόμη περισσότερο, μπορούν όμως και να ενώσουν με αναπάντεχο τρόπο τα πιο διαφορετικά πρόσωπα.
Σ’ εκείνη την πλατεία είδαμε τα δάκρυα όλης της ανθρωπότητας. Ακούσαμε το κλάμα άθεων και αγνωστικιστών μπροστά σ’ έναν αιμόφυρτο Εσταυρωμένο και την κραυγή για βοήθεια των παιδιών δίπλα από την εικόνα μιας μητέρας, της Παναγίας. Είμαστε τόσο διαφορετικοί, αλλά όταν ξεσπά η καταιγίδα και κραυγάζουμε “Χανόμαστε!”, ανακαλύπτουμε ότι είμαστε τόσο ίδιοι, τόσο όμοιοι στην αδυναμία, τόσο ενωμένοι από μια κοινή μοίρα, επειδή βρισκόμαστε μαζί στην ίδια βάρκα, αδελφοί και αδελφές “ολιγόπιστοι”.
Ο φόβος έχει ιστορία εκατοντάδων χρόνων. Ο Αδάμ, ο πρώτος άνθρωπος, φοβήθηκε. Σχεδόν τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν, για πρώτη φορά αντήχησε εκείνη η παραίνεση του Θεού που μας συνοδεύει και σήμερα: “Μη φοβάσαι, Αβραάμ. Εγώ είμαι η ασπίδα σου”. Ο μεγάλος Μωυσής ένιωσε πολλές φορές φόβο. Και μέσα στην αδυναμία του ενθάρρυνε τον λαό να μη φοβάται. Η Μαρία και ο Ιωσήφ είχαν αγχωθεί όταν χάθηκε το παιδί τους. Κι εκείνοι άκουσαν αυτή την προτροπή: “Μη φοβάστε”. Κι ο Ιησούς ένιωσε τον φόβο και την αγωνία, ως και να ιδρώσει αίμα: “Η ψυχή μου – είπε στον κήπο της Γεθσημανής – είναι περίλυπη έως θανάτου”. Ένας άγγελος κατέβηκε από τον ουρανό για να τον ενισχύσει. Επάνω στον Σταυρό βίωσε την εγκατάλειψη του Θεού. Είναι η κραυγή που βρίσκουμε στους Ψαλμούς: “Γιατί, Κύριε, στέκεσαι μακριά μου, κρύβεσαι στους δύσκολους καιρούς, στη θλίψη;” (Ψλ 10). Είναι ένα συναίσθημα τόσο ανθρώπινο μπροστά στο μυστήριο του κακού.
Αυτή την περίοδο, στις άδειες πλατείες μας, ακούγεται γοερά ένα κλάμα που υψώνεται στον ουρανό. Και ο Ιησούς έκλαψε. Έκλαψε για τον θάνατο ενός φίλου, του Λαζάρου. Έκλαψε για μια πόλη, την Ιερουσαλήμ, που δεν αναγνώρισε αυτόν που την αγαπούσε ώστε να δώσει τη ζωή του. Κι όμως, στις δικές μας καταιγίδες, και σήμερα μας λέει: “Θάρρος, εγώ είμαι, μη φοβάστε”. Μας ενθαρρύνει να πούμε: “Ο Κύριος είναι φωτισμός μου και σωτηρία μου, για ποιον θα νιώσω φόβο;” (Ψλ 27)· “Όποτε κι αν νιώσω φόβο, εγώ σ’ εσένα θα ελπίζω” (Ψλ 56).
Ο πρώτος Βικάριος του Χριστού μας καλεί να “ρίξουμε” στον Θεό κάθε ανησυχία μας, επειδή ο Κύριος ακούει την κραυγή μας και φροντίζει για μας. Μόλις σήμερα, στη Θεία Λειτουργία στο παρεκκλήσιο της Αγίας Μάρθας, ανάγνωσε το εξής εισοδικό αντίφωνο: “Κύματα θανάτου με περικύκλωσαν, τα δεσμά του άδη με περιέζωσαν· στη θλίψη μου επικαλέστηκα τον Κύριο, άκουσε από τον ναό του τη φωνή μου” (Ψλ 18).
Το βιβλίο της Αποκαλύψεως μας φανερώνει τον Θεό που είναι μαζί με τον λαό του και μας δείχνει τι ο Κύριος επιφυλάσσει για μας: “Θα διώξει κάθε δάκρυ από τα μάτια τους, κι ο θάνατος δεν θα υπάρχει πια· ούτε πένθος, ούτε κλάμα, ούτε πόνος θα υπάρχει πια, διότι τα παλαιά πέρασαν” (Απ 21,3-4).
Πηγή: Vatican News
Μετάφραση: π.Λ