Μια ταπεινή Εκκλησία για μια δοκιμασμένη ανθρωπότητα
Δημοσιεύουμε την τελευταία περίσκεψη του π. Federico Lombardi για το μέλλον που μας περιμένει μετά την πανδημία: θα είμαστε μια κοινότητα ικανή να συνοδεύει αδελφικά με φιλανθρωπία και καλοσύνη;
Στο τέλος του Μεγάλου Ιωβηλαίου του 2000, το οποίο ο Ιωάννης-Παύλος Β’ είχε βιώσει και μας είχε καλέσει να βιώσουμε ως μια υπέροχη συνάντηση ανάμεσα στη χάρη του Χριστού και την ιστορία της ανθρωπότητας, ο Πολωνός Ποντίφικας έγραψε προς την Εκκλησία μια όμορφη Επιστολή με τίτλο: “Στην αρχή της Νέας Xιλιετίας” (“Novo millenio ineunte”), στην οποία αντηχούσαν τα λόγια του Ιησού προς τον Πέτρο: «Duc in altum… Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα» (Λκ 5,4). Ο Πάπας καλούσε «να θυμηθούμε το παρελθόν, να ζήσουμε με πάθος το παρόν, να ανοιχτούμε με εμπιστοσύνη στο μέλλον», διότι «ο Ιησούς Χριστός είναι ο ίδιος χθες, σήμερα και στους αιώνες». Όπως ξέρουμε, ο Πάπας Φραγκίσκος επανέλαβε και επανεκκίνησε το θέμα μιλώντας από την αρχή της ποντιφικής του διακονίας για την «εξερχόμενη Εκκλησία», μια Εκκλησία που ευαγγελίζει εμψυχωμένη από το Πνεύμα που της έδωσε ο αναστημένος Χριστός.
Το απόγευμα της 12ης Οκτωβρίου 2012, ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ είχε κάνει μια σύντομη ομιλία από το ίδιο παράθυρο από το οποίο 50 χρόνια νωρίτερα ο Ιωάννης ΚΓ’, κάτω από το προσηνές βλέμμα της Σελήνης, είχε χαιρετίσει το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία του Αγίου Πέτρου στο τέλος της ημέρας έναρξης της Β’ Συνόδου του Βατικανού. Ο Βενέδικτος, με το βλέμμα του στραμμένο προς τα πάνω, έκανε μια περίσκεψη που εντυπωσίασε πολύ, επειδή δεν επιζητούσε τον επιθυμητό εύκολο ενθουσιασμό, αλλά μάλλον απέπνεε μια μεγάλη ταπεινοφροσύνη, χαρακτηριστικό του τέλους της ποντιφικής διακονίας του. Θυμήθηκε πώς τα προηγούμενα 50 χρόνια η Εκκλησία είχε βιώσει την αμαρτία, τα ζιζάνια αναμεμιγμένα με το σιτάρι του αγρού, την καταιγίδα και τον αντίθετο άνεμο. Αλλά είχε βιώσει και τη φωτιά του Πνεύματος, τη φωτιά του Χριστού. Όμως σαν μια φωτιά που δεν καταβροχθίζει αλλά μένει ταπεινή και σιωπηλή, μια μικρή φλόγα η οποία εγείρει χαρίσματα καλοσύνης και φιλανθρωπίας που φωτίζουν τον κόσμο και μαρτυρούν την παρουσία του Πνεύματος σ’ εμάς.
