«Μπροστά στο θάνατο ο άνθρωπος πλησιάζει στον Θεό».
Μιλά και πάλι, για την ελπίδα, ο Πάπας, κατά την κατήχηση της σημερινής γενικής Ακρόασης, στην Aula Paolo VI. Για αυτή την ελπίδα που, «μπροστά στο θάνατο, μπροστά στον κίνδυνο, εκφράζεται στην προσευχή». Φαίνεται παράδοξο αλλά είναι ακριβώς ο τρόμος του θανάτου, η αίσθηση του κινδύνου, ο φόβος για το σκοτάδι, που κάνει τον άνθρωπο να πλησιάσει στο Θεό και να «αποκτά την πλήρη εμπειρία της ευθραυστότητάς του και της ανάγκης του για σωτηρία».
«Η ενστικτώδης φρίκη του θανάτου αφυπνίζει την ανάγκη να ελπίζουμε στο Θεό της ζωής», υπογραμμίζει ο Πάπας. Ωστόσο, προσθέτει, «Πολύ εύκολα απαξιώνουμε να στραφούμε προς το Θεό κατά την ανάγκη σαν να επρόκειτο μόνο για μια ενδιαφέρουσα προσευχή, και ως εκ τούτου ατελής. Αλλά ο Θεός γνωρίζει την αδυναμία μας, ξέρει ότι Τον θυμόμαστε για να ζητήσουμε βοήθεια, και με το επιεικές χαμόγελο ενός πατέρα ανταποκρίνεται καλοπροαίρετα».
Για να το δείξει αυτό, ο Φραγκίσκος υπενθυμίζει την ιστορία του Ιωνά, η οποία αφηγείται στην Βίβλο «σε ένα μικρό βιβλίο με μόνο τέσσερα κεφάλαια, ένα είδος παραβολής φορέα μιας σπουδαίας διδασκαλίας, αυτής της ευσπλαχνίας του Θεού που συγχωρεί». Σε σχέση με τους άλλους προφήτες ο Ιωνάς είναι «μια φιγούρα λίγο μη κανονική, ένας προφήτης που προσπαθεί να απομακρυνθεί από το κάλεσμα του Κυρίου, αρνούμενος να μπει στην υπηρεσία του θεϊκού σχεδίου της σωτηρίας».
«Ο Ιωνάς είναι ένας προφήτης «έτοιμος να φύγει» – αλλά επίσης και ένας προφήτης που προσπαθεί να το σκάσει, ε! – είναι ένας προφήτης που ετοιμάζεται να φύγει και που ο Θεός στέλνει «στα περίχωρα», στη Νινευή, για να μεταστρέψει τους κατοίκους αυτής της μεγάλης πόλης», τονίζει ο Ποντίφικας. Αλλά η Νινευή, για ένα Ισραηλίτη όπως ο Ιωνάς, εκπροσωπούσε «μια απειλητική πραγματικότητα»: «ο εχθρός που απειλούσε την ίδια την Ιερουσαλήμ, και ως εκ τούτου που πρέπει να καταστραφεί, και σίγουρα όχι να σωθεί». Γι αυτό, όταν ο Θεός στέλνει τον Ιωνά να κηρύξει σε εκείνη την πόλη, «ο προφήτης, που γνωρίζει την καλοσύνη του Κυρίου και την επιθυμία του για συγχώρεση, προσπαθεί να ξεφύγει από το καθήκον του και το σκάει».
Είναι κατά τη διάρκεια «της απόδρασής του», που ο προφήτης έρχεται σε επαφή με τους «ειδωλολάτρες», τους ναύτες του πλοίου επί του οποίου είχε επιβιβαστεί «για να απομακρυνθεί από το Θεό και από τη αποστολή του». «και φεύγει μακριά, ε … επειδή η Νινευή ήταν στη ζώνη του Ιράκ και εκείνος αποδρά στην Ισπανία, το σκάει στ’ αλήθεια. Και η συμπεριφορά εκείνων των ειδωλολατρών ανδρών, όπως και εκείνη των κατοίκων της Νινευή, που μας επιτρέπουν σήμερα να σκεφτούμε λίγο την ελπίδα που, μπροστά στον κίνδυνο και στο θάνατο, εκφράζεται στην προσευχή», λέει ο Φραγκίσκος.
