Ο φλαουτίστας και η κόρη του βασιλιά
Σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε μια θλιμμένη πριγκίπισσα. Περνούσε τις ημέρες της απομονωμένη, δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να την κάνει να βγει από την απάθειά της. Μάταια ο βασιλιάς πατέρας της επινοούσε τρόπους για να ξαναβρεί το χαμόγελό της, στο τέλος αποφάσισε να βγάλει μια διακήρυξη για να βρει κάποιον που θα μπορούσε να κάνει την πριγκίπισσα να ξαναχαμογελάσει. Δεν υπήρξε υπήκοος του βασιλείου που δεν είχε διαβάσει τη διακήρυξη του βασιλιά.
Ο πρώτος που εμφανίστηκε ήταν ένας ικανός ζογκλέρ, μετά ένας γελωτοποιός. Στη συνέχεια ένας παλιάτσος, αλλά όσο ικανοί και διασκεδαστικοί κι αν ήταν, κανένας τους δεν κατάφερε να κάνει την πριγκίπισσα να χαμογελάσει. Τότε ήταν που παρουσιάστηκε και ένας γέρος φλαουτίστας. Ο βασιλιάς σκεφτόταν: «Μα πώς μπορεί αυτός ο άγνωστος να πετύχει αυτό που διάσημοι καλλιτέχνες απέτυχαν;». Ο φλαουτίστας ξεκίνησε να παίζει, υπό το κάπως σκεπτικό βλέμμα των παρευρισκομένων, μια γλυκιά μουσική. Η κόρη του βασιλιά έδειξε να την ακούει: Ήταν η πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό που κάτι προκαλούσε το ενδιαφέρον της. Και μετά από μερικές νότες, ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη της.
«Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου – είπε ο βασιλιάς – πρέπει να το γιορτάσουμε, να κάνουμε μια μεγάλη γιορτή!». Από τη στιγμή που ο φλαουτίστας έφτασε στο κάστρο, η κόρη του βασιλιά βρήκε τη χαρά της ζωής. Αλλά μια μέρα ο φλαουτίστας παίζοντας, αισθανόταν ότι δεν ακουγόντουσαν καλά οι νότες που έβγαιναν από το φλάουτό του. Απογοητευμένος, ξανάρχισε να παίζει νομίζοντας ότι είχε κάνει λάθος. Οι νότες που έβγαιναν από το φλάουτο έμοιαζαν μακρινές σαν να προερχόντουσαν από μια άλλη αίθουσα του κάστρου. Ήταν ανώφελο να συνεχίσει: Δεν τις άκουγε πια. Κοίταξε για μια τελευταία ματιά, γεμάτος πικρία και νοσταλγία, το φλάουτό του, στη συνέχεια το άφησε σε μια γωνιά και βγήκε μέσα στη νύχτα.
Περιπλανώμενος, μέσα στα στενά δρομάκια της χώρας, μέσα στη σιωπή, και μέσα στην ακόμη μεγαλύτερη σιωπή που υπήρχε μέσα του, σκεφτόταν τη ζωή του που τώρα πια δεν είχε κανένα νόημα. Αλλά ίσως να ήταν μονάχα ένα άσχημο όνειρο! Γεμάτος αγωνία επέστρεψε στο κάστρο, ανέβηκε στο δωμάτιό του για να πάρει το φλάουτό του, προσπάθησε… Τίποτα, η σιωπή τον περιέβαλε… τόσο πολύ που δεν είχε παρατηρήσει ότι η πριγκίπισσα τον είχε πλησιάσει και τον κοιτούσε λυπημένη.
Τότε ένα φως έλαμψε στα μάτια του, πήρε το φλάουτο και άρχισε να παίζει. Εκείνος δεν άκουγε τίποτα, αλλά οι νότες που έβγαιναν από το μουσικό όργανο επανέφεραν το χαμόγελο στο πρόσωπο της πριγκίπισσας. Και ήταν γι’ αυτόν ένα άλλο είδος μουσικής που μονάχα η καρδιά του μπορούσε να ακούσει. Από εκείνη τη στιγμή, παρόλο που δεν άκουγε πια, συνέχισε να παίζει για να κάνει ευτυχισμένους τους άλλους.
Μετάφραση:ρφ