Νέο Ποντιφικό Ίδρυμα «Ιωάννης-Παύλος Α΄»
Θα προεδρεύεται από τον Καρδινάλιο Πέτρο Parolin, ο οποίος σε μια δήλωσή του εκφράζεται ως εξής για τη διδασκαλία του Ιωάννη-Παύλου Α’: “Η διδασκαλία του είναι επίκαιρη. Η εγγύτητα, η ταπεινότητα, η απλότητα, η προσκαρτερία στο έλεος του Θεού, η αγάπη του πλησίον και η αλληλεγγύη είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της”.
Ο Πάπας Φραγκίσκος, με το Rescriptum ex audientia Ss.mi, της 17ης Φεβρουαρίου 2020, προχώρησε στη σύσταση του Ποντιφικού Ιδρύματος Ιωάννης-Παύλος Α’, ανταποκρινόμενος έτσι στην πρόταση δημιουργίας ενός θεσμού που να προορίζεται στην εμβάθυνση της μορφής, της σκέψης και των διδαχών του Πάπα Ιωάννη-Παύλου Α’ (26 Αυγούστου 1978 – 28 Σεπτεμβρίου 1978), και την προώθηση της μελέτης και της διάδοσης των γραπτών του. Το Ίδρυμα στοχεύει στην προστασία και διατήρηση της πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς που άφησε ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος Α’, στην προώθηση πρωτοβουλιών όπως συνέδρια, συναντήσεις, σεμινάρια, ημερίδες μελέτης, στην καθιέρωση βραβείων και υποτροφιών, στην εκδοτική μέριμνα δημοσιεύοντας τα αποτελέσματα μελετών και ερευνών που αφορούν τα έργα του Πάπα Ιωάννη-Παύλου Α’, ενώ θα αποτελεί ένα σημείο αναφοράς, στην Ιταλία και στο εξωτερικό, για όσους δραστηριοποιούνται σε θέματα που άπτονται του Ιδρύματος. Ο Πάπας Φραγκίσκος ονόμασε Πρόεδρο του Ιδρύματος τον Καρδινάλιο Πέτρο Parolin, ο οποίος με τη σειρά του όρισε αυτά τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου: τη Δρ. Στεφανία Falasca, η οποία αναλαμβάνει επίσης τον ρόλο της Αντιπροέδρου, τον Καρδινάλιο Βενιαμίν Stella, τον π. Ανδρέα Celli, τον π. Δαβίδ Fiocco, τη Δρ. Λίνα Petri, τον Δρ. Aλφόνσο Cauteruccio.
Δήλωση του Καρδιναλίου Πέτρου Parolin
Ανταποκρινόμενος στην πρόταση δημιουργίας ενός θεσμού που να προορίζεται στην εμβάθυνση της μορφής, της σκέψης και των διδαχών του Ιωάννη-Παύλου Α’ (26 Αυγούστου 1978 – 28 Σεπτεμβρίου 1978), ο Άγιος Πατέρας Φραγκίσκος, την 17η του παρελθόντος Φεβρουαρίου, προχώρησε στη σύσταση του Ποντιφικού Ιδρύματος Ιωάννης-Παύλος Α’.
Ο Πάπας Ιωάννης-Παύλος Α’ ήταν και παραμένει ένα σημείο αναφοράς στην ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας, η σπουδαιότητα του οποίου – όπως είχε επισημάνει ο Άγιος Ιωάννης-Παύλος Β΄ – είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη διάρκεια της πολύ σύντομης ποντιφικής διακονίας του: «magis ostentus quam datus».
Η ιστορία του κατά κόσμον Albino Luciani είναι η ιστορία ενός ποιμένα κοντά στους ανθρώπους, επικεντρωμένου στην ουσία της πίστης και με μια εξαιρετική κοινωνική ευαισθησία. Η διδασκαλία του είναι επίκαιρη. Η εγγύτητα, η ταπεινότητα, η απλότητα, η προσκαρτερία στο έλεος του Θεού, η αγάπη για τον πλησίον και η αλληλεγγύη είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της.
Ήταν ένας Επίσκοπος που βίωσε την εμπειρία της Β’ Οικουμενικής Συνόδου του Βατικανού, την εφάρμοσε, και στη σύντομη ποντιφική διακονία του έκανε την Εκκλησία να προχωρήσει προς τις κύριες κατευθυντήριες οδούς που η Σύνοδος είχε υποδείξει: την επιστροφή στις πηγές του Ευαγγελίου και μια ανανεωμένη ιεραποστολικότητα, την επισκοπική συλλογικότητα, τη διακονία στην εκκλησιαστική πτωχεία, την αναζήτηση της ενότητας των Χριστιανών, τον διαθρησκειακό διάλογο, τον διάλογο με τη σύγχρονη εποχή και τον διεθνή διάλογο, διεξαγομένου με επιμονή και αποφασιστικότητα, υπέρ της δικαιοσύνης και της ειρήνης.