Πράγματι, κατά τη διάρκεια της μετακίνησής του μέσω θαλάσσης, ξεσπά μια τρομερή καταιγίδα, και ο Ιωνάς κατεβαίνει στο αμπάρι του πλοίου και αποκοιμάται. Αντίθετα, οι ναύτες, «βλέποντας ότι έρχεται ο χαμός τους, καλούσαν ο καθένας το Θεό του, ήταν ειδωλολάτρες. Ο καπετάνιος του πλοίου ξυπνά τον Ιωνά λέγοντάς του: «Μα τι κάνεις έτσι αποκοιμισμένος; Σήκω, επικαλέσου τον Θεό σου! Ίσως ο Θεός μας νοιαστεί και δεν χαθούμε».
«Η αντίδραση αυτών των «ειδωλολατρών» είναι η σωστή αντίδραση μπροστά στο θάνατο, μπροστά στον κίνδυνο, επειδή είναι τότε που ο άνθρωπος αποκτά την πλήρη εμπειρία της ευθραυστότητάς του και της ανάγκης του για σωτηρία», παρατηρεί ο Πάπας. «Ίσως ο Θεός να νοιαστεί για εμάς και δεν χαθούμε»: είναι τα λόγια της ελπίδας που γίνεται προσευχή, αυτή η ικεσία η γεμάτη αγωνία που ανεβαίνει στα χείλη του ανθρώπου μπροστά σε ένα επικείμενο κίνδυνο θανάτου». Και η καταιγίδα υποχωρεί όταν ο Ιωνάς, «αναγνωρίζοντας τις ευθύνες του», ρίχνεται στη θάλασσα για να σώσει τους συνταξιδιώτες του.
«Ο επικείμενος θάνατος οδήγησε εκείνους τους άνδρες που ήταν ειδωλολάτρες, στην προσευχή, οδήγησε τον προφήτη, μετά από όλα αυτά, να ζήσει την κλήση του στην υπηρεσία των άλλων αποδεχόμενος να θυσιαστεί για εκείνους, και τώρα οδηγεί τους επιζώντες στην αναγνώριση του αληθινού Κυρίου και στον αίνο», σχολίασε ο Bergoglio. «Οι ναυτικοί, που είχαν προσευχηθεί μπροστά στο φόβο, στρεφόμενοι προς τους θεούς τους, τώρα, με ειλικρινή φόβο για τον Κύριο, αναγνωρίζουν τον αληθινό Θεό και προσφέρουν θυσίες και ανακαλούν την αφοσίωσή τους. Επομένως, «η ελπίδα», που τους οδήγησε να προσευχηθούν για να μη πεθάνουν, γίνεται ακόμη πιο ισχυρή και γίνεται πραγματικότητα που ξεπερνά αυτό που ήλπιζαν: όχι μόνο δε χάνονται από την καταιγίδα, αλλά είναι έτοιμοι να αναγνωρίζουν τον αληθινό και μοναδικό Κύριο του ουρανού και της γης», δηλώνει ο Πάπας.
Με ανάλογο τρόπο, οι κάτοικοι της Νινευή, «μπροστά στην προοπτική να καταστραφούν, οδηγούνται στην προσευχή», «καθοδηγούμενοι από την ελπίδα της συγχώρεσης του Θεού». «Και γι’ αυτούς επίσης όπως και για το πλήρωμα που βρέθηκε μέσα στην καταιγίδα, το ότι είχαν να αντιμετωπίσουν το θάνατο και να σωθούν τους οδήγησε στην αλήθεια», λέει ο Φραγκίσκος. Και καταλήγει: «Υπό την θεϊκή ευσπλαχνία και ακόμη περισσότερο υπό το φως του πασχαλινού μυστηρίου, ο θάνατος μπορεί να γίνει, όπως συνέβηκε και με τον άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, «ο αδελφός μας θάνατος» και να εκπροσωπεί, για κάθε άνθρωπο και για καθένα από εμάς, την καταπληκτική ευκαιρία να γνωρίσουμε την ελπίδα και να συναντήσουμε τον Κύριο».
Η ευχή του Ποντίφικα είναι, λοιπόν, «είθε ο Κύριος να μας κάνει να καταλάβουμε αυτή τη σχέση μεταξύ προσευχής και ελπίδας. Η προσευχή σε κάνει να προχωρήσεις προς τα εμπρός με ελπίδα και όταν τα πράγματα γίνονται σκούρα… όσο περισσότερο προσεύχεσαι τόσο περισσότερη ελπίδα θα υπάρχει!».
Μετάφραση ρφ