Καθώς πλησιάζει η Πεντηκοστή, ξανασκέφτομαι τα λόγια των τριών Παπών μας της Τρίτης Χιλιετίας. Στην πραγματικότητα, αυτή η νέα χιλιετία, στην οποία μπήκαμε εδώ και είκοσι χρόνια, δεν εκδηλώθηκε σαν μια εποχή φωτισμένων προόδων για την ανθρωπότητα. Άνοιξε με την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και με τον Πόλεμο του Κόλπου, έπειτα είχαμε τη μεγάλη οικονομική κρίση και τον “κατακερματισμένο” παγκόσμιο πόλεμο, την καταστροφή της Συρίας και της Λιβύης, την επιδείνωση της περιβαλλοντικής κρίσης, πολλά άλλα προβλήματα, και τώρα μια παγκόσμια πανδημία με τις συνέπειές της, μια πρωτόγνωρη εμπειρία που σηματοδοτεί αυτά τα χρόνια της παπικής διακονίας του Φραγκίσκου. Ασφαλώς δεν λείπουν νέα επιστημονικά επιτεύγματα και η προόδος στον τομέα της υγείας, της εκπαίδευσης, των επικοινωνιών, οπότε δεν θα ήταν δίκαιο να κάνουμε βιαστικούς αρνητικούς προϋπολογισμούς. Αλλά σίγουρα δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια γραμμική και ασφαλή πορεία της ανθρωπότητας προς το καλύτερο. Η εμπειρία της πανδημίας, ακόμη κι όταν ξεπεραστεί, είναι σίγουρα μια κοινή εμπειρία αβεβαιότητας, ανασφάλειας, δυσκολιών στη διαχείριση της ολοένα και πιο περίπλοκης πορείας της σύγχρονης κοινωνίας. Δεν γνωρίζουμε αν στο μέλλον θα την δούμε ως ευκαιρία για ανάπτυξη της αλληλεγγύης ή ευκαιρία για νέες διεθνείς και εσωτερικές εντάσεις και κοινωνικές ανισορροπίες. Πιθανόν και οι δύο διαστάσεις θα αναμειχθούν: σιτάρι και ζιζάνια.
Από ανθρώπινη άποψη, η Εκκλησία αυτής της πρώτης χιλιετίας δεν είναι ισχυρή. Η πίστη της δοκιμάζεται από τις πνευματικές ερημοποιήσεις των καιρών μας. Η αξιοπιστία της δοκιμάζεται από την ταπείνωση που υπέστη και τη σκιά των σκάνδαλων. Η ιστορία συνεχίζεται και η Εκκλησία συνεχίζει να μαθαίνει ότι η μόνη αληθινή δύναμή της είναι η πίστη στον Αναστημένο Ιησού Χριστό και η δωρεά του Πνεύματός Του. Ένα εύθραυστο πήλινο αγγείο που περιέχει τον θησαυρό μιας ζωτικής δύναμης που ξεπερνά τον θάνατο. Θα είμαστε μια ταπεινή Εκκλησία ικανή να συνοδεύει αδελφικά μια δοκιμασμένη ανθρωπότητα, με φιλανθρωπία και καλοσύνη; Με μια αγάπη τόσο διεισδυτική ώστε να εμψυχώνει τη διανόηση και τις κοινωνικές δυνάμεις για να αναζητούν και να βρίσκουν τις οδούς του κοινού αγαθού και της καλύτερης ζωής; Μια Εκκλησία του “πλυσίματος των ποδιών” στην εποχή μας, όπως λέει ο Πάπας Φραγκίσκος; Στα βαθιά, σε μια θάλασσα ακόμη και διαρκώς άγνωστη για όλους μας, αλλά ποτέ άγνωστη για την αγάπη του Θεού…
Στη θαυμάσια ποιητική Sequentia της Πεντηκοστής, επικαλούμαστε τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος ως πατέρα των φτωχών και φως των καρδιών, ως παρηγορητή και ενίσχυση, ως δύναμη που θεραπεύει τα σφάλματα, την ξηρότητα, τις πληγές, που θερμαίνει ό,τι είναι παγωμένο, ευθυγραμμίζει ό,τι έχει παρεκκλίνει. Να προσφέρουμε στο Πνεύμα του Κυρίου έναν ανοιχτό χώρο προσμονής και επιθυμίας, έναν συγκεκριμένο χώρο στο νου και την καρδιά, στην ψυχή και την ανθρώπινη σάρκα, έτσι ώστε να μπορέσει να εργαστεί και να εκδηλωθεί στον βαθύ ιστό της ανθρωπότητάς μας – αυτής της ανθρωπότητας του πολέμου και της πανδημίας – ως δύναμη σωτηρίας από την ευθραυστότητα και από τη μοναξιά, από την ξηρότητα, από τη σύγχυση, από τις παραπλανητικές ψευδαισθήσεις και από την απόγνωση, ως δύναμη ελπίδας και της αιώνιας ζωής. Αυτό μπορεί καλά να το κάνει μια ταπεινή Εκκλησία, που είναι αδελφή, σύντροφος και διακόνισσα μιας δοκιμασμένης ανθρωπότητας. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό.
————————–
Πηγή: Vatican News
Μετάφραση: π.Λ