Σκέφτομαι, για παράδειγμα, τις Γενικές Ακροάσεις του και την επιμονή του στην εκκλησιαστική πτωχεία, την καθολική αδελφοσύνη και την έμπρακτη αγάπη για τους φτωχούς: ήθελε, μεταξύ των παραδοσιακών εντολών της Εκκλησίας, να συμπεριλάβει μια εντολή για τα έργα αλληλεγγύης και το είχε προτείνει στους Ιταλούς Επισκόπους.
Σκέφτομαι την έκκλησή του στο Angelus της 10ης Σεπτεμβρίου 1978 υπέρ της ειρήνης στη Μέση Ανατολή, με την πρόσκληση για προσευχή που απευθυνόταν στους Προέδρους χωρών διαφορετικών θρησκειών. Μια έκκληση την οποία είχε ήδη εκφράσει κατά την ομιλία του στο διπλωματικό σώμα που πραγματοποιήθηκε στις 31 Αυγούστου, στην οποία, απαλλαγμένος από φιλοδοξίες γεωπολιτικού πρωταγωνισμού, καθόρισε τη φύση και την ιδιαιτερότητα της διπλωματικής δράσης της Αγίας Έδρας ξεκινώντας από ένα βλέμμα πίστεως. Δεχόμενος στη συνέχεια τους περισσότερους από εκατό εκπροσώπους των διεθνών αποστολών που είχαν παρευρεθεί στη Θεία Λειτουργία της έναρξης της ποντιφικής του διακονίας, είχε υπογραμμίσει ότι «η καρδιά μας είναι ανοιχτή σε όλους τους λαούς, σε όλους τους πολιτισμούς και σε όλες τις φυλές», και στη συνέχεια τόνισε: «Ασφαλώς δεν έχουμε θαυματουργές λύσεις για τα μεγάλα προβλήματα του κόσμου, ωστόσο μπορούμε να δώσουμε κάτι πολύτιμο: ένα πνεύμα που βοηθά στη εξάλειψη αυτών των προβλημάτων και τα θέτει στην ουσιώδη διάστασή τους, το άνοιγμα στις αξίες της καθολικής φιλανθρωπίας […] ώστε η Εκκλησία, ταπεινή αγγελιοφόρος του Ευαγγελίου σε όλους τους λαούς της γης, να μπορέσει να συμβάλει στη δημιουργία ενός κλίματος δικαιοσύνης, αδελφοσύνης, αλληλεγγύης και ελπίδας χωρίς την οποία ο κόσμος δεν μπορεί να ζήσει». Και έτσι, στον δρόμο που χάραξε το Συνοδικό Σύνταγμα Gaudium et spes, καθώς και τα τόσα πολλά μηνύματα του Αγίου Παύλου Στ’, αυτός κινήθηκε στην οδό της μεγάλης διπλωματίας που έδωσε πολλούς καρπούς στην Εκκλησία τροφοδοτώντας την με την αγάπη.
Με τον ξαφνικό θάνατό του, δεν διεκόπη αυτή η ιστορία της Εκκλησίας που εγκύπτει για να υπηρετήσει τον κόσμο. Η προοπτική που χάραξε η σύντομη ποντιφική διακονία του δεν ήταν μια παρένθεση. Παρόλο που η σύντομη διαποίμανση της Εκκλησίας του Ιωάννη-Παύλου Α’ δεν μπόρεσε να επηρεάσει την ιστορία, ωστόσο αυτός συνέβαλε – explevit tempora multa – στην ενίσχυση του σχεδιασμού μιας Εκκλησίας κοντά στον πόνο των ανθρώπων και έμπρακτης σε έργα φιλανθρωπίας.
Μέσα από τη διαδικασία της αγιωνυμίας του Ιωάννη-Παύλου Α’, επιτεύχθηκε σήμερα η εξακρίβωση των πηγών, αρχίζοντας μια σημαντική εργασία έρευνας και επεξεργασίας από ιστορική και ιστοριογραφική άποψη. Είναι λοιπόν τώρα δυνατή η επανεξέταση με τον οφειλόμενο σεβασμό της μνήμης του Πάπα Ιωάννη-Παύλου Α’, έτσι ώστε η ιστορική του σπουδαιότητα να μπορέσει να αποδοθεί πλήρως στην παγκόσμια ιστορία, μέσω της πρέπουσας αναλυτικής σοβαρότητας που αρμόζει και καθώς ανοίγονται νέες προοπτικές για τη μελέτη του έργου του.
Από αυτή την άποψη, η σύσταση ενός νέου Ιδρύματος ad hoc μπορεί να εκπληρώσει δεόντως το καθήκον όχι μόνο να διαφυλάξει όλη την κληρονομιά των γραπτών και των έργων του Ιωάννη-Παύλου Α’, αλλά και να ενθαρρύνει τη συστηματική μελέτη και διάδοση της σκέψης και της πνευματικότητάς του. Και είμαστε παρακινημένοι πολύ περισσότερο τώρα, καθώς βλέπουμε πόσο η μορφή του και το μήνυμά του είναι εξαιρετικά σύγχρονα.
Πηγή: Vatican News
Μετάφραση: π.Λ